του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου, κ.κ. Ιεροθέου
Η επιστήμη της Εθνολογίας μελετά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολιτισμικά γνωρίσματα πού παρατηρούνται σ' ένα συγκεκριμένο χώρο. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί έχει παρατηρηθεί ότι παίζει σπουδαίο ρόλο ακόμη καί στην υγεία του λαού. Από έρευνες πού έχουν γίνει διαπιστώθηκε ότι λαοί πού έχουν έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, πού κέντρο έχει τον Θεό, διακρίνονται για μικρότερο ποσοστό διαφόρων αγχοτικών ασθενειών, όπως είναι καρδιοπάθειες κλπ. Οπότε είναι ανάγκη να δούμε τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της Παραδόσεώς μας...
Πρέπει να έχουμε υπ' όψη μας ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι ο ελληνισμός με οικουμενική διάσταση. Γιατί οι Ρωμαίοι πριν ακόμη καταλάβουν την Ελλάδα, το 146 π.Χ., ήδη είχαν εκπολιτισθεί από τον ελληνικό πολιτισμό. Πολλοί δε από αυτούς ήταν Έλληνες. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι διάφοροι αρχαίοι φιλόσοφοι, πήγαιναν στην Κάτω Ιταλία καί την Σικελία καί παρέδιδαν μαθήματα, ώστε η Κάτω Ιταλία να ονομασθεί Μεγάλη Ελλάδα. Είναι ακόμη γνωστό ότι η περίφημη Ελεατική Σχολή, της οποίας σοβαρός ηγέτης ήταν ο Παρμενίδης, πήρε το όνομα από την Ελαία της Κάτω Ιταλίας. Είναι ακόμη γνωστό ότι η νεοπλατωνική Σχολή, κυρίως ο ηγέτης της Πλωτίνος (3ος αιώνας μ.Χ.) έδρασε στην Ρώμη. Όταν δε αργότερα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαποτίσθηκε από τον Χριστιανισμό στην αυθεντική του έκφραση, δηλαδή την Ορθοδοξία, τότε δημιουργήθηκε ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό καί πνευματικό μόρφωμα πού λέγεται Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Ρωμανία, Ρωμηοσύνη). Αυτό ήταν το όνομα της Αυτοκρατορίας αυτής, ενώ ο όρος Βυζαντινή Αυτοκρατορία δόθηκε αργότερα από τους Φράγκους ιστορικούς. Πρώτος δε που χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο ήταν ο Ιερώνυμος Βόλφ, το 1562 μ.Χ., με σαφώς πολιτικό καί αιρετικό χαρακτήρα.
Έτσι, στην Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν τρία βασικά γνωρίσματα, ήτοι η ελληνιστική καί ελληνική Παράδοση, η ρωμαϊκή νομοθεσία καί η ορθόδοξη πίστη. Οι Ρωμηοί είναι Ορθόδοξοι στους οποίους η Ορθοδοξία εκφράζεται μέσα από την αρχαία ελληνική ορολογία. Στήν Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι κάτοικοι προέρχονταν από διάφορες εθνότητες καί φυλές, αλλά είχαν κοινά γνωρίσματα, όπως την ελληνική ή ελληνιστική παράδοση καί την Ορθοδοξία. Οι βασικές γλώσσες ήταν δύο, ήτοι η ελληνική καί η λατινική. Οπωσδήποτε υπήρχε καί μια πολιτιστική καί γλωσσική ώσμωση καί διάφορες επιρροές. Αλλά τα πολιτιστικά καί θρησκευτικά γνωρίσματα ήταν οπωσδήποτε κοινά.
Οι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αισθάνονταν περίπου ό,τι αισθάνονται σήμερα οι κάτοικοι της Αμερικής, οι οποίοι ξέρουν πολύ καλά ότι κατάγονται από διαφορετικές εθνότητες, αλλά έχουν την ίδια πολιτιστική καί γλωσσική παράδοση, καί φυσικά αισθάνονται ότι είναι αμερικάνοι, οπότε δεν υπάρχει εθνοφυλετισμός. Βέβαια, στο λεγόμενο Βυζάντιο τα πράγματα ήταν διαφορετικά, αφού οι άνθρωποι είχαν κοινή θρησκευτική ζωή, όπως διαμορφώθηκε από την ορθόδοξη πίστη καί λατρεία. Εκείνο πού παρατηρεί κανείς στους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι οι δύο βασικές αρετές, δηλαδή η φιλοθεΐα καί η φιλανθρωπία.
1. Η Ρωμαίικη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία
Φιλοθεΐα είναι η αγάπη προς τον Θεό. Καί αυτός ο Θεός δεν είναι αφηρημένος, δεν είναι αντικείμενο της λογικής καί υπόθεση του στοχασμού, αλλά ο Θεός της Αποκαλύψεως, όπως τον παρέδωσε η Εκκλησία δια των αγίων Πατέρων της. Η αγάπη προς τον αποκαλυφθέντα Θεό αποδεικνύεται από την ορθή πίστη καί την πραγματική λατρεία του αληθινού Θεού. Μέσα στο κλίμα αυτό πρέπει να δούμε καί την προσπάθεια των Βυζαντινών, των Ρωμαίων, να διαφυλάξουν το δόγμα περί του Τριαδικού Θεού καί να διατηρήσουν ανόθευτη την λατρεία του Θεού. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, η ανάπτυξη των λειτουργικών τεχνών απέβλεπαν στό να διατηρηθεί η πίστη ανόθευτη.
Είναι σημαντικό να πούμε ότι στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όλοι θεολογούσαν, από τον ελάχιστο μοναχό μέχρι τον Αυτοκράτορα. Τα «Εωθινά», πού είναι τα δοξαστικά των Κυριακών καί αναφέρονται στα Εωθινά Ευαγγέλια, είναι έργο του Λέοντος του Σοφού, καί τα «εξαποστειλάρια» της ακολουθίας του όρθρου των Κυριακών είναι του υιού του, Κωνσταντίνου Βασιλέως. Επίσης ο περίφημος ύμνος «Ο μονογενής Υιός καί Λόγος του Θεού...», πού ψάλλουμε κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, είναι ποίημα του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού. Ακόμη η Μεγάλη Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο είναι ποίημα του Βασιλέως Θεοδώρου Δούκα του Λασκάρεως.
Μέσα ατά πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε και το ότι οι Αυτοκράτορες στίς Οικουμενικές Συνόδους θεολογούσαν καί υπερασπίζονταν το ορθόδοξο δόγμα. Αυτό γινόταν γιατί είχαν θέσει ως κέντρο της Αυτοκρατορίας την ορθόδοξη θεολογία καί λατρεία. Επίσης, οι Αυτοκράτορες αλλά καί όλος ο λαός είχαν σαν πρότυπο ζωής τους μοναχούς καί σαν πρότυπο διοργανώσεως της κοινωνίας τα Μοναστήρια. Επισκέπτονταν τα Μοναστήρια καί γενικά τους χώρους της ασκήσεως καί λάμβαναν καθοδήγηση για την ζωή τους καί την διακυβέρνηση του Κράτους. Το Παλάτι σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνυόταν ένα Μοναστήρι, αφού οι Αυτοκράτορες καί αυλικοί συναγωνίζονταν τους μοναχούς στην άθληση, την άσκηση, την νηστεία καί την προσευχή. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, βρισκόμενος κατά την νεανική του ηλικία στα ανάκτορα, έκανε τέτοια άσκηση καί προσευχή ώστε όλοι τον θεωρούσαν υπεράνθρωπο. Πολλοί Αυτοκράτορες, όταν έφυγαν κατά ποικίλους τρόπους από την εξουσία, ενεδύονταν το ράσο καί απέθνησκαν ως μοναχοί, όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός, πού έγινε μοναχός καί ονομάστηκε Ιωάσαφ. Έτσι, ολόκληρη η Αυτοκρατορία ήταν ένα Μοναστήρι, μία Εκκλησία. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι όλη η λατρευτική παράδοση, ακόμη καί η θεία Λειτουργία επηρεάσθηκαν από την λατρεία στο Παλάτι καί από την συμμετοχή του Αυτοκράτορος σε αυτήν.
Μαζί με την φιλοθεΐα οι Ρωμαίοι ασκούσαν έντονα καί την φιλανθρωπία. Καί αυτό είναι φυσικό. Γιατί, όταν ο άνθρωπος αγαπά πραγματικά τον Θεό, τότε δεν μπορεί να μην αγαπά καί ό,τι αγαπά ο Θεός. Ολόκληρη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν Αυτοκρατορία φιλανθρωπίας. Διασώζονται πληροφορίες πού την χαρακτηρίζουν κατ' αυτόν τον τρόπο.
Ένας πρεσβευτής, πού πήγε να συζητήσει με τους Αβάρους, μεταξύ των άλλων τους είπε καί τα εξής: «Οι Βυζαντινοί (Ρωμαίοι) εν ονόματι της ειρήνης ρίχνουν στην λήθη τις προηγούμενες συμφορές καί έχουν ήδη ξεχάσει τις αδικίες πού τους κάνατε. Καί επειδή αυτοί είναι ανώτεροι στην φιλανθρωπία απ’ όλα τα άλλα κράτη, δεν είναι πρόθυμοι να καταφεύγουν στα όπλα». Ο αυτοκράτορας Τιβέριος ο Β' (578-582) συμβούλευσε τον γαμπρό του αυτοκράτορα Μαυρίκιο: «ας προηγείται η φιλανθρωπία απ’ την οργή».
Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν δοξασμένο Κράτος λόγω της φιλανθρωπίας του. Πρώτη φορά ο κόσμος έβλεπε γηροκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία κλπ. τα οποία ήταν άριστα διοργανωμένα. Καί τα περισσότερα κτίζονταν γύρω από τα Μοναστήρια.
Ο Μ. Φώτιος, γράφοντας στον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Α', του λέγει ότι πρέπει να φερθεί όπως αρμόζει στον αρχηγό «του πιο φιλανθρωπικού κράτους των Ρωμαίων». Ο Νικόλαος ο Μυστικός τον δέκατο αιώνα, γράφοντας στον αρχηγό των Αράβων, πού ετοίμαζε επίθεση εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως, γιατί είχε διαδοθεί ότι καταστράφηκε το τζαμί τους στην Κωνσταντινούπολη, του έγραφε ότι δεν πρέπει να πιστεύει σε τέτοιες αβάσιμες πληροφορίες. Μεταξύ των άλλων έγραφε: «Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία το κράτος των Ρωμαίων διακρίνεται. Ωστόσο αυτό πού τους ξεχωρίζει πάνω απ’ όλα είναι η φιλανθρωπία καί η επιείκειά τους. Δεν είναι γνώμη δική μου αυτή, αλλά παντού οι άνθρωποι καί ολόκληρη η ιστορία επιβεβαιώνουν αυτήν την μαρτυρία. Ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός περιγράφει
την Αυτοκρατορία ολόκληρη σαν εν κράτος αφοσιωμένο στήν φιλανθρωπία».
Αλλά τόσο η φιλοθεΐα όσο και η φιλανθρωπία ήταν συνάρτηση της μεταμορφώσεως της αγάπης από ιδιοτελή σε ανιδιοτελή. Οι Ρωμαίοι δεν διακρίνονταν τόσο για την φιλαυτία τους, γι' αυτό καί είχαν φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Σέ αυτό συνέτεινε η ορθόδοξη θεραπευτική αγωγή, πού είναι η καρδιά της παραδόσεώς μας. Άλλωστε, το ότι οι μοναχοί καί οι άγιοι ήταν τα πρότυπα της πολιτικής καί κοινωνικής ζωής είναι απόδειξη ότι η άσκηση, η στέρηση, η εγκράτεια, γενικά ο ασκητικός τρόπος ζωής είναι εκείνος πού κυριαρχούσε καί φυσικά αυτή η μέθοδος θεράπευε τους ανθρώπους. Γι' αυτό καί οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες επεδίωκαν την επικράτηση της Ορθοδόξου πίστεως. Άλλωστε, η Ορθοδοξία δεν είναι μια ιδεολογία, αλλά ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής.
2. Ιδεαλιστική ή ρεαλιστική θεώρηση;
Αντιλαμβάνομαι κάποια αντίρρηση πού ενδεχομένως θα πλανάται εδώ. Μήπως όλα αυτά πού αναπτύσσονται εδώ είναι λίγο μονοφυσιτικά, δηλαδή μήπως βλέπουμε τα πράγματα ιδεαλιστικά καί όχι ρεαλιστικά; Μήπως σφάλλουμε όταν παρουσιάζουμε την Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περίπου σαν τέλεια Αυτοκρατορία; Δεν υπήρχαν εκεί προβλήματα, δεν γίνονταν διάφορα λάθη καί εγκλήματα ακόμη;
Κάθε πολιτεία είναι μια μεταπτωτική κοινωνία μέσα στην οποία επικρατεί ο άρρωστος άνθρωπος με τα πάθη καί τις ιδιοτροπίες του. Καί, βέβαια, αυτό μπορούμε να το δούμε καί σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Προβλήματα μπορούμε να συναντήσουμε μέσα στην Εκκλησία πού είναι το Σώμα του Χριστού, καί μέσα ακόμη στα Μοναστήρια. Κάθε κοινωνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός πού συμβαίνει κάποτε να αρρωστήσει καί μάλιστα να ανεβάσει υψηλό πυρετό. Καί ξέρουμε καλά ότι πολλές φορές όσο δυνατός είναι ο οργανισμός τόσο υψηλό πυρετό ανεβάζει.
Έτσι, λοιπόν, δεν υπάρχει καμμία κοινωνία τέλεια. Η τελειότητα είναι κατάσταση μελλοντική. Εμείς οι Ορθόδοξοι περιμένουμε την τέλεια κοινωνία στην μέλλουσα ζωή, τότε πού θα δούμε καινούς ουρανούς καί καινή γη, τότε πού δεν θα ύπαρχοι ούτε Ναός, γιατί θα είναι παρών ο ίδιος ο Χριστός, πού θα κάνει Ναό Του όλο τον μεταμορφωμένο κόσμο. Γι' αυτό καί δεν αιχμαλωτιζόμαστε από κοινωνιολογικές ιδέες καί ανθρωπιστικά συστήματα. Χρησιμοποιούμε διάφορες κοινωνιολογικές θεωρίες για να βελτιώσουμε τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά όμως γνωρίζουμε ότι ποτέ στην ζωή αύτη δεν μπορούμε να βρούμε το τέλειο.
Ανέφερα όμως τα προηγούμενα για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των Ρωμαίων εκφραζόταν στην προσευχή: «Σοί μόνω αμαρτάνομεν, αλλά καί σοί μόνω λατρεύομεν». Υπήρχαν καί τότε αμαρτήματα, οι άνθρωποι ζούσαν την προσωπική τους ιστορία καί τραγωδία, αλλά είχαν ένα ήθος, πού τους είχε διαποτίσει. Αισθάνονταν τί είναι αμαρτία. Ίσως οι σημερινοί άνθρωποι δεν έχουν επίγνωση της αμαρτίας. Οι Ρωμαίοι, σχεδόν στο σύνολό τους είχαν επίγνωση της αμαρτίας τους πού δεν ήταν μια απλή παράβαση μερικών εντολών, αλλά απομάκρυνση από τον ζωντανό Θεό, από Πρόσωπο. «Σοί μόνω αμαρτάνομεν». Στό κέντρο της ζωής τους είχαν τον Θεό της Αποκαλύψεως καί καταλάβαιναν ότι αμαρτία είναι η απώλεια της ζωής καί κοινωνίας μαζί Του. Η αίσθηση της αμαρτίας συνδεόταν με την λατρεία του Θεού. Αμάρταναν σέ προσωπικό Θεό, στον οποίο, όμως, εξακολουθούσαν να πιστεύουν καί να Τον λατρεύουν. Όταν ο Δαυΐδ προσευχόταν στόν Θεό «Σοί μόνω ήμαρτον καί το πονηρόν ενώπιόν Σου εποίησα» (Ψαλμ. ν', 6) έδειχνε ότι γνώριζε τί είναι αυτός ο Θεός. Είχε γνώση του προσωπικού Θεού. Τον γνώριζε, καί έκλαιγε καί θρηνούσε, γιατί αμάρτησε σ' έναν τέτοιο Θεό γεμάτο αγάπη καί στοργή. Καί όταν πάλι ο Δαυΐδ προσευχόταν: «μη απορρίψης με από του προσώπου σου καί το πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ’ εμού» (Ψαλμ. ν', 13), ζητούσε να μη τον απορρίψει ο Θεός καί να μην πάρει το Πνεύμα το Άγιο από μέσα του. Καί με το θάρρος ότι υπάρχει αυτός ο Θεός καί είναι γεμάτος αγάπη έλεγε: «Απόστρεψαν το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου καί πάσας τάς ανομίας μου εξάλειψον» (Ψαλμ. ν', 11). Δηλαδή, είχε επίγνωση τί είναι αμαρτία, καί, εμπνεόμενος από την αγάπη καί το έλεος του Θεού οδηγείται στην μετάνοια καί την επιστροφή.
Αυτό το ήθος εκφράζεται καί με τον λόγο του πατρός του δαιμονιζομένου νέου: «πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. θ', 24). Η αμφιβολία πού εκφράζουμε πολλές φορές στην ζωή μας στερεώνεται καί καθοδηγείται από την πίστη στον Θεό. Έτσι, λοιπόν, καί οι Ρωμαίοι έκαναν λάθη, αλλά ήξεραν τον τρόπο να τα διορθώνουν. Αφού η Εκκλησία μαζί με την θεολογία καί την λατρεία ήταν στο κέντρο της ζωής της Αυτοκρατορίας υπήρχε η δυνατότητα της θεραπείας του ανθρώπου. Καί, πραγματικά, είναι μεγάλο πράγμα αφ' ενός μεν να διασώζεται η θεραπευτική μέθοδος, να υπάρχουν τα φάρμακα πού θεραπεύουν, γιατροί πού θα καθορίζουν την θεραπευτική αγωγή καί νοσοκομεία πού θα παρακολουθούν τα θεραπευτικά αποτελέσματα, αφ' ετέρου δε να υπάρχουν άνθρωποι, πού θα συνειδητοποιούν ότι είναι άρρωστοι καί αναζητούν την θεραπεία.
Στίς δυτικές κοινωνίες γίνεται εντελώς το αντίθετο. Ούτε διασώζεται η θεραπευτική αγωγή, αφού η πίστη έγινε πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο καί ιδεολόγημα, ούτε οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι είναι άρρωστοι, αμαρτωλοί. Στό σημείο αυτό βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ανέφερα τον τρόπο ζωής των Ρωμαίων είναι ότι περισσότερο στο παρελθόν καί λιγότερο στο παρόν γινόταν μια παραπληροφόρηση σχετικά με ό,τι είχε σχέση με τους Ρωμαίους - Βυζαντινούς. Σήμερα ακόμη καί δυτικοί ιστορικοί, όπως ο Jacques Le Golf, διαπιστώνουν στα έργα τους ότι μετά την μεταφορά της Πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, πού ονομάστηκε Νέα Ρώμη, στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας άρχισαν να εισρέουν διάφορα φυλά καί βαρβαρικά έθνη καί έτσι, όπως χαρακτηριστικά λέγεται, η δύση εκβαρβαρίστηκε. Προσπάθησαν όλα αυτά τα βαρβαρικά φυλά να καθυποτάξουν καί να αφανίσουν τους Ρωμαίους. Αυτό άρχισε σιγά-σιγά να επιτυγχάνεται. Τελικά, όλα τα φύλα καθώς επίσης καί οι γηγενείς κάτοικοι του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπετάγησαν σε έναν βάρβαρο καί απολίτιστο λαό, δηλαδή τους Φράγκους. Κυρίως επί της εποχής του Καρλομάγνου η Ευρώπη υποδουλώθηκε στους Φράγκους. Ακριβώς εκείνη την περίοδο προσπάθησαν να συκοφαντήσουν ό,τι είχε σχέση με το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τους λεγόμενους Ρωμαίους. Οι Φράγκοι οικειοποιήθηκαν τον όρο Ρωμαίος καί Ορθόδοξος-Καθολικός καί σε μας απέδωσαν τον όρο Βυζαντινός, Γραικός, πού ταυτίστηκε με τον αιρετικό. Είναι γνωστά τα συγγράμματα «Contra Errores Graecorum», πού εγράφησαν εναντίον των πλανών των Γραικών, εναντίον, δηλαδή, των αιρετικών.
Μέσα στα πλαίσια αυτά κατασυκοφάντησαν καί διαστρέβλωσαν ό,τι είχε σχέση με το γνήσιο εναπομείναν κομμάτι της παλιάς μεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι την εποχή πού ατό λεγόμενο Βυζάντιο υπήρχε μεγάλη πολιτιστική καί θεολογική παραγωγή, η Ευρώπη είχε βυθισθεί στο σκοτάδι, είχε εκβαρβαρισθεί. Καί όμως οι δυτικοί Ιστορικοί προκατειλημμένοι ή τουλάχιστον εντεταγμένοι μέσα σε άλλες προοπτικές έβλεπαν τα ανθρώπινα λάθη των Ρωμαίων καί αμνήστευαν τα μεγάλα δικά τους εγκλήματα.
Γι' αυτούς τους λόγους, λοιπόν, πρέπει να γίνεται αναφορά στον πολιτισμό πού αναπτύχθηκε στον χώρο αυτό, παρά τα λάθη καί τις ιδιαιτερότητες του. Το γεγονός είναι ότι καλλιεργήθηκε ένας υψηλός πολιτισμός, πού κέντρο είχε την Εκκλησία, την ορθόδοξη θεολογία. Ο άνθρωπος, παρά τα λάθη καί τα αμαρτήματά του, ήταν προσανατολισμένος στον Θεό καί την Εκκλησία. Μέσα στην Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ζούσαν αρμονικά διάφορες εθνότητες, με την γλώσσα τους καί την δική τους παράδοση. Επειδή η πολιτιστική παράδοση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ δυνατή, εμβολίαζε κάθε αγριέλαιο καί την μετέτρεπε σε καλλιέλαιο. Προσλάμβανε όλα τα στοιχεία καί χωρίς να τα καταργεί τα μεταμόρφωνε, τα εμπλούτιζε με νέα ανώτερα στοιχεία. Στό σημείο αυτό βλέπω το υψηλό πνευματικό καί πολιτιστικό επίπεδο ενός λαού.
(Από το βιβλίο: «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί» του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου, κ.κ. Ιεροθέου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου