Περί του 10ου μ.Χ. αιώνος, άπιστοι Σαρακηνοί κουρσάροι λυμαίνονταν και καταδυνάστευαν τα παράλια της Μεσογείου και των νησιών του Αιγαίου. Λήστευαν, κατέστρεφαν, σκλάβωναν και έσφαζαν ανθρώπους, ερημώνοντας πολιτείες και χωριά, χωρίς να φοβούνται μια ολόκληρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στο Μανταμάδο της Λέσβου, υπήρχε ένα μοναστήρι προς τιμήν των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, όπου μόναζε αδελφότητα 18 μοναχών, οι οποίοι πολλές φορές χρειάστηκε να οχυρωθούν στον παλαιό πύργο, που διασώζεται μέχρι σήμερα, και να αποκρούσουν τις επιδρομές των αδίστακτων πειρατών.
Μια άνοιξη, εν μέσω της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οι μοναχοί προετοιμαζόμενοι πνευματικά για τις Άγιες ημέρες των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου, εγέρθηκαν την νύκτα και μετέβησαν στο ναό, για να τελέσουν τις συνήθεις Ακολουθίες τους. Όμως, οι Σαρακηνοί πειρατές είχαν ήδη αποβιβασθεί σε μια παραλιακή περιοχή του Μανταμάδου και όταν βράδιασε κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι των Ταξιαρχών υπό τις εντολές του αρχιπειρατή Σιρχάν. Χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, προσέγγισαν τη Μονή και όταν άρχισαν οι μοναχοί τον Όρθρο, το πρωτοπαλίκαρο των πειρατών, έριξε το γάντζο και σκαρφάλωσε στα τείχη του μοναστηριού. Κατέβηκε στην αυλή και άνοιξε την πόρτα. Οι Σαρακηνοί όρμησαν μέσα στην Εκκλησία, σφάζοντας τους μοναχούς που δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.
Ένας δόκιμος καλόγερος, ο Γαβριήλ, που διακονούσε μέσα στο Ιερό, πρόλαβε και αναρριχήθηκε στη στέγη, από ένα μικρό παράθυρο. Οι πειρατές τον αντιλήφθηκαν και φοβούμενοι μην τους διαφύγει και καλέσει ενισχύσεις, προσπάθησαν να τον καταδιώξουν, κατορθώνοντας μερικοί να βγουν στη στέγη. Τότε όμως, συνέβη η θαυμαστή εμφάνιση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Σαν άνεμος, ακούστηκε μια βουή και η σκεπή του ναού έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα που πάνω στα κύματά της, φάνηκε ένας πελώριος Στρατιώτης που με το σπαθί του, κινήθηκε εναντίον των πειρατών, οι οποίοι αλλόφρονες τράπηκαν σε φυγή, για να βρεθούν όλοι τους νεκροί με μία σπαθιά, σε μια περιοχή λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι που από τότε ονομάσθηκε Σαρακήνα!
Ο Γαβριήλ, βλέποντας να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του, αυτό το μέγιστο θαύμα, έχασε τις αισθήσεις του και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε και συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, κατέβηκε στο ναό αντικρίζοντας τρομαγμένος του πνευματικούς του αδελφούς σφαγμένους. Προσευχήθηκε μπροστά στην εικόνα του Αρχαγγέλου για τις ψυχές των Μαρτύρων μοναχών και ένοιωσε γαλήνη στην ψυχή του, αντικρίζοντας το πρόσωπο του Αρχαγγέλου. Τότε τον διαπέρασε η σκέψη να επιχειρούσε να απεικονίσει την γλυκιά μορφή του, όπως την είχε δει στη στέγη του ναού! Σταυροκοπήθηκε, φωτίστηκε και άρχισε να μαζεύει το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη. Βρήκε κοσκινισμένο χώμα και το ανακάτεψε με το αίμα, ώστε με αυτό τον πηλό να φτιάξει την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ! Ζήτησε την βοήθειά του, μιας και δεν είχε ξαναφτιάξει κάτι παρόμοιο και άρχισε να φτιάχνει το πρόσωπό του. Κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι ο πηλός που είχε απομείνει, δεν θα έφτανε για να τελειώσει ολόκληρο το σώμα. Τότε, βιαστικά και κακότεχνα ολοκλήρωσε την υπόλοιπη εικόνα του Αρχαγγέλου, η οποία τίθεται από τότε σε προσκύνηση. Πιστοί προστρέχουν από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, επικαλούμενοι την χάρη και τις πρεσβείες του Ταξιάρχη, μένοντας εκστατικοί για τα πολυάριθμα θαύματα που ενεργεί ο Θεός δια του Αρχαγγέλου με σκοπό την μετάνοια και σωτηρία των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου