«Δέν μέ εἶχε θολώσει καλά-καλά ὁ ὕπνος, δέν ξέρω ἄν ἤμουνα ξυπνητός ἤ κοιμισμένος καί βλέπω μπροστά μου ἕναν ἄνθρωπο μέ ἀλλόκοτη ὄψη. Ἤτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ἤτανε σάν ἀνοιχτά καί μ’ ἔβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπό του ἤτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ ὄλα τά βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος. Στο’ να χέρι βαστοῦσε κάποιο παράξενο πρᾶγμα, πού δέν κατάλαβα τί ἤτανε, καί μέ τ’ ἄλλο ἔσφιγγε τό στῆθος του, λές καί πονοῦσε καί μοῦ λέει:...
«Ἐκεῖ πού βρίσκομαι, εἶναι κι ἄλλοι πολλοί ἀπό ‘κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά τήν πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οἱ ἐξυπνάδες δέν περνοῦνε παραπέρα ἀπό τό νεκροταφεῖο. Πόσο ἀλλοιώτικος εἶναι ὁ κόσμος ἀπό ὅτι τόν βλέπαμε! Ἀνάποδος ἀπό τήν ἔξυπνη ἀντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πώς ἡ ἐξυπνάδα μας ἤτανε βλακεία, οἱ κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες κι οἱ χαρές μας ψευτιά καί ἀπάτη. Ἐσεῖς πού ἔχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού για σᾶς ὁ Λόγος Του εἶναι Ἀλήθεια, ἡ μονάχη Ἀλήθεια, ἐσεῖς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαινει ἀνάμεσα στούς Πιστούς καί στούς ἄπιστους, αὐτό τό στοίχημα πού τό ἔχασα ἐγώ ὁ ἐλεεινός, καί χάθηκα καί τρέμω κι ἀναστενάζω καί δέν βρίσκω ἡσυχία. Ἀληθινά, στόν Ἅδη δέν ὑπάρχει πιά μετάνοια. Ἀλλοίμον σ’ ὅσους πορεύονται ὅπως πορευθήκαμε ἐμεῖς, τόν καιρό πού εἴμασταν ἀπάνω στή γῆ. Ἡ σάρκα, μᾶς εἶχε μεθύσει καί ἐμπαίξαμε ἐκείνους πού πιστεύανε στόν Θεό καί στή Μέλλουσα Ζωή κι ὁ πολύς κόσμος μᾶς χειροκροτοῦσε. Σᾶς λἐγαμε ἀνόητους. Σᾶς κάναμε περίπαιγμα κι ὅσο ἐσεῖς δεχόσασταν μέ καλωσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε ἡ δική μας ἡ κακία». Αὐτά τοῦ εἶπε ὁ ἀποθανών γιατρός καί γνωστός τοῦ Φώτη Κόντογλου».
(Ἀπό τό βιβλίο «Μυστικά ἄνθη» σελ. 113, Ἔκδ. Ἀστέρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου