του Γεωργίου Π. Σωτηρίου
Στα ήσυχα ακρογιάλια της Γεννησαρέτ ήταν χτισμένη η Καπερναούμ. Στά χρόνια εκείνα ήταν μία από τις υπολογίσιμες πόλεις της Γαλιλαίας. Συχνά ο Κύριος ερχόταν σ' αυτήν, έκαμε πολλά θαύματα, και την αναφέρουν πολλές φορές οι Ευαγγελιστές. Φαίνεται δε ότι έμενε σ' αυτήν αρκετά ο Κύριος καί οι μαθητές Του, ώστε να την θεωρούν σαν «ιδίαν πόλιν», δική τους πόλη. Απ’ την Καπερναούμ, όπως φαίνεται, ήταν και ο Λευί ο Τελώνης, πού ονομάστηκε αργότερα Ματθαίος...
Εμπορική πόλη καθώς ήταν η Καπερναούμ, είχε καί υπηρεσία εισπράξεως φόρων. Μόλις έμπαινες στην πόλη έβλεπες το Τελωνείο. Ένα «μισητό» κτίριο πού το έβλεπε ο κόσμος καί αναστέναζε, γιατί ο τρόπος με τον οποίον λειτουργούσε ήταν ανήθικος καί ανυπόφορος. Ο κάθε τελώνης την εποχή εκείνη αναλάμβανε με δημοπρασία την είσπραξη των φόρων. Ήταν υποχρεωμένος να δώσει στο δημόσιο το ποσόν πού είχε συμφωνηθεί καί αυτός έπειτα προσπαθούσε με πάθε τρόπο να εισπράξει όσο το δυνατόν περισσότερα για να του μείνει μεγαλύτερο κέρδος.
Είχαν συνηθίσει οι τελώνες στην σκληρότητα. Εισέπρατταν χωρίς οίκτο από χήρες, ορφανά καί απροστάτευτα πλάσματα χωρίς εξαίρεση, χωρίς μέτρο, γι' αυτό και η λέξη μόνο «τελώνης» είχε γίνει, ταυτόσημη με το άδικος, σκληρός, εκμεταλλευτής, αμαρτωλός. Ο κόσμος όσες φορές μιλούσε περιφρονητικά για τις χειρότερες τάξεις των ανθρώπων έλεγε «τελώναι καί πόρναι» ή «μετά πόρνων καί τελωνών» και τα παρόμοια.
Ότι η περιφρόνηση του κόσμου στο μισητό αυτό επάγγελμα ήταν δικαιολογημένη, αφού ήταν συνηθισμένο φαινόμενο οι αδικίες των τελωνών, το βλέπουμε καθαρά στην παραβολή του Τελώνου καί του Φαρισαίου, οπού ο ίδιος ο τελώνης ομολογεί τις αμαρτίες του. Το βλέπουμε ακόμη καθαρότερα στην περίπτωση του Ζακχαίου, πού αφού γνώρισε τον Ιησού Χριστό, ομολογεί με συντριβή καί μετάνοια: «Τα ημίση των υπαρχόντων μου δίδωμι τοίς πτωχοίς καί ει τινός τι εσυκοφάντησα αποδίδωμι τετραπλούν». Τέτοιοι οπωσδήποτε ήταν καί οι τελώνες της Καπερναούμ, αφού δεν εδίστασαν να ζητήσουν φόρο καί από την ομάδα του Κυρίου καί των μαθητών του σαν να αποτελούσαν εταιρεία μεγαλεμπόρων, καί εισέπραξαν μάλιστα τον φόρο πού εζήτησαν, ένα νόμισμα στατήρος.
Ένας από αυτούς καθότανε καί τώρα στην πόρτα του Τελωνείου, καθώς πλησίαζε στην Καπερναούμ ο Κύριος με τους Αποστόλους. Ήταν ο Λευί, ο γιος του Αλφαίου. Ποιος ξέρει αν καί αυτός λογάριαζε αυτή την ώρα πόσο να φορολογήσει την ομάδα πού πλησίαζε. Όμως, πρίν προφθάσει να μιλήσει, σταματά μπροστά του ο Κύριος. Το βλέμμα του δεν είναι βλέμμα κοινού άνθρωπου. Δεν είναι από εκείνα πού συναντούσε ο Λευί στις καθημερινές του δοσοληψίες. Είναι βλέμμα πού μπαίνει κατάβαθα στην ψυχή. Βλέμμα Θεού ερευνητικό, αλλά καί πατρικό, αυστηρό αλλά καί γεμάτο αγάπη. Νιώθει ο Λευί, ότι αυτός πού βρίσκεται μπροστά του τη στιγμή αύτη, ξέρει τις σκέψεις του, ασκεί επάνω του κυριαρχία. Νιώθει την παρουσία του Θεού μπροστά του.
Μια λέξη του Κυρίου ήταν αρκετή να παρατήσει ο Λευί το Τελωνείο: «Καί εθεάσατο τελώνην ονόματι Λευίν, καθήμενον επί το Τελώνιον, καί είπεν αυτώ, ακολούθει μοι» (Λουκ. ε' 27, παράβαλε καί Ματθ. θ' 9, Μάρκ. β' 14). Μία λέξη του είπε, «ακολούθει μοι» καί ο Λευί ακολουθεί «καί καταλιπών άπαντα, άναστάς ηκολούθησεν αυτώ». Κατάπληκτοι ακολουθούν καί οι Απόστολοι. Σέ λίγο όλοι βρίσκονται στο σπίτι του Λευί. Στό τραπέζι πού ετοιμάστηκε, βρέθηκαν καί άλλοι, απρόσκλητοι καί καλεσμένοι, συνάδελφοι του Λευί. Όλη η μισητή συντεχνία των τελωνών καί άλλοι μαζί μ' αυτούς απ’ τους χειρότερους της κοινωνίας. Καί ο Κύριος ανάμεσα σ’ αυτούς. Άλλο πού δεν ήθελαν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι. Εύκολα βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν την παρατήρηση στους Αποστόλους. «Διατί μετά των τελωνών και αμαρτωλών εσθίει ο διδάσκαλος υμών;». Μίλησαν πικρόχολα, γιατί δεν τους έκαμε ο Κύριος την τιμή να έλθει στα δικά τους σπίτια, να δει καί ο κόσμος ότι αναγνωρίζεται η περίφημη αρετή τους! Αλλά καί χαιρέκακα, γιατί έπεσε ο Χριστός στο βαρύ λάθος να έλθει στο σπίτι του αμαρτωλού Λευί. Ετοιμάζονται να διαδώσουν στην πόλη το παράπτωμα αυτό του Χριστού για να φωτισθεί, επί τέλους, ο λαός καί να γνωρίζει με ποιόν έχει να κάμει.
Άκουσε ο Κύριος τα λόγια τους, το ερώτημα πού έκαμαν στους Αποστόλους, εγνώριζε καί τις σκέψεις τους, καί αντί να απαντήσουν οι μαθητές του σ' αυτούς, δίνει ο ίδιος την απάντηση. «Ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ' οι κακώς έχοντες... ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλ' αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Μία απάντηση, πού φανερώνει την πραγματική αλήθεια καί κλείνει τα στόματα των Φαρισαίων, δίνοντας συγχρόνως αρκετή ικανοποίηση σ' αυτούς. Δεν χρειάζονται, λέγει, οι υγιείς τον γιατρό αλλ' οι άρρωστοι. Τί άλλο μπορούσαν να ειπούν; Γι' αυτό καί δεν ξαναμίλησαν.
Καί ο άρρωστος ψυχικά έγινε καλά. Ο Λευί, ο τελώνης, έγινε ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Έγινε ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Αυτός ο άδικος, ο αμαρτωλός, έγινε ο φιλάνθρωπος, ο δίκαιος, ο ενάρετος, ο άγιος πού όχι μόνο την περιουσία του, αλλά καί την ζωή του έδωσε για τον Χριστό.
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος έζησε ζωή ασκητική, «απέχων κρεών», καί τρεφόμενος «δια καρπών καί λαχάνων». Εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην Παλαιστίνη καί στην Αιθιοπία, καί έγραψε πρώτος αυτός για τη ζωή, τη διδασκαλία καί τα θαύματα του Κυρίου στο Ευαγγέλιό του, πού κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των είκοσι επτά βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Μαζί με τα θαύματα του Κυρίου δεν παραλείπει να γράψει καί το δικό του θαύμα, την εγκατάλειψη του Τελωνείου του καί την αφοσίωση του στον Χριστό. Ίσως για να μας διδάξει καί με το δικό του παράδειγμα, ότι ο Κύριος «ουκ ήλθε καλέσαι δικαίους αλλ' αμαρτωλούς εις μετάνοιαν».
Δεν γνωρίζουμε πότε καί που πέθανε ή αν μαρτύρησε ο απόστολος καί ευαγγελιστής Ματθαίος. Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του την 16η Νοεμβρίου.
Πηγή: «ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ – οι θεόπνευστοι κήρυκες του λόγου» του Γεωργίου Π. Σωτηρίου, Εκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου