29 Νοεμβρίου 2009

Ακούς εκεί να καίνε τους νεκρούς!

Γέροντος Παϊσίου

Ήρθε εδώ κάποιος, καθηγητής Πανεπιστημίου, και μου λέει ότι σκέφτονται στα σοβαρά να καίνε τα οστά των νεκρών, γιατί δεν υπάρχει χώρος.
—Βρε, τού λέω, τι δεν υπάρχει χώρος; Τόσα ρουμάνια έχει η Θεσσαλονίκη!! Ολόκληρος Χορτιάτης! Γέμισε ένα νεκροταφείο, μετά 3-4 χρόνια, φτιάχνεις άλλο ένα πιο πέρα. Τι γέμισαν τα βουνά παντού με πολυκατοικίες;
—Μου λέει και εξ απόψεως υγιεινής! Τι εξ απόψεως υγιεινής, που έχετε βρωμίσει όλο τον κόσμο, που βρωμίσατε τη θάλασσα στη Θεσσαλονίκη και αλλού, ενώ τα οστά είναι πλυμένα, καθαρισμένα! Λίγο σεβασμό. Αλλά αυτοί πάνε να εξευτελίσουν τον άνθρωπο, να τον κάνουν να μην αξίζει τίποτα. Να τον ξεκόψουν από τη ρίζα του, από τους προγόνους του, από την παράδοση του, να τον αφήσουν μόνο και έρημο, να καταστρέψουν τη μνήμη του, τη σύνδεση του με τους προηγούμενους, με τις αξίες και τη ζωή των προγόνων, για να τον κάνουν μετά ό,τι θέλουν με διάφορες θεωρίες να τον τραβάν από δω και από κει. Πάνε να σκορπίσουν την αθεΐα. Πέθανε; πάει χάθηκε ο άνθρωπος!
Να μην μπορεί να πάει στο κοιμητήριο, να φέρει στη μνήμη του το νεκρό, να αποδώσει κάποιο σεβασμό, κάποια τιμή. Να σκεφτεί σοβαρά πάνω στη ζωή, να καταλάβει ότι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, ότι έχει αξία η δικαιοσύνη και η τιμημένη ζωή. Αυτοί θέλουν να κρατούν το νου του ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή συνέχεια, χωμένο μέσα στην ύλη.
Μετά μέσα σ' αυτά τα οστά υπάρχουν και τόσοι Άγιοι, που δεν τους γνωρίζουμε. Όταν είχα πάει ένα ταξίδι στο Σινά, στη Ραϊθώ, πήγα στο νεκροταφείο τού Αγίου Γεωργίου και βρήκα τα οστά ενός μικρού παιδιού που είχαν πολλή χάρη… Ήταν σαν Άγια λείψανα, είχε περάσει η μπουλντόζα και τα είχε ξεθάψει - μάζεψα ό,τι μπόρεσα. Μετά από τόσα χρόνια!!! Τι αισθάνθηκα τότε!!! ενώ αν δεν υπήρχε το κοιμητήριο; Τίποτα, θα ήταν χαμένα.
Παλιά είχαν τόσο σεβασμό στους νεκρούς, αφού δεν έπαιρναν τίποτα από νεκρό. Μια φορά στον πόλεμο, μας είπε ο ταγματάρχης: οποίος έχει παλιά παπούτσια, άμα θέλει μπορεί να πάρει από τους νεκρούς. Κανείς δεν πήρε. Τώρα τους καίνε στη Δύση και θέλουν και εδώ να κάνουν τέτοια.
Πηγή: "Ο πατήρ Παΐσιος μου είπε"  του Αθανασίου Ρακοβάλη

28 Νοεμβρίου 2009

Ο πλούσιος νεανίσκος (Λουκ. ιη΄18-27)

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 29-11-2009  

18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
Καὶ τὸν ἠρώτησε κάποιος ἄρχων, λέγων· "Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί πρέπει νὰ κάμω, διὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνιον ζωήν;"
19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός.
Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς· "ἐφ' ὅσον μὲ θεωρεῖς ἁπλοῦν ἄνθρωπον, διατὶ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθόν; Κανένας δὲν εἶναι ἀπολύτως ἀγαθός, εἰς τὸν ὁποῖον καὶ νὰ ταιριάζει πλήρως τὸ ὄνομα αὐτό, παρά μόνο ὁ Θεός.
20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου.
Γνωρίζεις τίς ἐντολές· νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ τιμᾶς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου".
21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου.
᾿Εκεῖνος δὲ εἶπε· "ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἐκ νεότητός μου".
22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.
῞Οταν ἤκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ εἶπε· "ἕνα ἀκόμα σοῦ λείπει· ὅλα ὅσα ἔχεις πώλησέ τα καὶ μοίρασέ τα στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἀποκτήσεις ἔτσι θυσαυρὸ στὸν οὐρανὸ καὶ ἐμπρὸς ἀκολούθησέ με ὡς πιστὸς καὶ ὑπάκουος μαθητής μου".
23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα.
᾿Εκεῖνος, ὅταν ἤκουσε αὐτά, ἐλυπήθηκε βαθύτατα· διότι ἧταν πολὺ πλούσιος καὶ εἶχε προσκόλληση στὰ πλούτη του.
24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ!
῞Οταν δὲ τὸν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς καταλυπημένο νὰ φεύγει, εἶπε στοὺς μαθητές του· "πόσο δύσκολα αὐτοί ποὺ ἔχουν τὰ χρήματα θὰ μποῦν στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
Διότι εἶναι εὐκολώτερο νὰ περάσει μιὰ γκαμήλα ἀπὸ τὴν μικρὴ τρύπα ποὺ ἀνοίγει ἕνα βελόνι, παρὰ ἔνας πλούσιος νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ".
26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι;
᾿Εκεῖνοι δέ ποὺ τὸν ἤκουσαν εἶπαν· "καὶ ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ;
27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
῾Ο δὲ Κύριος εἶπε· "τὰ ἀδύνατα διὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι κατορθωτὰ καὶ δυνατὰ εἰς τὸν Θεόν".

26 Νοεμβρίου 2009

Το Βυζάντιο

Ο Φώτης Κόντογλου, γράφει μεταξύ άλλων: «…Οι άνθρωποι που ζούσανε στο Βυζάντιο, μ’ όλο που πολλοί απ’ αυτούς βαστούσανε από το ίδιο αρχαίο ελληνικό αίμα κ’ είχανε την ελληνική παιδεία, ήτανε όμως ολότελα άλλοι...
»Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο πράγμα. Είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο του υπερφυσικού, της αιωνιότητας… Οι Βυζαντινοί πιστεύανε στα μυστήρια και στην αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός, ήγουν στον θαυμαστόν κόσμο που βρίσκεται πέρα από ό,τι πιάνουνε οι αισθήσεις και το μυαλό, ενώ ο αρχαίος σταματούσε ως εκεί… Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο είναι η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας… Το Βυζάντιο πρωτάνοιξε την «πύλην την κεκλεισμένην» και μπόρεσε κ’ είδε ο άνθρωπος εκείνα τα θαυμάσια, που είπε ο Χριστός πως δεν μπορέσανε να τα δούνε οι σοφοί κ’ οι συνετοί της αρχαιότητας…
»Στις ψυχές του Βυζαντίου η θρησκεία του Χριστού έφερνε την αληθινή πίστη, κ’ η μέλλουσα ζωή ήτανε καθαρή μπροστά τους, κι ολοένα τα μάτια τους ήτανε γυρισμένα κατά κείνη την Άνω Ιερουσαλήμ. Και όσα θαυμαστά έργα κάνανε με τις τέχνες, κι όσες γιορτές πανηγυρίζανε, όλα ήτανε απλή προδιατύπωση της μέλλουσας μακαριότητας. Ο άνθρωπος κ’ οι ελπίδες του τραβούσανε με βεβαιότητα προς την αιωνιότητα.
Το Βυζάντιο το σκέπαζε κείνη η φωτεινή νεφέλη που σκέπασε τους τρεις αποστόλους κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού στο όρος Θαβώρ. Η αγιότης, η οσιότης, η μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες της ζωής, δεν ήτανε όπως πριν κάποια ηθικά σύμβολα. Και οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας καθαγιαστήκανε κι αυτές από τα άγια νοήματα που εκφράζανε, και πήρανε κάποια σημασία που δεν είχανε, σημασία μυστική, βαθειά, πνευματική.
Ο άνθρωπος έγινε πιο εσωτερικός, κατέβηκε στον βυθό του εαυτού του, «έγνω εαυτόν», όχι όπως ήθελε η αρχαία φιλοσοφία με το ερευνητικό ψάξιμο των εγκάτων του, αλλά με τον θείον έρωτα που του έλεγε: «Υμείς ναός του πνεύματος εστε». Με την ταπείνωση έγινε πιο ευαίσθητος στον ψυχικό πόνο και στη συντριβή της καρδιάς, και βρήκε τη λύτρωση της συγγνώμης και της μετανοίας. Δεν στέκεται πια σαν εγωϊστής, ανδριάντας ασάλευτος και αυθάδης, αλλά πέφτει και σηκώνεται ολοένα. Ο άρχοντας καλογερεύει και γίνεται υποταχτικός του δούλου του, η πόρνη ξαναστολίζεται με τ’ άνθη της παρθενίας, ο δήμιος γονατίζει κι ασπάζεται τα πόδια εκείνου που βασάνιζε.
Το Βυζάντιο… απ’ αυτό γίνηκε η επτάφωτος λυχνία που θα φωτίζει τον κόσμο στον αιώνα του αιώνος».

23 Νοεμβρίου 2009

Τι είναι η νηστεία;

του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος
«Η νηστεία είναι βία φύσεως, περιτομή της ιδύτητος του λάρυγγος, εκτομή πυρώσεως, εκκοπή πονηρών λογισμών, ελευθερία από όνειρα, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, τήρηση του νου, απαλλαγή από πώρωση, θύρα κατανύξεως, χαρούμενη συντριβή, αργία πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φύλακας υπακοής, ελαφρότητα ύπνου, υγεία σώματος, πρόξενος απαθείας (ελευθερίας από πάθη), άφεση αμαρτημάτων, θύρα και χαρά Παραδείσου».

21 Νοεμβρίου 2009

Εισόδια της Θεοτόκου

Λέγει ο Δαμασκηνός Στουδίτης: «…Θέλεις να τιμήσεις την Εορτή, δηλαδή την Παναγία; τα αρεσκούμενά της κάμνε, και όσα την ευφραίνουν και αυτήν, και τον μονογενή της Υιό Κύριο μας Ιησού Χριστό. Παρθένευε, να τιμήσεις την Παρθένο. Νήστευε, να δοξάσεις την καθαρά. Κάμε ελεημοσύνη, να αρέσεις την ελεήμονα Θεοτόκο. Βασίλευε και νίκα τα κακά θελήματα του κορμιού. Να επαινέσεις την Βασίλισσα του κόσμου. Μην εχθρεύεσαι τον ομόπιστό σου Χριστιανό, για να σε αγαπήσει η Μήτηρ του Χριστού, που εκήρυξε την αγάπη σε όλο τον κόσμο. Εάν αυτά κατορθώσουμε και κάμουμε, τότε επαινούμε και τιμούμε την Υπεραγία Θεοτόκο όχι με λόγους μόνο, αλλά και με έργα… Μη φανούμε αχάριστοι, μην ατιμάσουμε την αγία και σεβάσμιο εορτή με μέθαις και ασωτίες, με οινοποσίες και μωρολογίες. Άλλους ας μέλη το φαγί το πολύ, και το πιοτό. Άλλους ας μέλουν οι πολυποσίες. Άλλοι ας έχουν έννοια για βίο και πλούτο σωματικό. Και ποιοι; τα έθνη τα άγνωστα, τα μωρά, τα πεπλανημένα, που δεν ξέρουν τι πιστεύουν, που δεν γνώρισαν Θεό αληθινό, που κρίση και ανάσταση δε απαντεχαίνουν, που δεν θαρρούν να ανταποδοθούν κατά τα έργα τους, εκείνους ας μέλη τα τοιαύτα. Εμείς που πιστεύουμε Θεό αληθινό, ας μη μας μέλουν τα τοιαύτα πράγματα. Εμείς την ψυχή μας ας σπουδάζουμε να λαμπρύνουμε. Την ψυχή μας ας καλλωπίσουμε, την ψυχή μας ας θρέψουμε με λόγο Θεού, την ψυχή μας ας ευφράνουμε με έργα, τον Θεό ας αρέσουμε με αρετές. Αυτά να αγωνιούμε, αυτά να μας μέλουν, αυτά να φροντίζουμε, ότι πιστεύουμε Θεό που αγαπά τα τοιαύτα, ότι απαντεχαίνουμε να αναστηθούμε και να κριθούμε, ότι θαρρούμε να λάβουμε κατά τα έργα μας και δια τούτο άξια της πίστεώς μας έργα θέλουμε να κάμουμε. Μη θαρρούμε χωρίς έργα να σωθούμε…»

Ύμνος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου

Ω Γλυκειά μου Παναγία, που είσαι Μάννα του Ιησού
δόσ’ μου λόγια να σε υμνήσω, καθάρισε μου Εσύ το νου
Τι να πρωτοθαυμάσω,  τι να πρωτοθυμηθώ
την αγνότητα την μεγάλη, ή την αγάπη σου εις τον Θεό;
Απ’ τα εισόδια σε γνωρίζω, πως μικρό παιδάκι Εσύ
η Μητέρα σου η Αννα, εις τον Ναό σε οδηγεί
Ήσουν τριών χρονών παιδούλα, ήσουν γεμάτη Θείο Φως
όταν σε κάλεσε ο Πατέρας, να προετοιμασθείς για τον Χριστό
Ο Γαβριήλ που επροστάχθη, να `ρθει για να σε φρουρεί
έκθαμβος σε θεωρούσε, αγιασμένη Παιδούλα Εσύ
Γεμάτος φόβο σ’ αντικρίζει, γεμάτος δέος σε ομιλεί
και την Παλαιά την Διαθήκη, σου διδάσκει γλυκειά μορφή
Ω Μεγάλη Εσύ Μητέρα, Ω Κυρία του Παντός
Ω Βασίλισσα του κόσμου, δόσ’ μου και μένα λίγο Φως
Συ Μητέρα Παναγία, χάιδεψε το ορφανό
που μονάχο του τις νύχτες κλαίει, δίχως επίγειο οδηγό
Συ προστάτεψε την χήρα, έλεος στον αμαρτωλό
το παιδί που εγκαταλείφθει, άσπλαχνα απ’ τον γονιό
Και `μεις απόψε γλυκειά Μητέρα, όπου γιορτάζει όλη η γη
σου προσφέρουμε ένα δώρο, την καρδιά μας και την ψυχή
Είσαι η Μανούλα η δική μας, και εμείς οι μικροί σου νεοσσοί
κράτησε μας γερά μην τύχει, ο αρχέκακος μας βρει
Μα τέτοια Μάννα δεν έχει άλλος , πιο μεγάλη πιο τρανή
απ` την Μάννα του Ιησού μας, που προλαβαίνει το κάθε τι
Σ` αγαπούμε Σ` αγαπούμε, Σ` αγαπούμε πάρα πολύ
δυο καρδιές δώσε σε όλες, η αγάπη να κλεισθεί
Ω Κυρία των Αγγέλων, Ω Βασίλισσα Εσύ
θα σ`αγαπώ αιώνια τώρα, όσο θα ζω πάνω στην γη
Χαίρε όμορφο βλαστάρι, της Αννας και του Ιωακείμ
Χαίρε καύχημα του Ιησού μας, ευλογημένη εν γυναιξί
Χαίρε σου φωνάζουν όλοι, οι Αγγελοι τ` ουρανού
και Κυρία τους σε γνωρίζουν, και με φόβο σε υμνούν
Χαίρε Μητέρα του Ιησού μας, Χαίρε Μάννα του Παντός
Χαίρε Βασίλισσα των Αγγέλων, Χαίρε Βασίλισσα των πιστών
Χαίρε Χαίρε Χαίρε Χαίρε, Χαίρε Μάννα του Ιησού
Χαίρε άνθος του παραδείσου, Χαίρε κρίνο του αγρού.

18 Νοεμβρίου 2009

Οι Βλάχοι

Ως Βλάχοι χαρακτηρίζονταν στην ρωμαϊκή εποχή, οι ανεξαρτήτου καταγωγής λατινόφωνοι κάτοικοι της βαλκανικής επικράτειας, που ζούσαν απομονωμένοι ως νομάδες καί μετακινιόντουσαν (όχι μαζικά), ή άλλοτε διώκονταν ή και ξεκληρίζονταν μέσα σ’ ένα αχανές ρωμαϊκό-βυζαντινό κράτος. Έτσι διατήρησαν ένα ιδίωμα της λατινικής (μη ομοιογενούς) γλώσσας, αφού η λατινική ήταν η πρώτη επίσημη γλώσσα στα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην ουσία τα «Βλάχικα» ήταν λατινογενής διάλεκτος που όμως εμπεριείχε πλήθος ελληνικών λέξεων, που αποδεικνύει την Ελληνική τους καταγωγή. Οι μετέπειτα επιδρομές Σλάβων, Γερμανών, Γότθων, Αράβων, Ούνων, Φράγκων, Αβάρων, Βουλγάρων κ.α. που δεν άφησαν ποτέ να ησυχάσει αυτός ο τόπος, και η εγκατάστασή τους στην περιοχή, πρόσθεσε και άλλες λέξεις στη γλώσσα των Βλάχων, διαμορφώνοντας συνάμα τις ιδιαιτερότητες στις γλώσσες των σημερινών κρατών, αλλά και τις τοπικές διαλέκτους, σε Ανατολή και Δύση.
Πριν την τουρκοκρατία φέρονται κυρίως ως κτηνοτρόφοι στις περιοχές της Πίνδου και του Γράμμου, ομιλώντας ακόμα αυτό το λατινικό ιδίωμα, αλλά όταν κατέρχονται προς την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο αφομοιώνουν την ελληνική γλώσσα. Μετά τον 14ο αιώνα, οι Οθωμανοί κυριεύουν την βαλκανική, οπότε οι λαοί διαχωρίζονται σε μιλλέτ με γνώμονα μόνο την θρησκεία. Οι Βλάχοι κατατάσσονται στο Ελληνικό μιλλέτ των Ορθοδόξων (Οικουμενικό Πατριαρχείο) μαζί και οι Αλβανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι καί Σέρβοι. Διαμορφώνεται έτσι το Γένος των Ρωμαίων, συμμετασχόντων και των Βλάχων, που η ενοποιητική ρωμαίικη ταυτότητα των λαών αυτών, προσδιορίζεται κυρίως από την Ορθόδοξη πίστη τους και την επίγνωση ότι έχουν μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά.
Έως τον 19ο αιώνα όλοι αυτοί οι Ορθόδοξοι λαοί, έχουν πνευματικό ηγέτη τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, επίσημη γλώσσα-παιδεία την ελληνική, και μακράν κυρίαρχο πολιτισμό τον Ελληνικό. Οι Βλάχοι για 1.000 χρόνια έχουν ως κοιτίδα την Πίνδο και θεωρούνται ζωτικότατο τμήμα του Ελληνισμού. Μετακινούνται συνεχώς και εγκαθίστανται σε περιοχές της βαλκανικής και πέραν αυτής όπου κυριαρχεί και εκεί η ελληνική γλώσσα-παιδεία-πολιτισμός και μορφώνονται με την ελληνική παιδεία, αφού ποτέ δεν ανέπτυξαν κάποιο ξεχωριστό γραπτό λόγο. Από το 1769, οι Βλάχοι ξεκινούν την διασπορά και κινούνται προς τον βορρά. Από την Πίνδο κατακλύζουν τη Μακεδονία, φθάνοντας έως στη Ροδόπη, τον Δυτικό Αίμο, την Βουλγαρία, το Κόσοβο και τη Σερβία. Φθάνουν πέραν του Δούναβη και του Σάβου και ζουν στις υπάρχουσες ελληνορθόδοξες παροικίες στα μέρη των Αψβούργων και των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, συντελώντας στην περαιτέρω εξάπλωση της Ελληνικής παιδείας.
Πριν την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την δημιουργία των κρατών-Εθνών, οι Βλάχοι δεν έκρυψαν ποτέ την ελληνική τους υποστήριξη οπόταν χρειάστηκε και είχαν εμφανώς ταχθεί σε πολλές περιπτώσεις υπέρ της Ελλάδας. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας πολλοί Βλάχοι εμφανίζονται ως άριστοι πολεμιστές - Κλέφτες και αρματολοί και έχουν μεγάλη συμμετοχή στην επανάσταση και στους αγώνες πριν και μετά το 1821. Μετά την πτώση του οθωμανισμού, συναντώνται διασκορπισμένοι σ’ όλη την βαλκανική χερσόνησο εν μέσω τεσσάρων κρατών (Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία, Αλβανία). Φυσικό επακόλουθο, οι εκτός Ελλάδας ευρισκόμενοι Βλάχοι, που ζώντας αποκομμένοι από τους εν Ελλάδι Βλάχους φέρουν σταδιακά διαφορετική συνείδηση λόγω των αναγκών επιβίωσης, καθώς και τις γλωσσολογικές διαφορές που αναπτύχθηκαν κυρίως από τον 5ο αι. μ.Χ., με αποτέλεσμα η παρουσιαζόμενη δήθεν συγγένεια στην γλώσσα μεταξύ Βλάχων και Ρουμάνων (έτος ίδρυσης 1859μ.Χ και πριν από αυτό τίποτα!), να έχει σημαντικότατες διαφορές που δεν καταδεικνύουν καμία κοινή καταγωγή. Παρά την ρουμάνικη προπαγάνδα που αναπτύχθηκε κυρίως από το 1860 – 1946, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνόβλαχων κράτησαν την ελληνικότητά τους και οι ολιγάριθμοι «ρουμανίζοντες» εξαλείφθηκαν από μόνοι τους. Αν και το ελληνικό «κράτος» φερόμενο βλακωδώς σε κάποια φάση της ιστορίας και πιεζόμενο ασφυκτικά από την ανακατωθείσα όπως πάντα «Δύση», αναγνώρισε «ρουμανική μειονότητα»(!) στην Ελλάδα, αλλά οι ίδιοι οι Βλάχοι απέρριψαν το να αρνηθούν την ελληνικότητά τους και να ταχθούν στα ρουμανικά συστήματα (παιδεία, εκκλησία κλπ), αποδεικνύοντας ακόμα και σήμερα ότι είναι αβάσιμη η έμμονη προπαγάνδα περί βλαχικής μειονότητας και πολεμώντας κάθε προσπάθεια των επιτηδείων που δρουν ανά τον κόσμο για να δημιουργούν προβλήματα.
Οι εν Ελλάδι Βλάχοι, διέπρεψαν σε πολλούς τομείς την κοινωνίας και του κράτους, και η Ελλάδα σήμερα καυχάται για τους πολλούς Βλάχους ευεργέτες που ωφέλησαν την χώρα. Το Ζάπειο, το Παναθηναϊκό στάδιο, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το Αρχαιολογικό μουσείο, το Εθνικό αστεροσκοπείο κ.α. έχουν ιδρυθεί από Βλάχους επώνυμους, και είναι μνημειώδης η φράση: «όλοι οι ευεργέτες πλην του Συγγρού ήταν Βλάχοι»! Σε πολλές περιπτώσεις πρωταγωνιστούν στην πολιτική, και στην οικονομία της Ελλάδας, αφού μετά την δημιουργία των βαλκανικών κρατών (1912) οι Βλάχοι από τη Θράκη έως την Ρούμελη, είναι Έλληνες πολίτες, αν και πριν από αυτή την ταυτοποίησή τους, ανήκαν συνειδητά στην Ρωμηοσύνη. Είναι γνωστό δε, το τι υπέστησαν τα βλαχοχώρια από τους γερμανούς κατά τη διάρκεια της κατοχής, αποδεικνύοντας ότι οι Βλάχοι είναι Έλληνες.
Γι’ αυτό θεωρείτε άκρως «βλακώδης» και εκ του πονηρού, η προσπάθεια της Ε.Ε. που παρασύρετε από λιγοστούς «ανόητους» οι οποίοι αγνοούν εσκεμμένα την ιστορία και στοχεύουν στην δημιουργία προβλημάτων στις χώρες, όπως την Ελλάδα, που έχει ρίζες, ιστορία και πίστη στον Θεό, καθώς και αξίες, λαμπρό πολιτισμό και αντιστέκεται στην εδραίωση της παγκοσμιοποίησης (εβραιοκρατία), που τα όργανά της κάνουν λόγο για ύπαρξη μειονότητας(;) των Βλάχων στην Ελλάδα. Την στιγμή που οι Βλάχοι, όπως και οι Αρβανίτες αποδεικνύουν καθημερινά ότι είναι ποιο Έλληνες και από τους Έλληνες. Γεγονός πάντως είναι ότι οποιαδήποτε «προγράμματα» έχει επινοήσει η Ε.Ε. για απεξάρτηση των Βλάχων έπεσαν στο κενό και απορρίφθηκαν από τους ίδιους τους Βλάχους, αφού με υπερηφάνεια αυτοχαρακτηρίζονται και καυχώνται ότι είναι Έλληνες.
Στρατής Ανδριώτης

16 Νοεμβρίου 2009

Για όσους περιγελούν τους Αγίους

Ο Άγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο Θαυματουργός, καθώς πορευόταν μια ημέρα προς την Επισκοπή του, τον συνάντησαν δύο Εβραίοι, που συμφώνησαν να ξεγελάσουν τον Άγιο, αφού γνώριζαν ότι είναι ελεήμων και ευσπλαχνικός. Ο ένας τότε έπεσε καταγής παριστάνοντας τον νεκρό και ο άλλος προσποιούταν ότι έκλαιγε για τον θάνατο του συγγενή του, ζητώντας από τον Άγιο Γρηγόριο να τον ευσπλαχνισθεί, διότι δεν είχε ιμάτιο για να τον ενταφιάσει. Ο Άγιος έβγαλε τον εξωτερικό του μανδύα και σκέπασε τον προσποιούμενο νεκρό. Όταν απομακρύνθηκε από τον τόπο αυτόν, άρχισε ο Εβραίος να γελάει και να φωνάζει τον άλλον να σηκωθεί για να μοιρασθούν το κέρδος από την απάτη τους. Όμως, ο ψευτονεκρός είχε αληθινά πεθάνει και δεν ξανασηκώθηκε! Αναγκάσθηκε έτσι ο συγγενής του να τον ενταφιάσει θρηνώντας πραγματικά!

Η επί του όρους Ομιλία

Από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (κεφ. 5, στιχ.1-12)
᾿Ιδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων·
μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.
μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.
μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴνδικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.
μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.
μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.
μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἔνεκεν ἐμοῦ. χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς·

12 Νοεμβρίου 2009

...Απόδειξις ότι είναι Θεός ο Χριστός

Απόσπασμα Λόγου του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Πώς αποδεικνύεται ότι ο Χριστός είναι Θεός; Στο βασικό αυτό ερώτημα ας μην προσπαθήσουμε ν’ απαντήσουμε με το επιχείρημα της δημιουργίας του ουρανού και της γης, γιατί ο άπιστος δεν θα το παραδεχθεί. Αν του πούμε ότι ανέστησε νεκρούς, θεράπευσε τυφλούς, έδιωξε δαιμόνια, ούτε τότε θα συμφωνήσει. Αν του πούμε ότι υποσχέθηκε ανάσταση νεκρών, βασιλεία ουρανών και ανέκφραστα αγαθά, τότε όχι μόνο δεν θα συμφωνήσει, αλλά και θα γελάσει.
Πώς λοιπόν θα τον οδηγήσουμε στην πίστη, και μάλιστα όταν δεν είναι πνευματικά καλλιεργημένος; Ασφαλώς με το να στηριχθούμε σε αλήθειες, που κι εμείς και αυτός παραδεχόμαστε χωρίς καμιά αντίρρηση και αμφιβολία.
Σε ποιο λοιπόν σημείο συμφωνούμε μαζί του απόλυτα; Στο ότι ο Χριστός φύτεψε την Εκκλησία. Απ’ αυτό θα φανερώσουμε τη δύναμη και θ’ αποδείξουμε τη θεότητα του Χριστού. Θα δούμε ότι είναι αδύνατο ν’ αποτελεί ανθρώπινο έργο η διάδοση του Χριστιανισμού σ’ όλη την οικουμένη μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και μάλιστα, όταν η χριστιανική ηθική προσκαλεί στην ανώτερη ζωή ανθρώπους με κακές συνήθειες, δούλους της αμαρτίας. Και όμως, ο Κύριος κατόρθωσε να ελευθερώσει απ’ όλα αυτά όχι μόνο εμάς, μα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι αυτό το κατόρθωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, χωρίς να ξοδέψει χρήματα, χωρίς να κινητοποιήσει στρατούς, χωρίς να προκαλέσει πολέμους. Το κατόρθωσε ξεκινώντας με δώδεκα μόνο μαθητές, που ήταν άσημοι, αμόρφωτοι, φτωχοί, γυμνοί, άοπλοι...
Με τέτοιους ανθρώπους κατόρθωσε να πείσει τα έθνη να σκέφτονται σωστά, όχι μόνο για την παρούσα ζωή, αλλά και για τη μέλλουσα. Μπόρεσε να καταργήσει προγονικούς νόμους, να ξεριζώσει αρχαίες συνήθειες και να φυτέψει νέες. Μπόρεσε ν’ αποσπάσει τον άνθρωπο από τον εύκολο τρόπο ζωής και να τον οδηγήσει στο δύσκολο. Και όλ’ αυτά τα κατόρθωσε, ενώ όλοι Τον πολεμούσαν, ενώ ο ίδιος είχε υπομείνει εξευτελιστική σταύρωση και ταπεινωτικό θάνατο…
»…Θλιβερή ήταν η κατάσταση του έργου Του πριν από τη σταύρωση: Ο Ιούδας Τον πρόδωσε, ο Πέτρος Τον αρνήθηκε, οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν για να σωθούν και πολλοί πιστοί Τον εγκατέλειψαν. Μόνος έμεινε ανάμεσα στους εχθρούς. Όμως, μετά τη σφαγή και το θάνατο, για να μάθεις ότι δεν ήταν απλός άνθρωπος ο Σταυρωμένος, έγιναν όλα λαμπρότερα, φαιδρότερα, ενδοξότερα.
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος απόστολος, αυτός που πριν από τη σταύρωση δεν άντεξε την απειλή μιας υπηρετριούλας, αλλά, μετά από τόσες ουράνιες διδασκαλίες και τη συμμετοχή του στα θεία μυστήρια, είπε ότι δεν γνωρίζει τον Κύριο, αυτός ο ίδιος, μετά τη σταύρωση, Τον κήρυξε στα πέρατα της οικουμένης. Αναρίθμητα πλήθη μαρτύρων θυσιάστηκαν, γιατί προτίμησαν να θανατωθούν παρά ν’ αρνηθούν το Χριστό, όπως τον είχε αρνηθεί ο κορυφαίος απόστολος, τρομοκρατημένος από την απειλή ενός κοριτσιού. Όλες τώρα οι χώρες, όλες οι πόλεις, τα ερημικά και τα κατοικημένα μέρη, τον Σταυρωμένο ομολογούν. Σ’ Αυτόν πιστεύουν οι βασιλιάδες κι οι στρατηγοί, οι άρχοντες και οι ύπατοι, οι δούλοι και οι ελεύθεροι, οι αγράμματοι και οι μορφωμένοι, οι βάρβαροι και τα διάφορα έθνη των ανθρώπων. Ακόμα κι ο μικρός και ασήμαντος εκείνος τάφος, που δέχθηκε το αιμόφυρτο μαρτυρικό σώμα του Κυρίου, είναι τιμιότερος από χίλια βασιλικά παλάτια και σεβαστός ακόμα και στους βασιλιάδες.
Το παράδοξο μάλιστα είναι, ότι αυτό που συνέβη στον Κύριο, συνέβη και στους μαθητές Του. Γιατί αυτούς που περιφρονούσαν και φυλάκιζαν, αυτούς που βασάνιζαν σκληρά με αναρίθμητα μαρτύρια, αυτούς ακριβώς τους ίδιους, μετά το θάνατό τους, τους τιμούσαν περισσότερο κι από τους βασιλιάδες.
Και πώς φαίνεται αυτό; Στη Ρώμη, οι αυτοκράτορες και οι ύπατοι και οι στρατηγοί τα πάντα εγκαταλείπουν, και τρέχουν να προσκυνήσουν τους τάφους του ψαρά Πέτρου και του σκηνοποιού Παύλου. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτοί που φορούν τα στέμματα, θέλουν να ενταφιαστούν όχι κοντά στους τάφους των αποστόλων, αλλά στα πρόθυρα των ναών τους. Κι έτσι γίνονται οι βασιλιάδες θυρωροί των ψαράδων! Μάλιστα δεν ντρέπονται γι' αυτό, αλλά και καυχώνται…
»…Σκέψου πως άλλαξε τη ζωή τόσων εθνών και οδήγησε στην πίστη τόσους λαούς, πως κατάργησε προγονικά έθιμα, πως απελευθέρωσε από μακροχρόνιες συνήθειες, πως σκόρπισε σαν σκόνη την κυριαρχία της ηδονής και τη δύναμη της αμαρτίας, πως εξαφάνισε σαν καπνό την ακάθαρτη τσίκνα των θυσιών, τις ειδωλολατρικές τελετές, τις βδελυκτές εορτές, τα ξόανα, τους βωμούς και τους ναούς, πως οικοδόμησε παντού άγια θυσιαστήρια, στην πατρίδα μας και στις χώρες των Περσών, των Σκυθών, των Μαύρων, των Ινδών. Τι λέω; Ακόμα και στα Βρετανικά νησιά, που βρίσκονται μακριά από τη Μεσόγειο, στον ωκεανό, απλώθηκε η Εκκλησία και χτίστηκαν θυσιαστήρια.
Το έργο της απελευθερώσεως τόσων λαών από μακροχρόνιες αισχρές συνήθειες, καθώς και η μεταβολή του τρόπου της ζωής από τον εύκολο στον πολύ δύσκολο, είναι πράγματι θαυμαστό, μάλλον υπερθαύμαστο. Αποδεικνύει θεία ενέργεια, ακόμα κι αν κανείς δεν το είχε εμποδίσει, ακόμα κι αν επικρατούσε ειρήνη και πολλοί το είχαν βοηθήσει. Γιατί η εξάπλωση της Εκκλησίας δεν ερχόταν σε σύγκρουση μόνο με την αρχαία συνήθεια, αλλά και με την ηδονή, τον ευχάριστο τρόπο ζωής. Είχε δηλαδή δυο ισχυρούς αντιπάλους, που τυραννούσαν τους ανθρώπους: τη συνήθεια και την ηδονή.
Όσα είχαν παραλάβει, πολλούς αιώνες πριν, από τους πατέρες, τους παππούδες και τους αρχαιότερους προγόνους, ακόμα κι όσα είχαν παραλάβει από φιλοσόφους και ρήτορες, όλ' αυτά συμφώνησαν να τα περιφρονήσουν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Έπρεπε ακόμα να δεχθούν έναν νέο τρόπο ζωής, και μάλιστα πολύ δυσκολότερο. Γιατί απομάκρυνε από την τρυφή και οδηγούσε στη νηστεία. Απομάκρυνε από τη φιλαργυρία και οδηγούσε στην ακτημοσύνη. Απομάκρυνε από την ασέλγεια και οδηγούσε στην αγνεία. Απομάκρυνε από το θυμό και οδηγούσε στην πραότητα. Απομάκρυνε από το φθόνο και οδηγούσε στη φιλία. Απομάκρυνε από την άνετη κι ευχάριστη ζωή και οδηγούσε στη δύσκολη, τη σκληρή, τη γεμάτη θλίψεις. Και μάλιστα οδηγούσε σ' αυτήν εκείνους, που είχαν συνηθίσει στη ζωή των ανέσεων. Γιατί δεν έγιναν, βέβαια, χριστιανοί, άνθρωποι που ζούσαν σ' άλλους κόσμους και δεν είχαν αμαρτωλές συνήθειες, αλλά έγιναν εκείνοι που είχαν σαπίσει μέσα σ' αυτές και είχαν γίνει πιο μαλακοί κι από τον πηλό. Αυτούς κάλεσε να βαδίσουν τον σκληρό και τραχύ δρόμο. Και τους έπεισε να τον βαδίσουν!...

10 Νοεμβρίου 2009

Η φωνή του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη

«Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί.
Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες.
Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας!
Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες!»
«Ντροπή Έλληνες!!!»
Αλλά Στρατηγέ ποιος την έχασε τη ντροπή για να τη βρούμε εμείς;
Αναδημοσίευση απο http://www.zoiforos.gr/

7 Νοεμβρίου 2009

Ταξιάρχης Μανταμάδου


Περί του 10ου μ.Χ. αιώνος, άπιστοι Σαρακηνοί κουρσάροι λυμαίνονταν και καταδυνάστευαν τα παράλια της Μεσογείου και των νησιών του Αιγαίου. Λήστευαν, κατέστρεφαν, σκλάβωναν και έσφαζαν ανθρώπους, ερημώνοντας πολιτείες και χωριά, χωρίς να φοβούνται μια ολόκληρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στο Μανταμάδο της Λέσβου, υπήρχε ένα μοναστήρι προς τιμήν των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, όπου μόναζε αδελφότητα 18 μοναχών, οι οποίοι πολλές φορές χρειάστηκε να οχυρωθούν στον παλαιό πύργο, που διασώζεται μέχρι σήμερα, και να αποκρούσουν τις επιδρομές των αδίστακτων πειρατών.
Μια άνοιξη, εν μέσω της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οι μοναχοί προετοιμαζόμενοι πνευματικά για τις Άγιες ημέρες των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου, εγέρθηκαν την νύκτα και μετέβησαν στο ναό, για να τελέσουν τις συνήθεις Ακολουθίες τους. Όμως, οι Σαρακηνοί πειρατές είχαν ήδη αποβιβασθεί σε μια παραλιακή περιοχή του Μανταμάδου και όταν βράδιασε κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι των Ταξιαρχών υπό τις εντολές του αρχιπειρατή Σιρχάν. Χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, προσέγγισαν τη Μονή και όταν άρχισαν οι μοναχοί τον Όρθρο, το πρωτοπαλίκαρο των πειρατών, έριξε το γάντζο και σκαρφάλωσε στα τείχη του μοναστηριού. Κατέβηκε στην αυλή και άνοιξε την πόρτα. Οι Σαρακηνοί όρμησαν μέσα στην Εκκλησία, σφάζοντας τους μοναχούς που δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Ένας δόκιμος καλόγερος, ο Γαβριήλ, που διακονούσε μέσα στο Ιερό, πρόλαβε και αναρριχήθηκε στη στέγη, από ένα μικρό παράθυρο. Οι πειρατές τον αντιλήφθηκαν και φοβούμενοι μην τους διαφύγει και καλέσει ενισχύσεις, προσπάθησαν να τον καταδιώξουν, κατορθώνοντας μερικοί να βγουν στη στέγη. Τότε όμως, συνέβη η θαυμαστή εμφάνιση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Σαν άνεμος, ακούστηκε μια βουή και η σκεπή του ναού έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα που πάνω στα κύματά της, φάνηκε ένας πελώριος Στρατιώτης που με το σπαθί του, κινήθηκε εναντίον των πειρατών, οι οποίοι αλλόφρονες τράπηκαν σε φυγή, για να βρεθούν όλοι τους νεκροί με μία σπαθιά, σε μια περιοχή λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι που από τότε ονομάσθηκε Σαρακήνα!
Ο Γαβριήλ, βλέποντας να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, αυτό το μέγιστο θαύμα, έχασε τις αισθήσεις του και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, κατέβηκε στο ναό αντικρίζοντας τρομαγμένος του πνευματικούς του αδελφούς σφαγμένους. Προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα του Αρχαγγέλου για τις ψυχές των Μαρτύρων μοναχών και ένοιωσε γαλήνη στην ψυχή του, αντικρίζοντας το πρόσωπο του Αρχαγγέλου. Τότε τον διαπέρασε η σκέψη να επιχειρούσε να απεικονίσει την γλυκιά μορφή του, όπως την είχε δει στη στέγη του ναού! Σταυροκοπήθηκε, φωτίστηκε και άρχισε να μαζεύει το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη. Βρήκε κοσκινισμένο χώμα και το ανακάτεψε με το αίμα, ώστε με αυτό τον πηλό να φτιάξει την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ! Ζήτησε την βοήθειά του, μιας και δεν είχε ξαναφτιάξει κάτι παρόμοιο και άρχισε να φτιάχνει το πρόσωπό του. Κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι ο πηλός που είχε απομείνει, δεν θα έφτανε για να τελειώσει ολόκληρο το σώμα. Τότε, βιαστικά και κακότεχνα ολοκλήρωσε την υπόλοιπη εικόνα του Αρχαγγέλου, η οποία τίθεται από τότε σε προσκύνηση. Πιστοί προστρέχουν από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, επικαλούμενοι την χάρη και τις πρεσβείες του Ταξιάρχη, μένοντας εκστατικοί για τα πολυάριθμα θαύματα που ενεργεί ο Θεός δια του Αρχαγγέλου με σκοπό την μετάνοια και σωτηρία των ανθρώπων.

Τα δάκρυα του Ταξιάρχη

του αειμνήστου Μητροπολίτου Μηθύμνης Ιακώβου Μαλλιαρού
Παρακολουθώντας με συγκίνηση και σεβασμό την περιγραφή στο ανά χείρας έντυπο κάποιων θαυμάτων του Ταξιάρχου Μιχαήλ, πραγματοποιηθέντων στο εν Μανταμάδω Παλλεσβιακό Προσκύνημά του, εκεί που τόσα πλήθη Λεσβίων και ξένων συρρέουν κάθε ημέρα, για να εναποθέσουν την ευλάβεια και τον σεβασμό τους προ της αναγλύφου θαυματουργού Εικόνος του, έκρινα σκόπιμο να ανακοινώσω με την σειρά μου ένα θαύμα, το οποίο «εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν». Πρόκειται περί του εξής:
Κάποια ημέρα της εδώ παραμονής μου, προσήλθε ο νεωκόρος του ιερού ναού, ευλαβής και πιστός χριστιανός και κατάπληκτος με ρωτά:
- Σεβασμιώτατε, έχετε δει τον Ταξιάρχη να κλαίει;
Εξεπλάγην από την ερώτηση του νεωκόρου και απήντησα όχι.
- Ελάτε, μου λέγει, στην εκκλησία να δείτε. Κλαίει ο Ταξιάρχης!
Σηκώθηκα και μετέβηκα στο ναό. Ήταν περίπου η ώρα 1μ.μεσημβρίας και μπροστά στην ιερά του εικόνα βρισκόταν 5-7 προσκυνητές. Πλησίασα με ευλάβεια, έκαμα το σημείο του σταυρού και τις καθιερωμένες μετάνοιες προ της θαυματουργού εικόνας και ασπάσθηκα τον Ταξιάρχη, παρατηρώντας ότι πράγματι και οι δύο οφθαλμοί του ήσαν γεμάτοι από δάκρυα. Συγκλονίσθηκα! Ψάλλαμε όλοι το απολυτίκιο των Αρχαγγέλων «Των ουρανίων στρατιών…» και ζήτησα τεμάχιο βάμβακος και με μεγάλη ευλάβεια και φόβο συνέλεξα τα δάκρυα από τους οφθαλμούς του αγίου. Τότε παρατήρησα ότι επί της δεξιάς του παρειάς υπήρχαν τα ίχνη δακρύων, τα οποία προφανώς έτρεξαν πριν αντιληφθεί ο νεωκόρος το θαύμα!
Επανέλαβα και για δευτέρα και τρίτη φορά το απολυτίκιο των Ταξιαρχών, διότι συγκλονίστηκα από το θέαμα… Οι στεγνοί οφθαλμοί του Ταξιάρχου γέμισαν, ναι γέμισαν και πάλι από δάκρυα! «Θαυμάζων το γεγονός» ανέμενα, διδάσκοντας εν τω μεταξύ τους ευσεβείς προσκυνητές, οι οποίοι συντετριμμένοι και δακρυσμένοι παρακολουθούσαν τα γενόμενα.
Επιστρέφοντας στην οικία μου σκεπτόμουν το θαυμαστό αυτό γεγονός. Και έθεσα, χριστιανοί μου, το ερώτημα στον εαυτό μου και προς όλους. Γιατί κλαίει ο Ταξιάρχης;
Για να στερεώσει την προς τον Παντοδύναμο πίστη μας; Για την εν γένει αμαρτωλή και αδιάφορη βιωτή μας; ή τέλος για να βραβεύσει την χριστιανική μας διαγωγή;
Νομίζω ότι κατά παραχώρηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγινε και αυτό το θαύμα του Ταξιάρχη του για να κληθούμε οι πάντες προς μετάνοια και επιστροφή προς Αυτόν. Να σταματήσουμε τα άνομα έργα μας. Να θερμάνουμε την προς Αυτόν πίστη μας. Να καλλιεργήσουμε την προς αλλήλους αγάπη. Να κλαύσουμε για τις πράξεις μας. Να πενθήσουμε για τις αμαρτίες μας. Να μετανοήσουμε. Να εξομολογηθούμε. Να αγαπήσουμε ολοψύχως τον Κύριο. Και να προσέλθουμε «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» και κοινωνήσουμε αξίως των «Θείων, Αχράντων, Αγίων Επουρανίων και Ζωοποιών του Χριστού Μυστηρίων» γενόμενοι και πάλι ευλογημένα τέκνα του μόνου Ευλογητού εις τους αιώνας Τρισαγίου Θεού.

6 Νοεμβρίου 2009

Θαύμα των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ



Ο Νεόφυτος, που είναι ο κτίτωρ της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, στην θέση μικρής Εκκλησίας που είχε κτίσει ο ανιψιός του Ευθύμιος, χρειάστηκε κάποτε χρήματα για να αγιογραφηθεί η Εκκλησία, παρακαλώντας στην προσευχή του τον Θεό, ο οποίος διενήργησε εξαίσιο θαύμα για τον σκοπό αυτό. Σ’ ένα νησί που ονομαζόταν Λόγγος, ευρισκόμενο απέναντι από το Άγιο Όρος υπήρχε ένας αρχαίος στύλος, που στην κορυφή του έγραφε ότι «όποιος κτυπήσει εις την κεφαλήν, θέλει εύρει χρυσίον πολύ», εννοώντας όμως, ότι στην σκιά της κορυφής του στύλου υπήρχε κρυμμένος ο θησαυρός. Γι’ αυτό όσοι επιχείρησαν ρίχνοντας πέτρες στον στύλο δεν εύρισκαν τίποτα.
Κάποια ημέρα ένας 20ετής νέος, που εργαζόταν στην Μονή Δοχειαρίου, πήγε στο νησί και παρατηρώντας που χτυπούσε η σκιά του στύλου, κατάλαβε ότι εκεί έπρεπα να ψάξει. Σκάβοντας λίγο τη γη, βρήκε μια μαρμάρινη πέτρα που από κάτω υπήρχε μεγάλο χάλκινο αγγείο γεμάτο με χρυσά νομίσματα. Αφού κάλυψε τον θησαυρό, μετέβη στο Μοναστήρι και ανέφερε στον Ηγούμενο την σπουδαία ανακάλυψή του, ζητώντας να στείλει μαζί του μοναχούς για να φέρουν το χρυσό στη Μονή. Πράγματι, ο Ηγούμενος του έδωσε τρεις μοναχούς που με το πλοιάριο της Μονής μετέβησαν στο νησί και αφού ανεσκάψανε τον θησαυρό, κατέπλευσαν το απόγευμα κατευθυνόμενοι προς το Μοναστήρι. Οι μοναχοί όμως, πονηρεύτηκαν και θέλησαν να κρατήσουν τον θησαυρό εκείνοι. Μηχανεύτηκαν λοιπόν και έδεσαν λίθο στο λαιμό του νέου και τον έριξαν στη θάλασσα. Ο νέος πέφτοντας στη θάλασσα επικαλέσθηκε την βοήθεια των Ταξιαρχών και παρευθύς φανερώθηκαν μπροστά του οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, που τον άρπαξαν από τον βυθό της θάλασσας και την ίδια στιγμή βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο στη μέση του ναού της Μονής Δοχειαρίου. Εκεί, από τον φόβο του αποκοιμήθηκε, ενώ οι κακοί μοναχοί αφού μοιράστηκαν τον θησαυρό και τον έκρυψαν έξω από το Μοναστήρι, διέμειναν στον αρσανά παριστάνοντας τους αδιάφορους.
Εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι, πριν αρχίσει η μεταμεσονύκτια Ακολουθία, πηγαίνοντας ο κανδηλανάφτης ν’ ανάψει τα κανδήλια, είδε τον νέο στο μέσον της Εκκλησίας και φοβηθείς πήγε στον Ηγούμενο αναφέροντάς του ότι στην Εκκλησία υπήρχε κάποιο φάντασμα. Ο Ηγούμενος αναγκάστηκε να πάει ο ίδιος στην Εκκλησία διαπιστώνοντας ότι όντως ήταν ο νέος που κοιμόταν στο μέσον με έναν λίθο δεμένο στον λαιμό του! Ξύπνησε τότε τον νέο, ο οποίος αγνοούσε που βρισκόταν και αφού συνήλθε, διηγήθηκε τα όσα είχε υποστεί από τους μοναχούς. Ο Ηγούμενος πρόσταξε να ψάλλουν την Ακολουθία και όταν ξημέρωσε είπε να καλέσουν τους τρεις μοναχούς και σαν να μην  γνώριζε τίποτα, τους ρώτησε αν είχαν βρει τον θησαυρό. Εκείνοι απήντησαν ότι ο νέος τους εξαπάτησε και τους είπε ψέματα, γι’ αυτό και τον έδιωξαν. Τότε ο Ηγούμενος είπε να πάνε στην Εκκλησία για να δοξάσουν τον Θεό. Εκεί βλέποντας το παιδί με τον λίθο κρεμασμένο στο λαιμό, οι κακοί μοναχοί που ψεύδονταν, έμειναν άφωνοι! Ο Ηγούμενος αφού τους ανάγκασε να φέρουν τον θησαυρό, τους έδιωξε από το Μοναστήρι, κάνοντας μοναχό τον νέο και αφού αγιογραφήθηκε ο ναός, τον αφιέρωσαν στους Αγίους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ, στους οποίους τιμάται μέχρι και σήμερα η Μονή Δοχειαρίου.

4 Νοεμβρίου 2009

Ποιοί θα σωθούν;

«…Ο Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε μέρα αυτή την προσευχή:
- Σε παρακαλώ Κύριε, μη με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσομε όλοι μαζί την Ουράνια μακαριότητα.
Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, πως ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση. Πλησίαζε η εορτή ενός Αγίου, που πανηγύριζε το γειτονικό τους Μοναστήρι. Οι Αδελφοί του Μοναστηριού εκείνου προσκαλέσανε τον Αββά του Κοινοβίου και ολόκληρη την συνοδεία του να πάρουν μέρος στην πανήγυρη. Εκείνος όμως αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του έκαναν εκεί. Την παραμονή ακριβώς, άκουσε μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε στο πανηγύρι, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του. Ο Ηγούμενος υπάκουσε στην θεία προσταγή.
Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν παρευθύς για το γειτονικό Κοινόβιο. Στο δρόμο τους συνάντησαν πεσμένο χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο να βογκά. Τον ρώτησαν, τι του συνέβαινε.
- Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν έπαψε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, μ’ έριξε κάτω κι’ έφυγε. Τι έγινε, κι’ εγώ δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με βοηθήσει να σηκωθώ.
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.
- Τι να σου κάνουμε γέροντα, του είπαν οι Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί και βιαστικοί.
Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο το φτωχό γέρο.
Σε λίγο να κι’ ο Ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και τον ρώτησε με καταφανή έκπληξη:
- Καλά, δεν πέρασαν από δω πριν από λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι. Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να σε είδαν.
- Με είδαν και με ρώτησαν, Αββά, είπε με λύπη ο Γέρος. Μου είπαν όμως πως ήσαν πεζοί και βιαστικοί και δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.
Ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθιά, ντροπιασμένος από την συμπεριφορά των μαθητών του.
- Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;
- Αδύνατο να κινηθώ, Πάτερ.
- Έλα λοιπόν να σε ανεβάσω στους ώμους μου, είπε αποφασιστικά ο γέρο Ηγούμενος, κι ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.
- Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως είσαι κι’ εσύ νέος; Πήγαινε, Αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να μ’ ελεήσει ο Θεός.
- Δε σ’ αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση, διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Θα σε πάω στην πόλη.
Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του ο γέρο Ηγούμενος. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να σέρνει τα πόδια του. Παράδοξο πράγμα! Σιγά-σιγά αλάφραινε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη το φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι να ιδεί τι συνέβαινε. Αντί του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν μπροστά του ένας πανέμορφος Άγγελος.
- Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε με τη γλυκιά φωνή του που έμοιαζε με υπερκόσμια μουσική, πως τότε μόνο θ’ αξιωθούν οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη Βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. Ο Θεός δίνει στον καθένα την αμοιβή των έργων του.
Ο Άγγελος με μιας χάθηκε στα ουράνια. Ο γέρο Ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο Μοναστήρι του για ν’ αρχίσει καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να μορφώσει χαρακτήρες».
Από το Γεροντικό

2 Νοεμβρίου 2009

Άγιοι Ακίνδυνοι

Πορευόμενοι την οδό του Μαρτυρίου οι Άγιοι Ακίνδυνοι δεν δείλιασαν μπροστά στις απειλές του τυράννου βασιλιά των Περσών. Άφοβοι κήρυτταν Χριστό τον αληθινό Θεό:
«…Ένα Θεό γνωρίζουμε και πιστεύουμε τρισυπόστατο, ο οποίος όλο τον κόσμο δημιούργησε. Αυτοί οι ψευδώνυμοί σας θεοί είναι ανύπαρκτοι και της ειδωλολατρίας δαιμονικά και άψυχα ξόανα, που προξενούν αιώνια κόλαση και πυρ ατελεύτητο σ’ όσους πιστεύουν σ’ αυτά»
Άγιος Ανεμπόδιστος
«Εμείς ένα Θεό γνωρίζουμε στους ουρανούς και Αυτόν μόνο λατρεύουμε, ο οποίος είναι μόνος αληθής και παντοδύναμος και χαρίζει στους Χριστιανούς Βασιλεία αιώνια, τους δε απίστους κατακρίνει σε πυρ ατελεύτητο»
Άγιος Ακίνδυνος
«Ότι παρά σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (ψαλμ. λε΄10)
Άγιος Πηγάσιος
«Σε ευχαριστώ Δέσποτα, διότι με έσωσες με την πολλή ευσπλαχνία σου. Γι’ αυτό η ψυχή μου θέλει να αινεί και να δοξάζει το όνομά σου αιώνια»
Άγιος Αφθόνιος
«Εμείς δεν προσκυνούμε ψευδείς θεούς, ούτε στο πρόσταγμά σου πειθόμαστε, και κάμε ότι κι αν θέλεις»
Άγιος Ελπιδηφόρος

1 Νοεμβρίου 2009

Οι Αρβανίτες

Οι Αρβανίτες αυτοχαρακτηρίζονται ως Έλληνες καί είναι απόγονοι Τοσκικών πληθυσμών (Ελλήνων που η γλώσσα τους λατινοποιήθηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους) της νότιας και κεντρικής σημερινής Αλβανίας, στην έκταση της οποίας εκτεινόταν η αρχαία Ιλλυρία, χώρα που πήρε το όνομά της από τον Έλληνα ήρωα Ιλλυριό, γιο του βασιλιά των Θηβών Κάδμου, και το όνομα του φέρουν σήμερα με υπερηφάνεια αρκετοί Αλβανοί, που ονομάζονται Ιλίρ, δείγμα ότι οι Αλβανοί προέρχονται από αρχαιοελληνικά φύλα, πολύ πριν αποχριστιανισθούν κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις ότι οι Αρβανίτες μιλούσαν μια πρωτοελληνική-πελασγική (αρκαδική) διάλεκτο, που περιείχε πλήθος ομηρικών λέξεων, ενώ οι παραδόσεις τους χάνονται στα βάθη της Ελληνικής Αρχαιότητας. Βασικά, οι Αρβανίτες θεωρούνται απόγονοι δωρικών ελληνικών φύλων, λόγω της ομοιότητας στην κουλτούρα μεταξύ των Αρβανιτών και των Δωριέων. Επιστημονικές έρευνες αναγνωρίζουν ότι οι Αρβανίτες ήταν ανέκαθεν Έλληνες. Αυτό που τεκμηριώνει τα συμπεράσματα αυτά είναι τα ανθρωπολογικά τους στοιχεία, που είναι όμοια με των Ελλαδιτών.
Οι Αρβανίτες ήταν νομαδικό φύλο βασιζόμενο κυρίως στην κτηνοτροφία. Αποτελούσε κλειστή κοινωνία που δεν δεχόταν επιμειξίες. Παρέμειναν πιστοί στην Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, έχοντας ως αρχική κοιτίδα την περιοχή Άρβανον της Βορείου Ηπείρου, στην κεντρική σημερινή Αλβανία. Από τον 13ο αιώνα, όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου προσελήφθησαν Αλβανοί μισθοφόροι στρατιώτες για να πολεμήσουν μαζί με τους Ηπειρώτες κατά των Σλάβων και των Βενετών. Για αυτή την βοήθεια των Αλβανών στους πολέμους δόθηκαν διάφοροι αυλικοί τίτλοι στους Αλβανούς αριστοκράτες, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η Βυζαντινή διοίκηση αφού πολλοί από αυτούς τοποθετήθηκαν σε καίρια πόστα και εξουσίαζαν ως άρχοντες πολλές περιοχές, επιβάλλοντας δικό τους καθεστώς με το οποίο έπαιρναν τις περιουσίες των πολιτών, πουλώντας τους ακόμα και για σκλάβους! Κάτω από αυτές τις άθλιες συνθήκες, οι Αρβανίτες αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν (13ο -15ο αιώνα) από τις πατρογονικές τους εστίες για να γλιτώσουν από τις βιαιότητες των Αλβανών αρχόντων. Επιπλέον, τα εδάφη αυτά κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς κάτι που δυσχέρανε αφόρητα ακόμα περισσότερο την ζωή των Αρβανιτών, που βρήκαν καταφύγιο στα μέρη που περιβάλλουν κυρίως τη Θεσσαλία, την Αττική, την Ακαρνανία και την Πελοπόννησο. Εγκαταστάθηκαν σ’ αυτές τις περιοχές της κεντρικής και νότιας Ελλάδας καί οι ντόπιοι Έλληνες τους ονόμασαν Αρβανίτες λόγω της προέλευσής τους από το Άρβανον. Οι Αρβανίτες, ζώντας ειρηνικά μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, διατήρησαν για αρκετά χρόνια το γλωσσικό τους ιδίωμα, έχοντας Ελληνική εθνική συνείδηση.
Με τους γηγενείς Έλληνες, τους συνέδεε ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός της Ρωμηοσύνης, που χαρακτηριζόταν βασικά από τις κοινές ρίζες Ελλήνων και Χριστιανών. Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν με ηρωϊσμό στο Βυζαντινό στρατό διακηρύσσοντας την ελληνικότητά τους, κατέχοντας σημαντικές θέσεις σε πολλές ελληνικές Ορθόδοξες εκκλησίες καί μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες ανέπτυξαν σημαντική αντίσταση στους Οθωμανούς. Οι Τούρκοι όταν κατέλαβαν την Ελλάδα, θέλησαν να εξολοθρεύσουν τους Αρβανίτες, γιατί ήταν πιο Έλληνες κι από τους παλιούς Έλληνες. Ο Αρβανίτικος λαός, που ποτέ δεν αποτέλεσε ξέχωρο "έθνος", ενίσχυσε τον πληθυσμό του ελλαδικού χώρου, ταυτίστηκε με τους ελληνόφωνες συμπατριώτες του σε χαλεπούς καιρούς, διαδραματίζοντας σημαντικότατο ρόλο στην Επανάσταση του 1821 και στην προσπάθεια απελευθέρωσης της πατρίδας Ελλάδας. Διάσημοι Αρβανίτες στην καταγωγή, είναι ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης, ο αρχηγός των Σουλιωτών Μάρκος Μπότσαρης, η μοναδική γυναίκα-μέλος της Φιλικής Εταιρείας Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ο Νικόλαος Κριεζιώτης που ηγήθηκε της επαναστάσεως στην Εύβοια. Οι αξιωθέντες να γίνουν Πρόεδροι της Ελληνικής Δημοκρατίας, Παύλος Κουντουριώτης και Θεόδωρος Πάγκαλος, οι Πρωθυπουργοί Κίτσος Τζαβέλας, Γ. Κουντουριώτης, Αντ. Κριεζής, Δημ. Βούλγαρης, Αθ. Μιαούλης κ.α. Επίσης, πολλοί Αρβανίτες πρωταγωνίστησαν και στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-08).
Στις ημέρες μας, ο Αλβανικός εθνικισμός, «επιδοτούμενος» και παρακινούμενος από ξένα «αμερικανοεβραίϊκα» κέντρα αποφάσεων, επιχειρεί να περιγράψει τους Αρβανίτες ως αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα(;), κάτι που απορρίπτουν οι ίδιοι οι Αρβανίτες, αντιδρώντας δημοσίως και οργισμένα στις ανιστόρητες αυτές μεθοδεύσεις, διότι οι Αρβανίτες ήταν ανέκαθεν Έλληνες, πολλές χιλιετίες πριν δημιουργεί το κρατίδιο της Αλβανίας (1913μ.Χ), αποτελούμενο από κλεμμένα Ελληνικά εδάφη, πόλεις και χωριά, επειδή έτσι ηθέλησαν οι εκ της Δύσεως ταγοί(;), δημιουργώντας κράτη από το πουθενά.
Στρατής Ανδριώτης