Το όνομα Κοσμάς έλαβε ένας ενάρετος Χριστιανός που εκάρη μοναχός περί το έτος 932 και αξιώθηκε μετέπειτα να γίνει ηγούμενος μοναστηριού ευρισκομένου πλησίον του Σαγγάριου ποταμού της Μικράς Ασιάς. Κάποτε ο μοναχός Κοσμάς ασθένησε βαριά για πέντε μήνες, ώσπου μια μέρα συνήλθε λίγο, ανασηκώθηκε και ανακάθισε στο κρεβάτι του. Μόλις όμως κάθισε, έπεσε σε έκσταση από την τρίτη μέχρι την ενάτη ώρα. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και στυλωμένα στην οροφή του κελιού του, ενώ το στόμα του σιγοψιθύριζε λόγια άναρθρα και εντελώς ακατανόητα...
Κάποια στιγμή ξαναήρθε στον εαυτό του και ζητούσε από του παρευρισκόμενους αδελφούς δυό κομμάτια ξερό ψωμί. Μερικοί από τους παρόντες κατάλαβαν πως είδε οπτασία. Τον ικέτευαν λοιπόν να τους φανερώσει το μεγάλο αυτό μυστήριο.
Το πρωΐ μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί κοντά του και αναφερόμενος στην οπτασία, τους διηγήθηκε πως του φάνηκε ότι είδε ένα πλήθος παράξενα ανθρωπάκια με μαύρα πρόσωπα και αγωνίζονταν να τον πάρουν από κοντά τους. Κατόρθωσαν να τον συλλάβουν, να τον δέσουν και να τον σέρνουν με βιαιότητα σ’ έναν αχανή γκρεμό, που το βάθος του έφθανε μέχρι τα τάρταρα. Στη μια πλευρά του γκρεμού υπήρχε ένα πολύ στενό μονοπάτι που πρόσεχε να μην γλιστρήσει και γκρεμιστεί στο αχανές βάραθρο. Βάδιζε με μεγάλο τρόμο, ώσπου βρήκαν μια πύλη μισάνοιχτη. Μπροστά της καθόταν ένας πελώριος γίγαντας, μαύρος και φοβερός στην όψη, ο οποίος άρπαζε κι έριχνε μέσα σ’ εκείνο το χάος τους καταδικασμένους αμαρτωλούς, που έβγαζαν σπαρακτικές κραυγές. Δοκίμασε να πιάσει και εκείνον, όμως παρουσιάστηκαν δύο σεβάσμιοι γέροντες που ήταν οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας ο Πρωτόκλητος και Ιωάννης ο Θεολόγος. Μόλις τους είδε ο απαίσιος γίγαντας, έκανε πίσω και κρύφτηκε βιαστικά. Τον πήραν τότε καλοσυνάτα εκείνοι οι δύο γέροντες και τον έβγαλαν σ’ ένα πεδινό τόπο με πανέμορφα χωριά. Προχώρησαν ώσπου βγήκαν σε μια καταπράσινη κοιλάδα που την ομορφιά και τη χάρη της είναι εντελώς αδύνατο να παραστήσει κανείς με λόγια. Καταμεσής καθόταν ένας γέροντας, χαριτωμένος και σεβάσμιος, έχοντας γύρω του πλήθος παιδιών. Του εξήγησαν οι δύο άγιοι ότι ήταν ο Αβραάμ και ο κόλπος του με τα παιδιά. Κι ευθύς εκείνος τον προσκύνησε ευλαβικά.
Συνεχίζοντας την πορεία τους βρέθηκαν σ’ έναν απέραντο ελαιώνα. Κάτω από κάθε ελιά ήταν μια σκηνή που ανήκε σ’ έναν άνθρωπο, αναγνωρίζοντας πολλούς από εκείνους και που ήδη είχαν πεθάνει. Για τον τόπο αυτό του εξήγησαν οι απόστολοι ότι ήταν ο τόπος που αναφέρουν οι Πατέρες και η Γραφή, όπου κατανέμονται όλοι οι άνθρωποι ανάλογα με την αξία τους και τις αρετές τους. Μετά τον ελαιώνα συνάντησαν μια πόλη λουσμένη σε φως, με άρρητη ευωδία, εξαίσιες κατοικίες και θαυμαστά ανάκτορα που η ομορφιά τους ήταν απερίγραπτη. Εκεί σε μια μεγάλη τράπεζα γεμάτη από συμποσιαστές, υπήρχαν δύο φωτόμορφοι άγγελοι που πρόσταξαν να καθίσει κι εκείνος στην τράπεζα, όπου τον οδήγησαν οι δύο γέροντες που τον συνόδευαν. Ανάμεσα στους ομοτράπεζους ανεγνώρισε πολλούς γνωστούς του. Μετά από πολλές ώρες οι άγγελοι εμφανίστηκαν πάλι και έδωσαν εντολή στους γέροντες ότι έπρεπε να τον γυρίσουν πίσω στην πρότερη ζωή, γιατί θλίβονται πολύ για το θάνατό του τα πνευματικά του παιδιά. Αναγγέλλοντας ότι ο Κύριος, συγκινημένος από την οδύνη τους, αποφάσισε να παρατείνει τη μοναχική του ζωή, και αντ’ αυτού θα πέθαινε ο μοναχός Αθανάσιος από το μοναστήρι του Τραϊανού.
Συνοδευόμενος από τους γέροντες, βγήκαν από την πόλη και προχωρώντας συνάντησαν εφτά λίμνες με ισάριθμες κολάσεις και τιμωρίες. Άλλη ήταν κατασκότεινη, άλλη γεμάτη σκουλήκια και άλλη με άλλα βασανιστήρια. Σ’ όλες στριμώχνονταν πλήθος αναρίθμητων ανθρώπων, που θρηνούσαν ζητώντας έλεος, και κραύγαζαν γοερά. Μετά τις λίμνες συνάντησαν τον τόπο που ήταν ο Αβραάμ και αφού τον ασπάσθηκε, εκείνος του προσέφερε ένα χρυσό ποτήρι γεμάτο κρασί γλυκό, και τρία κομμάτια ξερό ψωμί, απ’ τα οποία το μεν ένα το έβρεξε μέσα στο κρασί και του φάνηκε σαν να το έφαγε, τα δε άλλα τα έκρυψε μέσα στον κόρφο του και ήταν αυτά που ζητούσε από τους υποτακτικούς του όταν συνήλθε από την οπτασία. Περπατώντας φθάσανε σε έναν άλλο τόπο συναντώντας τον πανάσχημο γίγαντα, που μόλις τον αντίκρισε άρχισε να τρίζει τα δόντια του απειλώντας τον επειδή γλίτωσε τις κολάσεις, ότι θα του στήσει παγίδες και σκάνδαλα, καθώς και στο μοναστήρι του. Από εκεί και πέρα ο μοναχός Κοσμάς επανήλθε στην επίγεια ζωή. Οι πατέρες της Μονής έστειλαν έναν αδελφό στο μοναστήρι του Τραϊανού, όπου διαπιστώθηκε ότι ο μοναχός Αθανάσιος είχε πεθάνει την ίδια ώρα που ο μοναχός Κοσμάς είχε συνέλθει απ’ την οπτασία.
Ο ηγούμενος πλέον Κοσμάς έζησε άλλα 30 έτη καθοδηγώντας και τα δύο μοναστήρια που συγχωνεύθηκαν καί οι μοναχοί τους είχαν θεάρεστη πολιτεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου