Το 1354 ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους και κατά την διάρκεια της φυλάκισής του είχε τρεις θεολογικούς διαλόγους με τους Οθωμανούς.
Ο πρώτος διάλογος έγινε στην Προύσα, η οποία τότε ήταν η Πρωτεύουσα των Οθωμανών, με τον Ισμαήλ, εγγονό του εμίρη Ορχάν. Κάθησαν στο έδαφος και παρευρίσκονταν μερικοί άρχοντες. Παρετέθησαν στον Ισμαήλ κρέατα και στον άγιο Γρηγόριο φρούτα, επειδή ήταν καλοκαίρι. Στην αρχή η συζήτηση περιστράφηκε στο γιατί δεν τρώγει κρέας ο άγιος. Στην συνέχεια ο λόγος προχώρησε στην ελεημοσύνη, επειδή την ώρα εκείνη κάποιος έφθασε και ανήγγειλε ότι εξετέλεσε την εντολή του μεγάλου αμηρά για την ελεημοσύνη της Παρασκευής. Ο Ισμαήλ ρώτησε τον άγιο αν και οι Χριστιανοί εξασκούν την αρετή της ελεημοσύνης. Ο άγιος Γρηγόριος απήντησε ότι η ελεημοσύνη είναι γέννημα και καρπός της αληθινής προς τον Θεό αγάπης, οπότε αυτός που αγαπά πολύ τον Θεό είναι ελεήμων.
Ίσως το περιστατικό αυτό
να ήταν σκηνοθετημένο για να συζητήσουν περί του Χριστού και του Μωάμεθ.
Πράγματι, ο Ισμαήλ ρώτησε τον άγιο Γρηγόριο αν οι Χριστιανοί αγαπούν τον
Προφήτη τους Μωάμεθ. Η απάντηση του αγίου ήταν αρνητική. Η επόμενη ερώτηση του
Ισμαήλ ήταν, γιατί αγαπούν έναν εσταυρωμένο Θεό και πως προσκυνούν το ξύλο και
τον σταυρό. Ο άγιος ανέλυσε και το εκούσιο και την δόξα του πάθους, αλλά και το
απαθές της θεότητος, και ότι ο σταυρός είναι το τρόπαιο και σημείο του Χριστού,
όπως ο άρχοντας έχει διάφορα διακριτικά εμβλήματα και απαιτεί την τιμή των
άλλων. Στην συνέχεια, θέλοντας ο Ισμαήλ να ειρωνευθή την χριστιανική πίστη,
είπε ότι, επειδή οι Χριστιανοί διδάσκουν ότι ο Χριστός είναι υιός του Θεού,
σημαίνει ότι ο Θεός Πατήρ έχει και γυναίκα, διά της οποίας τον εγέννησε. Η
απάντηση του αγίου Γρηγορίου ήταν αποστομωτική. Χρησιμοποιώντας την διδασκαλία
των Μουσουλμάνων ότι ο Χριστός είναι Λόγος του Θεού και ότι γεννήθηκε από την
Παρθένο Μαρία, προχώρησε για να πη ότι αν η Μαρία γέννησε τον Χριστό κατά σάρκα
και δεν είχε ανάγκη ανδρός, πόσο μάλλον ο Θεός που είναι ασώματος γέννησε τον
λόγο του ασωμάτως και θεοπρεπώς και επομένως δεν είχε ανάγκη υπάρξεως γυναικός.
Η συζήτηση σταμάτησε στο
σημείο αυτό, δεν είχε δε άλλη εξέλιξη, ούτε διατέθηκε άγρια ο Ισμαήλ προς τον
άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Μάλιστα σε αυτήν την φάση της συζητήσεως έπεσε πολύ
βροχή, οπότε έφυγε δρομαίος ο Ισμαήλ από τον χώρο εκείνο και ο άγιος Γρηγόριος
παρέμενε στην βροχή. Εν τω μεταξύ είχε ήδη βραδυάσει.
Ο δεύτερος διάλογος
έγινε με τους Χιόνας (Ο M. Jugie ισχυρίζεται ότι «είναι παλαιοί ιουδαίοι
προσηλυτισθέντες εις το Ισλάμ». Ο Meyendorff «φρονεί ότι ήσαν Χριστιανοί, οι
οποίοι εδέχθησαν τον Ιουδαισμό, διά να πλησιάσουν τους Τούρκους κατακτητάς και
αποφύγουν διώξεις».
Ο άγιος Φιλόθεος
ισχυρίζεται ότι οι Χιόναι ήταν Χριστιανοί και έγιναν Μωαμεθανοί).
Οι ίδιοι οι Χιόναι κατά
την αρχή του διαλόγου ομολόγησαν: «Ημείς ηκούσαμεν δέκα λόγους, ούς
γεγραμμένους κατήγαγεν ο Μωϋσής εν πλαξί λιθίναις, και οίδαμεν ότι εκείνους
κρατούσιν οι Τούρκοι· και αφήκαμεν άπερ εφρονούμεν πρότερον και ήλθομεν και
εγενόμεθα και ημείς Τούρκοι». Ο άγιος, όμως, Γρηγόριος ο Παλαμάς, από όσα
άκουσε από αυτούς ομολογεί ότι περισσότερο είναι Εβραίοι και όχι Τούρκοι. Και
από αυτόν τον λόγο φαίνεται ότι πρόκειται για συγκρητιστική ομάδα, η οποία
έδειχνε αυτήν την διαγωγή για να επιζήση εκείνη την δύσκολη εποχή. Άλλωστε γι᾿
αυτό και αποκαλούνται «άθεοι».
Την συζήτηση διοργάνωσε
ο ίδιος ο Ορχάν. Ρώτησε τον ιατρό Ταρωνείτη: «Τις ποτε και οίός εστιν ο
καλόγηρος ούτος;». Και όταν ο ιατρός του έδωσε τα στοιχεία της προσωπικότητός
του, εκείνος απάντησε: «Έχω σοφούς και ελλογίμους καγώ, οίτινες αυτώ
διαλέξονται». Μετά από αυτό έγινε η συζήτηση των Χιόνων με τον άγιο Γρηγόριο
τον Παλαμά.
Αφού οι Χιόναι στην αρχή
ομολόγησαν ότι έγιναν Τούρκοι, οι παρόντες άρχοντες είπαν στον άγιο Γρηγόριο να
δώση την δική του απολογία. Ο άγιος εκφράζει τον δισταγμό του να απολογηθή, και
διότι αισθάνεται ότι είναι μηδέν προς το ύψος της Εκκλησίας του Χριστού, και
διότι οι άρχοντες παρευρίσκονται και ως κριταί και συμμαχούν με τους αντιδίκους
–επομένως δεν είναι καλό να παρουσιασθούν τα δικαιώματα της ευσεβείας– αλλά και
διότι πρέπει να μιμηθή τον Χριστό, ο οποίος όταν παραδόθηκε δεν αποκρινόταν.
Όμως στην συνέχεια ομολογεί την πίστη και δεν απολογείται προς τους Χιόνας.
Έτσι, αναλύει το δόγμα του Τριαδικού Θεού, καταλήγοντας ότι «ο Θεός τρία, και
τα τρία ταύτα εις εστί Θεός και δημιουργός». Σε αυτήν την θέση συνεφώνησαν και
οι παρόντες Τούρκοι ίσως από λόγους τακτικής.
Η συζήτηση έπειτα
περιστράφηκε στο ερώτημα των Χιόνων, γιατί οι Χριστιανοί ομολογούν ότι ο
Χριστός είναι Θεός, αφού είναι άνθρωπος και γεννήθηκε ως άνθρωπος. Ο άγιος
Γρηγόριος ανέπτυξε το θέμα της αμαρτίας του Αδάμ και της ενανθρωπήσεως του Υιού
και Λόγου του Θεού για να σώση τον άνθρωπο. Οι Τούρκοι έκαναν θόρυβο, λέγοντας,
πως γεννήθηκε ο Θεός και τον εχώρεσε μήτρα γυναικός. Ο άγιος απάντησε ότι ο
Θεός, επειδή είναι ασώματος, μπορεί να είναι πανταχού και πάνω από το παν και
σ᾿ έναν τόπο. Οι Χιόναι πάλι τον διέκοψαν για να πούν: «Είπεν ο Θεός και εγένετο
και ο Χριστός». Με αυτό ήθελαν να δείξουν ότι ο Χριστός είναι κτίσμα και όχι
Θεός. Ο άγιος μεταξύ των άλλων χρησιμοποίησε την διδασκαλία του Μωαμεθανισμού,
ότι ο Χριστός χαρακτηρίζεται Λόγος του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ο
ένας Λόγος να γίνη από τον άλλο Λόγο και να μην είναι συνάναρχος με τον Θεό.
Άλλο είναι η δημιουργία του υλικού κόσμου και άλλο η γέννηση του Λόγου του
Θεού, που λέγεται και Πνεύμα του Θεού. Ο Χριστός είναι Θεός, αλλά για την
σωτηρία του ανθρώπου προσέλαβε την ανθρώπινη φύση.
Στο σημείο αυτό
παρενεβλήθη ο αντιπρόσωπος του Ορχάν Παλαπάνος, που προήδρευε και ρώτησε τον
Παλαμά, γιατί δεν δέχονται τον δικό τους Προφήτη, τον Μωάμεθ, ενώ οι
Μουσουλμάνοι δέχονται τον Χριστό ως Λόγο του Θεού και την μητέρα του πλησίον
του Θεού. Ο άγιος Γρηγόριος απήντησε ότι δεν μπορεί κανείς να αγαπά τον
διδάσκαλο, αν δεν πιστεύση στα λόγια του. Επειδή ο Χριστός δεν μας είπε να
δεχθούμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αυτό δεν αγαπάμε τον Μωάμεθ. Μας είπε δε, όπως
λέγουν και οι Απόστολοι, να μη δεχθούμε κανέναν άλλο, γιατί Αυτός θα έλθη να
κρίνη τον κόσμο.
Στην συνέχεια οι Χιόναι
μαζί με τους άλλους Τούρκους τον ρώτησαν γιατί δεν περιτέμνονται οι Χριστιανοί,
αφού και αυτός ο ίδιος ο Χριστός περιτμήθηκε. Ο άγιος Γρηγόριος απήντησε ότι
στην Παλαιά Διαθήκη ορίζονταν πολλά, όπως το εβραικό Πάσχα, ο σαββατισμός, οι
θυσίες, το θυσιαστήριο μέσα στον Ναό και το καταπέτασμα, τα οποία και αυτοί οι
Τούρκοι δεν τα ακολουθούν. Ήθελε όμως να συνεχίση και να αναφέρη τους Προφήτας
οι οποίοι ομιλούσαν για την μετάθεση του νόμου, που θα γινόταν από τον Χριστό,
αλλά τον διέκοψαν οι Χιόναι για να τον ρωτήσουν για τις εικόνες, τις οποίες
απαγορεύει η Παλαιά Διαθήκη. Ο άγιος Γρηγόριος απάντησε ότι απαγορεύθηκε η
προσκύνηση των ομοιωμάτων στην Παλαιά Διαθήκη για να μην λατρεύωνται ως Θεοί.
Επαινούμε και εμείς τα κτίσματα, «αλλ᾿ αναγόμεθα δι᾿ αυτών εις την δόξαν του
Θεού». Δεν θεοποιούμε τα κτίσματα του Θεού.
Κάπου στο σημείο αυτό
περατώθηκε ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των Χιόνων –
Τούρκων. Αλλά με το τέλος του διαλόγου συνέβησαν δύο πράγματα. Το ένα γεγονός
είναι ότι οι Τούρκοι άρχοντες σηκώθηκαν «και απεχαιρέτησαν μετ᾿ ευλαβείας τον
Θεσσαλονίκης και απήρχοντο». Φαίνεται θαύμασαν την σοφία, την διακριτικότητα,
αλλά και τα χαρίσματα που είχε. Το άλλο είναι ότι ένας από τους Χιόνας
παρέμεινε λίγο και «ύβρισε τον μέγαν του Θεού αρχιερέα αισχρώς και ορμήσας
επάνω αυτού έδωκεν αυτώ πληγάς κατά κόρρης», δηλαδή τον ύβρισε και του έδωσε
γροθιές στο πρόσωπο. Όμως άλλοι Τούρκοι τον εκράτησαν, τον κατηγόρησαν και τον
οδήγησαν προς τον Ορχάν.
Και ο σεβασμός των
Τούρκων, αλλά και η αντίδραση του ενός συζητητού δείχνουν την μεγάλη νίκη που
κατήγαγε ο άγιος Γρηγόριος και τα ατράνταχτα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε.
Όπως φαίνεται από τους εισαγωγικούς του λόγους ομίλησε με έμπνευση από τον Θεό,
φωτιζόμενος από την άκτιστη Χάρη Του, αλλά όμως και με θαυμαστή διάκριση και
σοφία.
Ο τρίτος θεολογικός
διάλογος του αγίου Γρηγορίου με τους Μωαμεθανούς έγινε όταν βρισκόταν στα μέρη
της Νίκαιας. Ξεκίνησε από ένα περιστατικό που είδε. Κάποια ημέρα βγήκε έξω από
την πόλη. Λίγο έξω από την ανατολική πύλη είδε έναν κύβο κατασκευασμένο από
μάρμαρο και ευπρεπισμένο για κάποια χρήση. Ρώτησε σε τι χρησίμευε ο κύβος
αυτός. Την ώρα που κάποιος του εξηγούσε, άκουσε φωνές και κραυγές που
προέρχονταν από την έξοδο της πόλεως. Διαπίστωσε ότι έρχονταν Τούρκοι έχοντας
νεκρό για να τον ενταφιάσουν. Τότε απομακρύνθηκε λίγο, ώστε να είναι δυνατόν να
δη και να ακούση όσα θα λεχθούν και θα γίνουν. Οι Τούρκοι τοποθέτησαν τον νεκρό
στον κύβο και έχοντας στο μέσον τον τασιμάνη, τον υπεύθυνο, δηλαδή, για την
μουσουλμανική λατρεία, προσευχήθηκαν. Σήκωνε ο τασιμάνης τα χέρια του
προσευχόμενος και το ίδιο έκαναν και οι παρόντες. Αυτό έγινε τρεις φορές. Μετά
τον ενταφιασμό συνάντησε ο άγιος Γρηγόριος τον τασιμάνη και είχε μαζί του μια
συζήτηση με την βοήθεια διερμηνέως.
Κατ᾿ αρχάς ο άγιος
Γρηγόριος τον ρώτησε να μάθη τι έλεγαν κατά την προσευχή τους στον Θεό. Όταν
του εξήγησαν ότι τον παρακαλούσαν να συγχωρήση τα σφάλματα της ψυχής του
νεκρού, ο άγιος αποκρίθηκε ότι, επειδή και αυτοί πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι
κριτής των ανθρώπων και Λόγος του Θεού, σημαίνει ότι προσεύχονταν στον Χριστό.
Επειδή ο τασιμάνης είπε ότι ο Χριστός είναι δούλος του Θεού, ο άγιος απάντησε
ότι δεν μπορεί να είναι δούλος αυτός που είναι Λόγος του Θεού και θα κρίνη τους
ανθρώπους, όπως το ομολογούν όλοι οι Προφήτες.
Ο τασιμάνης βρέθηκε σε
δυσκολία. Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι πλησίασαν για να ακούσουν τον διάλογο.
Τότε ο Τούρκος ρώτησε τον άγιο Γρηγόριο γιατί οι Χριστιανοί δεν δέχονται τον
Προφήτη Μωάμεθ και το ευαγγέλιό του, που κατέβηκε από τον ουρανό, ενώ οι
Τούρκοι δέχονται και τους Προφήτας και τον Χριστό και τα τέσσερα ευαγγέλια, ένα
από τα οποία είναι και το ευαγγέλιο του Χριστού. Ο άγιος Γρηγόριος απάντησε ότι
δεν παραδεχόμαστε τίποτε ούτε το θεωρούμε ως αλήθεια, αν δεν υπάρχουν
μαρτυρίες. Από όλους τους Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης έχουμε μαρτυρίες για
τον Χριστό, γι᾿ αυτό και πιστεύουμε σε αυτόν και το ευαγγέλιό Του. Όμως δεν
πιστεύουμε στον «Μεχούμετ», γιατί ούτε μαρτυρείται από τους Προφήτας, αλλά ούτε
και έπραξε κάτι παράδοξο.
Τότε ο τασιμάνης
κατηγόρησε τους Χριστιανούς ότι απέκοψαν το όνομα του Μωάμεθ από το ευαγγέλιο,
όπου ήταν γραμμένο. Επίσης είπε ότι και ο Μωάμεθ έκανε μεγάλα πράγματα, αφού με
την δύναμη αυτού του Προφήτη κυριάρχησαν οι Τούρκοι από την ανατολή έως την
δύση.
Απαντώντας ο άγιος
Γρηγόριος στο πρώτο επιχείρημα είπε ότι κανείς Χριστιανός δεν απέκοψε το όνομα
του Μωάμεθ από το ευαγγέλιο, γιατί τιμωρείται εκείνος που θα αφαιρέση κάτι από
την Αγία Γραφή. Άλλωστε, όπου μεταφράστηκε το ευαγγέλιο πουθενά δεν αναφέρεται
το όνομα του Μωάμεθ. Ακόμη και οι αιρετικοί, που χρησιμοποιούν την ίδια Αγία
Γραφή, δεν έχουν αυτό το όνομα. Όλοι απέθαναν, αλλά μόνον ο Χριστός αναστήθηκε,
αναλήφθηκε και θα κρίνη την οικουμένη. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι με την
δύναμη του Μωάμεθ κυρίευσαν όλο τον κόσμο, ο άγιος Γρηγόριος με θάρρος είπε,
ότι αυτό έγινε με την δύναμη του διαβόλου, με πόλεμο και μαχαίρι, με λεηλασίες,
και ανδραποδισμούς και φόνους. Και ο Αλέξανδρος από την δύση πορεύθηκε προς την
ανατολή και την κυρίευσε, αλλά αυτό δεν είναι απόδειξη θεότητος, ούτε σε αυτόν
εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι τις ψυχές τους. Ο Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας την βία και
την ηδονή, δεν προσεταιρίσθηκε ούτε ένα μέρος της οικουμένης, ενώ η διδασκαλία
του Χριστού, καίτοι συνιστά σκληρό βίο και άσκηση, εν τούτοις κυριαρχεί και
στους πολεμίους της και σε όλη την οικουμένη, χωρίς βία.
Στο σημείο αυτό οι
παρευρισκόμενοι Τούρκοι κινήθηκαν με οργή. Βλέποντας οι Χριστιανοί τις
διαθέσεις τους, έκαναν νεύμα στον άγιο Γρηγόριο να περατώση τον λόγο. Τότε ο
άγιος με ιλαρότητα και υπομειδίαμα τους είπε: «Ει γε κατά τους λόγους
συνεφωνούμεν ενός αν και ήμεν και δόγματος». Ήταν μια έξυπνη απάντηση για να
τους καθησυχάση. Είπε, δηλαδή, ότι δικαιολογείται κάποια διαφορά, διότι αλλιώς
δεν θα ανήκαν σε διαφορετικά δόγματα.
Τότε κάποιος από τους
Τούρκους είπε: «Έσται ποτε ότε συμφωνήσομεν αλλήλοις». Και γράφει ο άγιος
Γρηγόριος: «Και εγώ συνεθέμην και επευξάμην τάχιον ήκειν τον καιρόν εκείνον»,
δηλαδή συμφώνησε και ευχήθηκε να έλθη γρήγορα ο καιρός που θα συμφωνήσουν
μεταξύ τους. Όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος, το είπε αυτό ενθυμηθείς τον λόγο
του Αποστόλου Παύλου: «Τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψει και πάσα γλώσσα
εξομολογήσηται ότι κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού πατρός». Φυσικά αυτό, όπως
λέγει ο άγιος, θα συμβή στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Ο τρίτος αυτός διάλογος
έγινε τον Ιούλιο του 1354, λίγους μήνες μετά την αρχή της αιχμαλωσίας του.
Δεδομένου ότι ο άγιος Γρηγόριος παρέμεινε ένα χρόνο αιχμάλωτος στους Τούρκους,
οπωσδήποτε θα είχε και άλλες συνομιλίες μαζί τους. Όμως εδώ τελειώνει η
επιστολή και δεν έχουμε άλλες μαρτυρίες. Το γεγονός είναι ότι δόθηκε η ευκαιρία
από τον Θεό και στους Τούρκους να μετανοήσουν την κρίσιμη εκείνη εποχή, πριν
καταλύσουν το Ρωμαικό Κράτος.
Σχολιάζοντας και τους
τρεις αυτούς διαλόγους μπορούμε να καταλήξουμε σε μερικά συμπεράσματα.
Το ένα συμπέρασμα είναι
ότι το κεντρικό θέμα των συζητήσεων ήταν το πρόσωπο του Χριστού και το πρόσωπο
του Μωάμεθ. Το θεμέλιο της ορθοδόξου διδασκαλίας είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Φαίνεται ότι ο άγιος οδηγούσε προς το σημείο αυτό την συνομιλία.
Το άλλο συμπέρασμα είναι
ότι ο άγιος Γρηγόριος διακρίνεται για την μεθοδικότητα της συζητήσεως. Ξέρει
πως να χειρισθή το θέμα. Αρχίζει από τις μαρτυρίες του Κορανίου για τον Χριστό
και προχωρεί στην ανάπτυξη της σκέψεώς του. Δεν είναι από την αρχή επιθετικός,
ούτε αλλοιώνει την πίστη. Χρησιμοποιεί δικές τους μαρτυρίες, χωρίς να αλλοιώνη
την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, έχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι είναι αιχμάλωτος.
Το τρίτο συμπέρασμα
είναι ότι διακρίνεται για την σύνεσή του. Ξέρει πως να αρχίση και που να
σταματήση. Όταν αισθάνεται ότι δεν ωφελεί τους συνομιλητάς του, τότε σταματά με
τρόπο, σοφία και εξυπνάδα. Μερικές φορές χρησιμοποιεί και διφορούμενες
εκφράσεις, σε μη ουσιώδη θέματα, για να περατώση ήρεμα και ήσυχα την συζήτηση.
Έτσι συζητά ένας θεούμενος, ένας άγιος.
4. Παροτρύνσεις περί της πίστεως
Νομίζω ότι το θέμα δεν
θα είναι ολοκληρωμένο αν δεν δούμε και πως καταλήγει αυτή η επιστολή του, που
απέστειλε ο άγιος Γρηγόριος στην Εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Δεν εκθέτει μόνον
τις ταλαιπωρίες του από την εξορία, ούτε τους διαλόγους του που είχε με τους
Τούρκους, αλλά προχωρεί και στον τονισμό των υποχρεώσεων που έχουν οι
Χριστιανοί. Είναι μια καταπληκτική ποιμαντική επιστολή, και όχι ένα
χρονογράφημα, γιατί ο άγιος αισθανόταν Ποιμήν. Όπως όταν βρισκόταν στην
Θεσσαλονίκη δίδασκε με θυσία και παρρησία την οδό της σωτηρίας, έτσι κάνει και
τώρα που βρίσκεται σε μεγάλο πειρασμό.
Οι Χριστιανοί δεν πρέπει
να ξεχνούν ποτέ ότι έχουν ζωντανό και αληθινό Θεό, που μαρτυρείται από τον
Πατέρα, τους Προφήτες και από τα έργα τους. Αυτός είναι ο Χριστός. Αλλά και ο
Χριστός απαιτεί ζωντανή και αληθινή πίστη που να μαρτυρήται από τον Θεό, τους
διδασκάλους του Θεού και τα έργα. Ουσιαστικά πρόκειται για την τήρηση των
εντολών του Θεού.
Χρειάζεται ζωντανή
πίστη. Αν δεν υπάρχουν τα έργα, η πίστη είναι νεκρά. Αυτός που έχει νεκρά
πίστη, «διά της των αγαθών απραξίας», είναι νεκρός, αφού δεν ζη εν τω Θεώ. Η
πίστη που δεν μαρτυρείται από τα έργα της σωτηρίας δεν είναι πίστη και
ομολογία, αλλά απιστία και άρνηση.
Οι Χριστιανοί δεν πρέπει
να πάθουν κάτι παρόμοιο με τους Μουσουλμάνους, στο θέμα της πολιτείας και όχι
της θεοσεβείας. Γιατί οι Μουσουλμάνοι, ενώ πιστεύουν ότι ο Χριστός είναι Λόγος
και πνοή του Θεού και ότι γεννήθηκε από Παρθένο, εν τούτοις «ως μη Θεόν όντα
τούτον φεύγουσι φρενοβλαβώς και αθετούσιν». Το ίδιο μπορούν να πάθουν και οι
Χριστιανοί, όταν ομολογούν ότι οι εντολές του Θεού είναι δίκαιες και αγαθές,
αλλά στην συνέχεια τις αθετούν διά των έργων.
Είναι αδύνατον κάποιος
άπιστος να εμπιστευθή τον Χριστιανό, όταν πιστεύη μεν στον Χριστό που γεννήθηκε
από παρθένο Πατέρα αχρόνως και από παρθένο Μητέρα εν χρόνω, όμως δεν ασκεί την
παρθενία και την σωφροσύνη, αλλά ζη την ακολασία. Είναι αδύνατον να γίνη κανείς
υιός κατά Χάριν του Θεού, όταν ο μεν Χριστός νήστευε, νομοθέτησε την εγκράτεια,
διέταξε να κρίνουμε δίκαια, ταλάνιζε τους πλουσίους, έδειχνε συμπάθεια προς
τους πταίοντας, αλλά και μακροθυμία, πραότητα, ανεξικακία και ταπείνωση, ο δε Χριστιανός
κάνει εντελώς τα αντίθετα από εκείνα που έκανε και δίδασκε ο Χριστός.
Στο τέλος τους προτρέπει
να κάνουν αυτοί την αρχή και τότε θα βοηθήση ο Θεός. «Δος συ την αρχήν ταύτης,
ο δε Θεός παράσχηται την τελείωσιν». Οι Χριστιανοί πρέπει να ζητούν όχι μόνο
την ανθρώπινη αρετή, αλλά και την θεική. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επιτύχουν
την θέωση. Η απομάκρυνση από την κακία, η απόκτηση της αρετής, η ανάληψη των
έργων της μετανοίας και η αναμονή του Θεού, οδηγεί τον άνθρωπο στην πρόσκτηση
των θεικών αρετών «διά της του θείου πνεύματος ενοικήσεως». Εδώ ο άγιος
Γρηγόριος συνιστά την μέθοδο της θεώσεως. Δεν αρκείται στον τονισμό μόνον της
απομακρύνσεως από την κακία, αλλά τονίζει και την πορεία προς την θέωση, την
έλευση της Χάριτος του Θεού στην καρδιά. Έτσι ερμηνεύεται η ενοίκηση του θείου
πνεύματος εντός μας. Με αυτόν το τρόπο «θεοποιείται ο άνθρωπος».
Οι Χριστιανοί πρέπει να
δείξουν την αληθινή πίστη από τα έργα της προσωπικής τους ζωής. Και καταλήγει
αυτήν την θαυμάσια επιστολή ο θείος Γρηγόριος: «Ούτω γαρ θεοποιείται ο
άνθρωπος. Ο γαρ κολλώμενος διά των έργων της αρετής τω Θεώ εν πνεύμα μετά του
Θεού γίνεται διά της του θείου πνεύματος χάριτος, ήτις μετά πάντων υμών είη
πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.».
Πηγή: Orthodoxianewsagency.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου