29 Φεβρουαρίου 2024

ΠΩΣ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (ΡΩΜΑΝΙΑ) ΔΙΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ

Ἡ διάσωση τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας καί γραμματείας, ἡ διατήρηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθολικά, ὁφείλεται στήν Ρωμανία (Βυζαντινή Αὐτοκρατορία) πού κατά τόν καθηγητή Ι. Καραγιαννόπουλο ἀποτελεῖ «κρα­τική ἔκφραση τῆς τρίτης φάσης τῆς ἑλληνικῆς δημιουργίας, τοῦ “βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ”, πού συνέχισε τόν κλα­σικό καί τόν μακεδονικό». [«Το Βυζαντινό Κράτος» σελ. 58].

Ὅπως γρά­φει ὁ Κλάους Ὄλερ: «Στό Βυζάντιο -καί ὄχι στήν Λατινική Δύση- βρῆ­κε ἡ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας τήν φυ­σική της συ­νέ­χεια. Ἐκεῖ -καί ὄχι στήν Δύση- συνέχιζαν νά διαβάζονται, νά μελετῶνται, νά σχολιάζονται καί νά ἀντιγράφονται τά μεγάλα ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων» [«Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί Προ­βληματισμοί», Ἐκ-δό­σεις Παρουσία, 2000].
Τό 357 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη, Βασιλική Βιβλιοθήκη μέ 30.000 τόμους καί ἀντιγραφικό ἐργα­στή­ριο, μέ ἐξειδικευμένους καλλιγράφους οἱ ὁποῖοι μετέγραψαν σέ περγα­μη­νές ὅλα τά ἀρχαῖα ἑλληνικά κείμενα πού ἦσαν γραμ­μέ­να σέ εἰ­λη­τάρια ἀπό πάπυρο. Κατά τόν Paul Lemerle, ἔτσι «πε­ρι­συλ­λέχτη­καν ἡ λογοτεχνία καί ἡ σκέψη τῆς ἀρχαίας Ἑλλά­δας, ἐνῶ πήγαι­ναν νά ἐξαφανιστοῦν». [«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 58].
Τό 425 ἱδρύεται στήν Κωνσταντινούπολη τό περίφημο «Πανδιδα­κτή­ρι­ον» πού ὑπῆρξε τό πρῶτο δημόσιο Πανεπι­στή­­­­­­­­μιο τῆς Εὐρώπης καί τοῦ κόσμου μέ 10 ἕδρες Ἑλληνικῆς Γραμματικῆς καί ἄλλες 10 Λατινικῆς, 5 ἕδρες Ἑλληνικῆς Ρητορικῆς καί μόνο 3 Λατινικῆς, μία ἕδρα Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί δύο ἕδρες Νο­μικῆς. Δηλαδή τά ἑλληνικά ὑπερτερ­οῦ­σαν τῶν λατινι­κῶν. Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἰδιωτικές σχολές (ὅπως π.χ. Ἀ­κα­­­δημία Πλάτωνος, Λύκειον Ἀριστοτέλους, σχολές Ἀλεξαν­δρεί­ας), οἱ φοιτητές δέν πλήρωναν, ἐνῶ εἶχαν καί φοι­­­τητικό σύλ­­­­λο­γο πού ἐξέλεγε τούς καθηγητές τους, οἱ ὁποῖοι διο­­ρίζοντο κα­τό­πιν ἐγκρίσεως τῆς Συγκλήτου! Ἐπίσης σέ ἀντίθεση μέ τά Πα­νε­πι­στήμια πού ἱδρύθηκαν πολύ ἀργότερα στήν Δύση, εἶχε ἀπό­κλει­­στι­κά κοσμικό χαρακτήρα καί δέν διδα­σκό­ταν Θεολογία. Κατά τόν F. Fuchs, ὑπῆρχε ἤδη Πανεπιστήμιο στήν Κωνσταντινού­πο­λη ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο καί ἁπλῶς τό 425 ἀναδιοργανώθηκε («Die Schulen von Konstantinopel im Mittelalter», Berlin 1926). Παρ’ ὅλα αὐτά οἱ σημερινοί Εὐρωπαῖοι προβάλουν ὡς πρῶτο Πανεπιστήμιο ἐκεῖνο τῆς Μπολόνια στήν Ἰταλία, παρότι ἱδρύθηκε τό 1088 ἤ τό 1158, δηλαδή σχεδόν 7 αἰῶνες μετά ἀπό ἐκεῖνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως…
Τό 439 θέσπίζεται στήν Κωνσταντινούπολη τό «ἑλληνιστί διατίθεσθαι» καί τό 534 καθιερώνεται οἱ “Νεαρές” (νο­μι­κές διατάξεις πού ρύθμιζαν ζητήματα δημοσίου καί ἰδιωτικοῦ δι­­­καίου), να ἐκδίδονται στήν ἑλληνική γλῶσσα, ὥστε «ταύτη δή τή κοινή καί Ἑλλάδι ὥστε ἄπα­σιν αὐτόν εἶναι γνώριμον διά τό πρό­χει­ρον τῆς ἑρμηνείας». [Novellae 7 (15) a ed. K. E. Zacharia von Lingenthal, 1, 80].
Τό 627 (ἤ 629), ἐπί Ἡρακλείου, ἡ ἑλληνική γίνεται ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κρά­τους, οἱ λατινικοί τίτλοι ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασι­λεύς» καί κατά τήν Αἰκ. Χρι­στο­φι­λοπούλου «συνειδητοποιεῖται ἡ ἑλλη­νι­κό­της τοῦ κράτους».[«Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 250],
Τήν ἴδια περίοδο ὁ Ἀθηναῖος πανεπιστήμων Στέφανος Ἀλεξαν­δρεύς ἀνα­διο­ρ­γα­­νώνει τό “Πα­ν­δι­δακτήριον” σέ καθαρά ἑλληνικά πρότυπα τήν ἀνω­τάτη παι­δεί­α, ὅπου δίδαξε Πλά­τωνα, Ἀρι­στο­­τέ­λη καί τά μα­θή­­μα­τα τῆς “τε­τ­ρά­κτυος”: Γεωμε­τρία, Ἀρι­θμη­­τι­κή, Ἀσ­τρο­νομία καί Μου­­σική.
Κατά τόν Karl Krum­bacher «Ἡ πρός τήν ἀρχαιότητα σχέσις κατά τήν λογο­τεχνι­κήν καί πολιτικήν ἔποψιν διετηρήθη πάντοτε εἰς τούς Ἕλλη­νας τοῦ μέσου αἰῶ­νος, πλήν ἴσως κατά τό σκότος τῆς 7ης καί 8ης ἑκατονταετηρίδος (εἰ­κο­νομαχία)».[«Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 48].
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα παρατηρείται αὐ­­τό πού ὁ Paul Le­me­r­le ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυ­ζαντι­νό οὐμα­νι­σ­μό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.).
Τό 862, ἀναδιοργανώνεται τό Πανεπιστήμιο («Πανδιδα­κτή­ριον τῆς Μαγ­ναύ­ρας») ὑπό τήν διεύθυ­νση τοῦ Ἕλληνος πα­νεπιστήμονος Λέοντος τοῦ Μαθη­μα­­­­τι­κοῦ, ἐνῶ ἡ ἑλληνική γραφή μετατρέπεται σέ καλλιγραφι­κή μικρο­γράμ­ματη, μέ χωρισμό τῶν λέξεων, τονισμό καί στίξη πού κατά τόν P. Lemerle «θά δώσει τό ὄργανο σέ μία νέα παι­δεί­α, σέ ἕναν νέο οὐμανισμό».[«Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 109). Τό ἀρχαιότερο εἰ­­κονογρα­φη­μέ­νο χει­ρόγραφο εἶναι ἐκεῖνο τοῦ Νικολάου Κρητός τό 835, προ­ερχό­με­νο ἀπό τήν Μονή Στουδίου. Ἐπίσης, τό 1043 ἤ τό 1052 ἔχου­με τό πρῶτο βυζαντινό χειρόγραφο σέ χαρτί.
Ὁ 10ος αἰ­­ώ­­νας θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτι­σ­μό» [«Kul­tur­­geschichte von Byzanz» σελ. 422], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνα­κτή­­σεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρί­ζες του στό γό­νιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας». [«Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295]. Κορυφαία παραδείγματα: «Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.,
Ὁ Georg Ostrogorsky ἐπεξηγεῖ «Ὁ ἑλ­ληνικός πο­λι­τισμός παρέμεινε πάντοτε τό θεμέλιο τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς. Ἡ ἑλληνική ἐπιστήμη καί φιλοσοφία, ἡ ἑλληνική ἱστοριογραφία καί ποίηση, ἀποτελοῦν τό μορφωτικό ἀγαθό καί τῶν πιό εὐσεβῶν Βυ­­ζαντινῶν.». [«Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος Πρῶτος, σελ. 90].
Αὐτό θά ἀπό­γειω­θῆ κατά τόν 11ο αἰ­ώ­να ὁπό­τε ἔχουμε -κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμό­τη­τος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρω­­πι­σμοῦ».[«Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 511]. Κορυφαία παραδείγματα: Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.
Η πνευματική ἐλίτ ἀπό τοῦ 12ου αἰῶνος θά προετοιμάσει μέ τήν σειρά της τήν Παλαιολόγεια Ἀναγέννηση πού θά διαποκῆ τραγικά τό 1453 ἀλλά τά ἀποτελέσματά της θά συμβάλλουν καταλυτικά στήν Εὐρωπαϊκή “Ἀναγέννηση”…
Νά ἐπισημάνουμε ὅτι οἱ με­ταφράσεις ἀπό ἑλληνικά (βυ­­ζαντινά) χειρόγραφα στά λατινικά πού βρίσκονται στίς βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης εἶναι πάνω ἀπό 7.800, (ενώ π.χ. ἀπό ἀραβικά χειρόγραφα, εἶναι μόλις 1.945)! [Λίνος Γ. Μπενάκης «Ὁ Ἀριστοτέλης στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη. Μία ἐπίκαι­ρη συζήτηση», σελ. 4]
Ἔτσι, κατά τόν Ste­ven Run­ciman, «Οἱ γνώσεις μας γιά τόν πολιτισμό τῆς ἀρχαίας Ἑλλά­δας, θά ἦταν πολύ λιγότερες χωρίς τούς λογίους, τούς βιβλιοσυλ­λέ­κτες καί τούς ἀντιγραφεῖς τοῦ Βυζαντίου».[Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Β’ «Διοίκηση, Ἐκκλησία, Πολιτισμός», σελ. 872].
Ὅπως πα­ρα­δέ­χε­ται ὁ Cyril Mango «Ἐάν κάποιοι ἄσημοι ἄνδρες δέν εἶχαν ἐργασθεῖ ἀνώ­νυμα κατά τόν 9ο καί 10ο αἰώνα, ἐμεῖς δέν θά εἴχαμε σήμερα οὔ­τε τόν Πλάτωνα, οὔτε τόν Ἀριστοτέλη (παρά σέ μετάφραση), οὔτε τόν Ἡρόδοτο ἤ τόν Θουκυδίδη, οὔτε τόν Αἰσχύλο ἤ τόν Σοφοκλῆ, γιά νά μήν ἀναφέρουμε πλῆ­θος ἄλλων…». [Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντίου» σελ. 298].
Τό ἴδιο ἐπισημαίνει καί ὁ Peter Brown γράφοντας: «Τά πιό ἐξαί­σια σωζόμενα χειρόγραφα τῶν κλασικῶν ἔργων προέρχονται, κα­τά κανόνα, ἀπό τή μεσαιωνι­κή Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, ἄν δέν ὑπῆρχαν οἱ Βυζαντινοί αὐλικοί καί ἐπίσκοποι τοῦ 9ου καί τοῦ 10ου αἰώνα δέν θά γνωρίζαμε τίποτε –ἐκτός ἀπό ὁρισμένα παπυρικά ἀποσπά­σματα– γιά τό ἔργο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Σοφοκλῆ καί τοῦ Θουκυδίδη».[«Ὁ κόσμος τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας 150-750 μ.Χ.», ἐκδόσεις Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα 1998, σελ. 187].
Καί ὁ Κλάους Ὄλερ γράφει: «τό σύνολο σχεδόν τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γραμ­ματείας πού ἔχουμε σήμερα στήν διάθεσή μας διασώθηκε χά­ρη στούς ἀντιγραφεῖς χειρο­γράφων τῶν βυζαντινῶν σχο­λῶν καί μοναστηριῶν…».[«Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Ἔρευνα καί Προβληματισμοί», Ἐκ­δό­σεις Παρουσία, 2000]
(Από Μάνος Χατζηδάκης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου