Ἡ διάσωση τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας καί γραμματείας, ἡ διατήρηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθολικά, ὁφείλεται στήν Ρωμανία (Βυζαντινή Αὐτοκρατορία) πού κατά τόν καθηγητή Ι. Καραγιαννόπουλο ἀποτελεῖ «κρατική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας, τοῦ “βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ”, πού συνέχισε τόν κλασικό καί τόν μακεδονικό». [«Το Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58].
Ὅπως γράφει ὁ Κλάους Ὄλερ: «Στό Βυζάντιο -καί ὄχι στήν Λατινική Δύση- βρῆκε ἡ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας τήν φυσική της συνέχεια. Ἐκεῖ -καί ὄχι στήν Δύση- συνέχιζαν νά διαβάζονται, νά μελετῶνται, νά σχολιάζονται καί νά ἀντιγράφονται τά μεγάλα ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων» [«Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί Προβληματισμοί», Ἐκ-δόσεις Παρουσία, 2000].
Τό 357 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη, Βασιλική Βιβλιοθήκη μέ 30.000 τόμους καί ἀντιγραφικό ἐργαστήριο, μέ ἐξειδικευμένους καλλιγράφους οἱ ὁποῖοι μετέγραψαν σέ περγαμηνές ὅλα τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα πού ἦσαν γραμμένα σέ εἰλητάρια ἀπό πάπυρο. Κατά τόν Paul Lemerle, ἔτσι «περισυλλέχτηκαν ἡ λογοτεχνία καί ἡ σκέψη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἐνῶ πήγαιναν νά ἐξαφανιστοῦν». [«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 58].
Τό 425 ἱδρύεται στήν Κωνσταντινούπολη τό περίφημο «Πανδιδακτήριον» πού ὑπῆρξε τό πρῶτο δημόσιο Πανεπιστήμιο τῆς Εὐρώπης καί τοῦ κόσμου μέ 10 ἕδρες Ἑλληνικῆς Γραμματικῆς καί ἄλλες 10 Λατινικῆς, 5 ἕδρες Ἑλληνικῆς Ρητορικῆς καί μόνο 3 Λατινικῆς, μία ἕδρα Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί δύο ἕδρες Νομικῆς. Δηλαδή τά ἑλληνικά ὑπερτεροῦσαν τῶν λατινικῶν. Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἰδιωτικές σχολές (ὅπως π.χ. Ἀκαδημία Πλάτωνος, Λύκειον Ἀριστοτέλους, σχολές Ἀλεξανδρείας), οἱ φοιτητές δέν πλήρωναν, ἐνῶ εἶχαν καί φοιτητικό σύλλογο πού ἐξέλεγε τούς καθηγητές τους, οἱ ὁποῖοι διορίζοντο κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Συγκλήτου! Ἐπίσης σέ ἀντίθεση μέ τά Πανεπιστήμια πού ἱδρύθηκαν πολύ ἀργότερα στήν Δύση, εἶχε ἀπόκλειστικά κοσμικό χαρακτήρα καί δέν διδασκόταν Θεολογία. Κατά τόν F. Fuchs, ὑπῆρχε ἤδη Πανεπιστήμιο στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο καί ἁπλῶς τό 425 ἀναδιοργανώθηκε («Die Schulen von Konstantinopel im Mittelalter», Berlin 1926). Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ σημερινοί Εὐρωπαῖοι προβάλουν ὡς πρῶτο Πανεπιστήμιο ἐκεῖνο τῆς Μπολόνια στήν Ἰταλία, παρότι ἱδρύθηκε τό 1088 ἤ τό 1158, δηλαδή σχεδόν 7 αἰῶνες μετά ἀπό ἐκεῖνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως…
Τό 439 θέσπίζεται στήν Κωνσταντινούπολη τό «ἑλληνιστί διατίθεσθαι» καί τό 534 καθιερώνεται οἱ “Νεαρές” (νομικές διατάξεις πού ρύθμιζαν ζητήματα δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δικαίου), να ἐκδίδονται στήν ἑλληνική γλῶσσα, ὥστε «ταύτη δή τή κοινή καί Ἑλλάδι ὥστε ἄπασιν αὐτόν εἶναι γνώριμον διά τό πρόχειρον τῆς ἑρμηνείας». [Novellae 7 (15) a ed. K. E. Zacharia von Lingenthal, 1, 80].
Τό 627 (ἤ 629), ἐπί Ἡρακλείου, ἡ ἑλληνική γίνεται ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους, οἱ λατινικοί τίτλοι ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασιλεύς» καί κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «συνειδητοποιεῖται ἡ ἑλληνικότης τοῦ κράτους».[«Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 250],
Τήν ἴδια περίοδο ὁ Ἀθηναῖος πανεπιστήμων Στέφανος Ἀλεξανδρεύς ἀναδιοργανώνει τό “Πανδιδακτήριον” σέ καθαρά ἑλληνικά πρότυπα τήν ἀνωτάτη παιδεία, ὅπου δίδαξε Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη καί τά μαθήματα τῆς “τετράκτυος”: Γεωμετρία, Ἀριθμητική, Ἀστρονομία καί Μουσική.
Κατά τόν Karl Krumbacher «Ἡ πρός τήν ἀρχαιότητα σχέσις κατά τήν λογοτεχνικήν καί πολιτικήν ἔποψιν διετηρήθη πάντοτε εἰς τούς Ἕλληνας τοῦ μέσου αἰῶνος, πλήν ἴσως κατά τό σκότος τῆς 7ης καί 8ης ἑκατονταετηρίδος (εἰκονομαχία)».[«Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 48].
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα παρατηρείται αὐτό πού ὁ Paul Lemerle ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυζαντινό οὐμανισμό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.).
Τό 862, ἀναδιοργανώνεται τό Πανεπιστήμιο («Πανδιδακτήριον τῆς Μαγναύρας») ὑπό τήν διεύθυνση τοῦ Ἕλληνος πανεπιστήμονος Λέοντος τοῦ Μαθηματικοῦ, ἐνῶ ἡ ἑλληνική γραφή μετατρέπεται σέ καλλιγραφική μικρογράμματη, μέ χωρισμό τῶν λέξεων, τονισμό καί στίξη πού κατά τόν P. Lemerle «θά δώσει τό ὄργανο σέ μία νέα παιδεία, σέ ἕναν νέο οὐμανισμό».[«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 109). Τό ἀρχαιότερο εἰκονογραφημένο χειρόγραφο εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Νικολάου Κρητός τό 835, προερχόμενο ἀπό τήν Μονή Στουδίου. Ἐπίσης, τό 1043 ἤ τό 1052 ἔχουμε τό πρῶτο βυζαντινό χειρόγραφο σέ χαρτί.
Ὁ 10ος αἰώνας θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτισμό» [«Kulturgeschichte von Byzanz» σελ. 422], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνακτήσεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρίζες του στό γόνιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας». [«Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295]. Κορυφαία παραδείγματα: «Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.,
Ὁ Georg Ostrogorsky ἐπεξηγεῖ «Ὁ ἑλληνικός πολιτισμός παρέμεινε πάντοτε τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Ἡ ἑλληνική ἐπιστήμη καί φιλοσοφία, ἡ ἑλληνική ἱστοριογραφία καί ποίηση, ἀποτελοῦν τό μορφωτικό ἀγαθό καί τῶν πιό εὐσεβῶν Βυζαντινῶν.». [«Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος Πρῶτος, σελ. 90].
Αὐτό θά ἀπόγειωθῆ κατά τόν 11ο αἰώνα ὁπότε ἔχουμε -κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμότητος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ».[«Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 511]. Κορυφαία παραδείγματα: Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.
Η πνευματική ἐλίτ ἀπό τοῦ 12ου αἰῶνος θά προετοιμάσει μέ τήν σειρά της τήν Παλαιολόγεια Ἀναγέννηση πού θά διαποκῆ τραγικά τό 1453 ἀλλά τά ἀποτελέσματά της θά συμβάλλουν καταλυτικά στήν Εὐρωπαϊκή “Ἀναγέννηση”…
Νά ἐπισημάνουμε ὅτι οἱ μεταφράσεις ἀπό ἑλληνικά (βυζαντινά) χειρόγραφα στά λατινικά πού βρίσκονται στίς βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης εἶναι πάνω ἀπό 7.800, (ενώ π.χ. ἀπό ἀραβικά χειρόγραφα, εἶναι μόλις 1.945)! [Λίνος Γ. Μπενάκης «Ὁ Ἀριστοτέλης στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Μία ἐπίκαιρη συζήτηση», σελ. 4]
Ἔτσι, κατά τόν Steven Runciman, «Οἱ γνώσεις μας γιά τόν πολιτισμό τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, θά ἦταν πολύ λιγότερες χωρίς τούς λογίους, τούς βιβλιοσυλλέκτες καί τούς ἀντιγραφεῖς τοῦ Βυζαντίου».[Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Β’ «Διοίκηση, Ἐκκλησία, Πολιτισμός», σελ. 872].
Ὅπως παραδέχεται ὁ Cyril Mango «Ἐάν κάποιοι ἄσημοι ἄνδρες δέν εἶχαν ἐργασθεῖ ἀνώνυμα κατά τόν 9ο καί 10ο αἰώνα, ἐμεῖς δέν θά εἴχαμε σήμερα οὔτε τόν Πλάτωνα, οὔτε τόν Ἀριστοτέλη (παρά σέ μετάφραση), οὔτε τόν Ἡρόδοτο ἤ τόν Θουκυδίδη, οὔτε τόν Αἰσχύλο ἤ τόν Σοφοκλῆ, γιά νά μήν ἀναφέρουμε πλῆθος ἄλλων…». [Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 298].
Τό ἴδιο ἐπισημαίνει καί ὁ Peter Brown γράφοντας: «Τά πιό ἐξαίσια σωζόμενα χειρόγραφα τῶν κλασικῶν ἔργων προέρχονται, κατά κανόνα, ἀπό τή μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοί αὐλικοί καί ἐπίσκοποι τοῦ 9ου καί τοῦ 10ου αἰώνα δέν θά γνωρίζαμε τίποτε –ἐκτός ἀπό ὁρισμένα παπυρικά ἀποσπάσματα– γιά τό ἔργο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Σοφοκλῆ καί τοῦ Θουκυδίδη».[«Ὁ κόσμος τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας 150-750 μ.Χ.», ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1998, σελ. 187].
Καί ὁ Κλάους Ὄλερ γράφει: «τό σύνολο σχεδόν τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμματείας πού ἔχουμε σήμερα στήν διάθεσή μας διασώθηκε χάρη στούς ἀντιγραφεῖς χειρογράφων τῶν βυζαντινῶν σχολῶν καί μοναστηριῶν…».[«Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί Προβληματισμοί», Ἐκδόσεις Παρουσία, 2000]
(Από Μάνος Χατζηδάκης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου