Δαμασκηνού Μοναχού του υποδιακόνου και Στουδίτου
«…Πιστεύομε καί ομολογούμε, ότι ο Θεός είναι φύσει αγαθός, εύσπλαγχνος, μακρόθυμος, ποτέ δεν θέλει το κακό του ανθρώπου, ούτε παντάπασιν αγαπά το κακό, αλλά μόνον το καλό αγαπά, το αγαθό θέλει, το συμφέρον της ψυχής του ανθρώπου οικονομεί' διότι είναι φύσει αγαθός δια παντός. Γι' αυτό και πρώτον εποίησε τους Αγγέλους τους οποίους έκαμε πνεύματα λογικά για να αντιλαμβάνονται και να μετέχουν καί αυτοί από την Χάρι καί το φως του Θεού. Δεν αρκέσθηκε όμως ο Θεός μόνο στους Αγγέλους, αλλ’ έκαμε και όλον τον άλλο κόσμο, τον υλικό, ο οποίος είναι από τον ουρανό έως την γη' καί οι μεν Άγγελοι έχουν ομοιότητα τίνα με τον Θεό' ο άλλος όμως κόσμος ουδεμία ομοιότητα έχει προς Αυτόν' Γι’ αυτό τα δυο αυτά κτίσματα του Θεού ήσαν τελείως αμέτοχα το εν από του άλλου...
Θέλοντας δε ύστερα ο Πανάγαθος Θεός να δείξει την άπειρη σοφία του, έκαμε ένα πλάσμα, τον άνθρωπο, τον οποίο έκαμε να μετέχει και από τα δυο άλλα κτίσματά του, από πνεύμα δηλαδή καί από ύλη, να είναι θνητός όμού και αθάνατος, αισθητός και νοητός, αισθητός από το σώμα καί νοητός από την ψυχή, να βασιλεύει στα κτίσματα του Θεού καί να βασιλεύεται από τον Θεό, να προσκυνεί τον Θεό καί να προσκυνείται από τα ποιήματα του Θεού' να είναι θνητός για να είναι εδώ ολίγο καιρό. Όταν δε αποθάνει, να γίνεται αθάνατος, να ζει δηλαδή αιωνίως' να αποθνήσκει το σώμα καί να ζει η ψυχή' το σώμα να φθείρεται, η δε ψυχή να είναι αθάνατος, για να υμνεί τον Θεό. Έκαμε δε ο Θεός τον Αδάμ και τον άφησε στην εξουσία του' μία μόνο εντολή τον προσέταξε να φυλάττει καί εκείνη μόνο για να γνωρίζει ο Αδάμ, ότι έχει τον Θεό υπεράνω αυτού. Είχε ο Θεός καιρόν να αφήσει τον Αδάμ για να φάγει από το ξύλο εκείνο, αλλά δεν υπέμεινε ο Αδάμ και παραβάς την εντολή του Θεού εδιώχθη από τον Παράδεισο ουδείς του έπταισε' ουδείς τον έδιωξε' μόνος του από την αμαρτία του εδιώχθη' εξέπεσε από την δόξα του Θεού και κατήντησε στην γη αυτήν την κατηραμένη. Δεν ήρκεσε δε μόνον αυτό, αλλά καί περισσότερα ακόμη μετεχειρίσθη ο άνθρωπος, πορνείες, ειδωλολατρίες, μοιχείες, φόνους, φθόνους, ζημίες καί όσα κακά είναι του διαβόλου ευρήματα καί νοήματα, όλα ο άθλιος άνθρωπος τα έκαμε' το δε χειρότερο, ότι καί τον Θεό δεν προσεκύνει, αλλ’ εφεύρε είδωλα κωφά καί τυφλά, ξύλα καί λίθους καί άλλα αισθητά πράγματα, τα οποία ετίμα καί εσέβετο ως θεούς.
Ο δε Πανάγαθος Θεός, θέλων να επαναφέρει τον ταλαίπωρο άνθρωπο από την πλάνη, εδείκνυε πάντοτε κατά καιρούς σημεία πολλά' κατακλυσμό έκαμε σ’ όλον τον κόσμο, πόλεις κατέκαυσε, άλλα σημεία πολλά έδωκε, αλλ’ ο άνθρωπος δεν εννούσε πλέον να επιστρέψει από τις αμαρτίες του' ανέμενε ο Θεός να μετανοήσει, αλλ’ αυτός δεν μετενόει για τα τόσα κακά, τα οποία έκαμε. Τέλος βλέπων ο Θεός, ότι δεν επιστρέφει πλέον ο άνθρωπος από τις κακίες του, κατήλθε μόνος του και εσαρκώθη από της Αγίας Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας' δεν κατήλθε δε πρωτύτερα, διότι δεν είχαν εισέτι διέλθει όλοι οι Προφήτες' ο κόσμος ακόμη δεν είχε διαλεχθεί να φανεί ποιος είναι ο καλός καί ποίος ο κακός' ακόμη δεν είχαν δοκιμασθεί τελείως οι άνθρωποι' ακόμη ο Προφήτης Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν ήταν γεγεννημένος' ο στρατιώτης ακόμη δεν είχε έλθει' ο ετοιμαστής δεν είχε ετοιμάσει' ο κήρυξ δεν είχε κηρύξει' ο διαλαλητής ακόμη δεν είχε διαλαλήσει, ότι έρχεται ο Χριστός' πρώτα περιπατεί ο διαλαλητής καί διαλαλεί, ότι έρχεται ο βασιλεύς και τότε φθάνει και ο βασιλεύς' έτσι ήταν καί ο Τίμιος Πρόδρομος, ως κήρυξ' ο δε Χριστός είναι ο Βασιλεύς' δια τούτο λοιπόν ύστερα ήλθε ο Χριστός καί εσαρκώθη. Ο Άγιος Απόστολος Παύλος το μαρτυρεί, λέγων' «ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράσει, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ' 4—5)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου