Τη 25η Μαρτίου 1944, επί τη Εθνική εορτή, πολλοί κάτοικοι της Αγιάσου (Λέσβου), οι αποτελούντες, ίσως την Οργάνωσιν του Ε.Α.Μ., συνήλθαν εις δημοσίαν συγκέντρωση εις την πλατείαν της κωμοπόλεως καί προέβησαν εις εκδηλώσεις κατά των Αρχών Κατοχής. Όταν εγνώσθη τούτο εις Μυτιλήνην, ήρχισε να διαδίδηται, ότι οι Γερμανοί θα καύσουν την Αγιάσον καί τον Μανδαμάδον, διότι καί εις την Κοινότητα Μανδαμάδου έλαβον χώραν παρόμοια γεγονότα κατά των Γερμανών. Εις την πόλιν παρετηρήθη μεγάλη ανησυχία μεταξύ των κατοίκων. Ο Σεβασμ. Μητροπολίτης (ο Μυτιλήνης Ιάκωβος Α΄, +1958) εθεώρησε καθήκον του να ζητήσει ακρόασιν παρά τω Mohr Διοικητή της Bernhardt Stelle. Τω ωρίσθη η ώρα, επεσκέφθη τον Μοhr καί ηθέλησε να πληροφορηθεί παρ αυτού, εάν πράγματι η διαδοθείσα εις την πόλιν είδησις είναι αληθής. Ο Μοhr τω απήντησεν, ότι πράγματι ο Στρατιωτικός Διοικητής Λέσβου εξέδωκεν απόφασιν περί πυρπολήσεως της Αγιάσου καί του Μανδαμάδου, καί ότι δια τηλεγραφήματός του είς την Θεσσαλονίκην εζήτησε να τω αποσταλούν αί εμπρηστικαί ύλαι, διότι δεν είναι η πρώτη φορά πού προκαλούν τάς Γερμανικάς Αρχάς, εκθέτων δε ο Μοhr είς τον Σεβασμιώτατον τους λόγους, δι' ους θα έπρεπε, κατά την γνώμην του, να τιμωρηθούν αυστηρώς αί δύο αύται Κοινότητες, προσεπάθει να πείσει αυτόν να δεχθεί ότι έχουν δίκαιον οι Γερμανοί να επιμένουν είς την απόφασίν των ταύτην.
Ο Σεβασμιώτατος ευρέθη είς δύσκολον θέσιν, παρέμεινε δ' επί ώραν καί πλέον πλησίον του Μοhr, αγωνιζόμενος να πείσει αυτόν να παρέμβει παρά τω Στρατιωτικώ Διοικητή, δια την αναθεώρησιν της αποφάσεώς του. Προέβαλε πολλά επιχειρήματα και μεταξύ άλλων είπεν, ότι αί δύο αύται μεγάλαι Κοινότητες της νήσου αποτελούν αρχαία χριστιανικά προσκυνήματα καί ότι η τυχόν πυρπόλησις αυτών θα ήτο στίγμα δια την Γερμανίαν, διότι όλοι οι επίσημοι ξένοι, επισκέπτονται τάς δύο Κοινότητας, καί δη την Αγιάσον, δια να ιδούν την αρχαιοτέραν φορητήν χριστιανικήν εικόνα του κόσμου ήτις σώζεται είς τον εκεί Ιστορικόν ναόν της Παναγίας, καί ότι δεν θά έπρεπεν η Αγιάσος καί ο Μανδαμάδος να γίνουν παρανάλωμα του πυρός από τους Γερμανούς κ.λπ. Αφού ελέχθησαν καί αλλά πολλά ο Μοhr είπεν: «Εφόσον επιμένετε, Σεβασμιώτατε, θά επισκεφθώ αμέσως τον κ. Στρατιωτικόν Διοικητήν καί θά κάμω ότι είναι δυνατόν δια να τον πείσω να αναθεωρήσει την απόφασίν του». Συνεχίζων είπεν ο Σεβασμιώτατος εις ούδένα να κάμει λόγον περί τούτου καί ότι είναι ανάγκη να εκδοθεί μια εγκύκλιος προς τον λαόν από μέρους των Μητροπολιτών της Λέσβου, του Νομάρχου καί του Διοικητού της Χωροφυλακής, δια της οποίας να αποδοκιμασθούν αι γενόμεναι εκδηλώσεις κατά των Αρχών Κατοχής, να γίνουν συστάσεις εις τους κατοίκους να μη απασχολούν τάς Γερμανικάς Αρχάς καί να παραδώσουν τα όπλα, όσα ευρίσκονται ακόμη εις χείρας των, εκτός δε της εγκυκλίου αυτής, είπεν ο Μοhr εις τον Σεβασμιώτατον, «θά ήτο καλόν να επισκεφθείτε μετά του Νομάρχου καί του Διοικητού Χωροφυλακής τάς Κοινότητας, δια να συστήσητε καί προφορικώς τα προσήκοντα». Ο Μοhr τελευτών είπεν: «Εις τον στρατιωτικόν Διοικητήν, τον οποίον θά επισκεφθώ τώρα, θα ειπώ, ότι εκάλεσα τον Μητροπολίτην καί συνέστησα να ληφθούν τα ανωτέρω μέτρα. Θα τον παρακαλέσω δε να διατάξει την αναστολήν της εκτελέσεως της αποφάσεως του περί πυρπολήσεως των δύο χωριών καί ελπίζω να γίνει δεκτή η παράκλησίς μου».
Πράγματι, όλα αυτά έγιναν, ήτοι εξεδόθη εγκύκλιος, επεσκέφθησαν καί ωμίλησαν προς τον λαόν, ο μεν Μητροπολίτης εις Αγιάσον καί Πολιχνίτον, ο δε Νομαρχών μετά του Διοικητού Χωροφυλακής Λέσβου εις Μανδαμάδον, Καλλονήν, Αγίαν Παρασκευήν, Βατούσαν, Άντισσαν καί Ερεσόν. Μετά δύο ημέρας εκάλεσεν ο Μοhr τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην καί ανεκοίνωσεν εις αυτόν, ότι ο Στρατιωτικός Διοικητής ενέδωκεν εις την εισήγησίν του, «ανακαλέσας την απόφασιν περί πυρπολήσεως των δύο, ως άνω, Κοινοτήτων».
Ούτω, χάρις εις την επέμβασιν του Μητροπολίτου, εσώθησαν η Αγιάσος καί ο Μανδαμάδος.
Βραδύτερον, εις μίαν επίσκεψιν, ην έκαμαν δι’ υποθέσεις της πόλεως ο τότε Νομαρχών κ. Δημήτρ. Καρυώτογλου καί ο Δήμαρχος κ. Γ. Χονδρονίκης μετά του Σεβασμ. Μητροπολίτου εις τους ασκούντας την πολιτικήν διοίκησιν της Λέσβου Γερμανούς αξιωματικούς Grote καί Tollinger, λόγου γενομένου δια νέας αφορμάς, ας έδωκαν εις τους Γερμανούς τινές εκ των κατοίκων, Αγιάσου καί Μανδαμάδου, ο Grote είπεν: «Είχον πολύ δίκαιον αί Στρατιωτικαί Αρχαί, πού είχον λάβει την απόφασιν να καύσουν τα χωριά αυτά, αλλ' αί διάφοροι παρεμβάσεις (έστρεψε καί έδειξε τον Μητροπολίτην) τους ημπόδισαν».
Από το βιβλίον: «Τα πεπραγμένα της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης»
Ο Σεβασμιώτατος ευρέθη είς δύσκολον θέσιν, παρέμεινε δ' επί ώραν καί πλέον πλησίον του Μοhr, αγωνιζόμενος να πείσει αυτόν να παρέμβει παρά τω Στρατιωτικώ Διοικητή, δια την αναθεώρησιν της αποφάσεώς του. Προέβαλε πολλά επιχειρήματα και μεταξύ άλλων είπεν, ότι αί δύο αύται μεγάλαι Κοινότητες της νήσου αποτελούν αρχαία χριστιανικά προσκυνήματα καί ότι η τυχόν πυρπόλησις αυτών θα ήτο στίγμα δια την Γερμανίαν, διότι όλοι οι επίσημοι ξένοι, επισκέπτονται τάς δύο Κοινότητας, καί δη την Αγιάσον, δια να ιδούν την αρχαιοτέραν φορητήν χριστιανικήν εικόνα του κόσμου ήτις σώζεται είς τον εκεί Ιστορικόν ναόν της Παναγίας, καί ότι δεν θά έπρεπεν η Αγιάσος καί ο Μανδαμάδος να γίνουν παρανάλωμα του πυρός από τους Γερμανούς κ.λπ. Αφού ελέχθησαν καί αλλά πολλά ο Μοhr είπεν: «Εφόσον επιμένετε, Σεβασμιώτατε, θά επισκεφθώ αμέσως τον κ. Στρατιωτικόν Διοικητήν καί θά κάμω ότι είναι δυνατόν δια να τον πείσω να αναθεωρήσει την απόφασίν του». Συνεχίζων είπεν ο Σεβασμιώτατος εις ούδένα να κάμει λόγον περί τούτου καί ότι είναι ανάγκη να εκδοθεί μια εγκύκλιος προς τον λαόν από μέρους των Μητροπολιτών της Λέσβου, του Νομάρχου καί του Διοικητού της Χωροφυλακής, δια της οποίας να αποδοκιμασθούν αι γενόμεναι εκδηλώσεις κατά των Αρχών Κατοχής, να γίνουν συστάσεις εις τους κατοίκους να μη απασχολούν τάς Γερμανικάς Αρχάς καί να παραδώσουν τα όπλα, όσα ευρίσκονται ακόμη εις χείρας των, εκτός δε της εγκυκλίου αυτής, είπεν ο Μοhr εις τον Σεβασμιώτατον, «θά ήτο καλόν να επισκεφθείτε μετά του Νομάρχου καί του Διοικητού Χωροφυλακής τάς Κοινότητας, δια να συστήσητε καί προφορικώς τα προσήκοντα». Ο Μοhr τελευτών είπεν: «Εις τον στρατιωτικόν Διοικητήν, τον οποίον θά επισκεφθώ τώρα, θα ειπώ, ότι εκάλεσα τον Μητροπολίτην καί συνέστησα να ληφθούν τα ανωτέρω μέτρα. Θα τον παρακαλέσω δε να διατάξει την αναστολήν της εκτελέσεως της αποφάσεως του περί πυρπολήσεως των δύο χωριών καί ελπίζω να γίνει δεκτή η παράκλησίς μου».
Πράγματι, όλα αυτά έγιναν, ήτοι εξεδόθη εγκύκλιος, επεσκέφθησαν καί ωμίλησαν προς τον λαόν, ο μεν Μητροπολίτης εις Αγιάσον καί Πολιχνίτον, ο δε Νομαρχών μετά του Διοικητού Χωροφυλακής Λέσβου εις Μανδαμάδον, Καλλονήν, Αγίαν Παρασκευήν, Βατούσαν, Άντισσαν καί Ερεσόν. Μετά δύο ημέρας εκάλεσεν ο Μοhr τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην καί ανεκοίνωσεν εις αυτόν, ότι ο Στρατιωτικός Διοικητής ενέδωκεν εις την εισήγησίν του, «ανακαλέσας την απόφασιν περί πυρπολήσεως των δύο, ως άνω, Κοινοτήτων».
Ούτω, χάρις εις την επέμβασιν του Μητροπολίτου, εσώθησαν η Αγιάσος καί ο Μανδαμάδος.
Βραδύτερον, εις μίαν επίσκεψιν, ην έκαμαν δι’ υποθέσεις της πόλεως ο τότε Νομαρχών κ. Δημήτρ. Καρυώτογλου καί ο Δήμαρχος κ. Γ. Χονδρονίκης μετά του Σεβασμ. Μητροπολίτου εις τους ασκούντας την πολιτικήν διοίκησιν της Λέσβου Γερμανούς αξιωματικούς Grote καί Tollinger, λόγου γενομένου δια νέας αφορμάς, ας έδωκαν εις τους Γερμανούς τινές εκ των κατοίκων, Αγιάσου καί Μανδαμάδου, ο Grote είπεν: «Είχον πολύ δίκαιον αί Στρατιωτικαί Αρχαί, πού είχον λάβει την απόφασιν να καύσουν τα χωριά αυτά, αλλ' αί διάφοροι παρεμβάσεις (έστρεψε καί έδειξε τον Μητροπολίτην) τους ημπόδισαν».
Από το βιβλίον: «Τα πεπραγμένα της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου