του Φώτη Κόντογλου
Αθάνατη Ελλάδα! Τί θησαυρούς έχεις για όποιον σε νοιώθει!
Τούτο το καλοκαίρι πού πέρασε ήρθανε στην Ελλάδα περισσότεροι ξένοι από άλλες χρονιές. Έτυχε να γνωρίζουμαι με κάποιους, καί παρατήρησα πως κάτι καταλάβαινε ο καθένας από την Ελλάδα. Περισσότερη σημασία είχε για μένα το τι ένοιωσε ένας απλός ξένος κι όχι ο τάδε «καλλιτέχνης του κινηματογράφου» ή η τάδε τραγουδίστρια, πού «κάνανε την τιμή στην Ελλάδα να την επισκεφθούν».
Λοιπόν, λίγο-πολύ κάτι νοιώθουνε οι κάθε φυλής άνθρωποι σαν ζήσουνε λίγο καιρό στον τόπο μας. Ακόμα κ’ οι πιο επιπόλαιοι, κ’ οι πιο κολλημένοι στον ευρωπαϊσμό τους, με τον καιρό αρχίζουνε καί παίρνουνε μυρουδιά, πως εδώ υπάρχει κάποιο πράγμα πού δεν υπάρχει αλλού...
Λένε πως τους αρέσει η Ελλάδα για τον ήλιο, για το φως, για τον γαλανό ουρανό, για τη λαμπερή θάλασσα. Μα αυτά είναι τα εξωτερικά, καί πολλά απ' αυτά μπορεί να βρίσκουνται καί σ' άλλους τόπους. Εκείνο πού κρύβεται πίσω από την εξωτερική, φυσική ομορφιά είναι κάποιο μυστηριώδες πράγμα, πού δίνει στον άνθρωπο μια λύτρωση, ένα ψυχικό ξεκούρασμα, ένα κέφι για τη ζωή, ένα είδος μακαριότητας. Με όλο το φως πού λάμπει απάνω στην πλάση, υπάρχει μέσα στη φύση της Ελλάδας ένα μυστήριο πού δίνει μια θρησκευτική συγκίνηση στην ψυχή του ανθρώπου, πού δεν παραμορφώθηκε από τον «πολιτισμό». Ιλαρότητα, αγάπη, θέρμη, καί ανάπαυση της ψυχής, ενθουσιασμός πού κρύβεται στα κατάβαθα του ανθρώπου, αυτά κι άλλα τέτοια νοιώθει όποιος έχει κεραίες, για να πιάσει το μυστήριο πού είπα.
Εδώ τα διάφορα φυσικά συστατικά είναι αρμονισμένα με τέτοιον τρόπο, κ' έχουνε τόση λεπτότητα καί απλότητα, πού η φύση είναι σαν μια κιθάρα, πού οι κόρδες της είναι ευαίσθητες καί στην πιο ελαφρή πνοή του ανέμου. Όποιος μετρά την ευτυχία καί την χαρά της ζωής με τα χοντροειδή μέτρα της υλικής καλοπέρασης, δεν θα καταλάβει τίποτα από την Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι πνεύμα καί στα υλικά της. Η Ελλάδα είναι τα ασκητικά βουνά με τα ευωδιασμένα χαμόκλαδα πού έχουνε τη δροσιά ή τον ήλιο πάνω τους να λάμπουν σαν πολύτιμα πετράδια, χωρίς εκείνα τα πνιγερά δάση πού μαυρίζουνε καί καταπλακώνουνε τις βορεινές χώρες. Τα αραιά δεντράκια είναι σαν άνθρωποι πού στέκουνται στην πλαγιά, ή πού είναι καθιστοί σ' ένα βράχο, ή πού κοίτουνται ξαπλωμένοι για να ξαποστάσουνε. Ο αγέρας τους έχει δώσει ένα σχέδιο εκφραστικό, σαν να 'ναι άνθρωποι, σαν να 'ναι ψυχές. Ενώ σε κείνες τις απέραντες καί μονότονες χώρες, το κάθε δέντρο μέσα στα δάση είναι σαν τον άνθρωπο πού είναι χαμένος μέσα στο πλήθος, στη μερμηγκιά. Τα βουνά μας είναι καί κείνα σαν ζωντανά. Το ένα προβάλλει πίσ' από τ' άλλο σαν να σε κοιτάζουνε από μακρυά. Άλλο στέκεται όρθιο σαν τσομπάνος καί κοιτάζει κατά την Ανατολή, λες καί τηρά τον ήλιο πού βγαίνει. Άλλο είναι ξαπλωμένο με το ραχάτι του, έχοντας την πλάτη του γυρισμένη κατά τον βοριά, καί στ' απάγκιο του αποσκεπάζει με το κορμί του κανένα μικρό χωριό ή πεντέξη μαντριά καί στρούγκες. Άλλο πάλι σαν να είναι καθισμένο καί κουκουλωμένο με την κάπα του, καί κοιτάζει το γαλανό πέλαγο, ενώ από πίσω του βρίσκεται ένα λαγκάδι γεμάτο πράσινα αμπέλια, συκιές, ελιές. Έτερο έχει ένα ρημοκκλήσι στη γυμνή κορφή του μ' ένα δεντράκι πού το συντροφεύει στη μοναξιά του. Άλλο έχει ένα σταχτωμένο κάστρο σαν κορώνα στην κεφαλή του, χτίριο αρχαίο, γεμάτο παραμυθένια πράγματα, από τον καιρό των αρχαίων Ελλήνων, των Βυζαντινών, των Φράγκων καί των Τούρκων.
Εκεί πού περπατάς ανάμεσα σε δυο βουνά, άξαφνα στρίβοντας το μονοπάτι, φανερώνεται μονομιάς, πίσω από έναν βράχο, η θάλασσα, γαλανή κι αφρισμένη κι η αρμύρα της έρχεται στη μύτη σου. Αντίκρυ μακρυά βλέπεις νησάκια, ξέρες, κανένα καΐκι πού αρμενίζει σαν να 'ναι γιαλοπούλι, με τ' άσπρο φτερό του, πού πάει να κρυφτεί πίσω από τον κάβο. Ο σκοίνος καί τ' αγριάγκαθα μυρίζουνε, κ' η στυφή μυρουδιά τους ανακατεύεται με τον αρμυρόν αγέρα της θάλασσας. Τ' αγεράκι πού καλάρει από το πέλαγο σουσουρίζει γλυκά στα κλαριά της γέρικης ελιάς πού κάθισες αποκάτω της για να ξαποστάσεις καί να φας το σταρένιο ψωμί σου. Εσύ, ο φτωχός, είσαι μακάριος μέσα στα κρυφά πλούτη της φύσης, πού δεν είναι σε θέση να τα δούνε καί να τα χαρούνε οι ένδοξοι κ' οι πλούσιοι της γης. Αυτό είναι πού λέγει το τροπάρι «τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια». Φύση σεμνή. Φύση αγιασμένη. Έχει τη γέψη του σιταρένιου ψωμιού πού μοσκοβολά σαν ψήνεται στον φούρνο του χωρίου. Τί να τα κάνεις τα εξωτερικά πλούτη, πού έχουνε οι μεγάλες πολιτείες της Ευρώπης, τα κρύα πάρκα πού είναι κανωμένα με τ’ αλφάδι, γραμματικές καί σχολαστικά συντακτικά «της επιστήμης των κήπων», με την απελπιστική συμμετρία, με τους τεχνητούς βράχους καί με τους ηλεκτρικούς γλόμπους;
Όλα τα φυσικά κτίσματα στην Ελλάδα είναι στα μέτρα του ανθρώπου. Είναι σαν να γινήκανε γι' αυτόν όλα, τα βουνά, οι θάλασσες, οι κόρφοι, τα μπουγάζια, τα νησιά, τα λαγκάδια, τα ποτάμια. Σ' άλλες χώρες η φύση παρουσιάζει ένα χάος πού φοβερίζει τον άνθρωπο —χάος γεμάτο αντάρες, υγρασία, σκοτάδι, μούχλα.
Σ' ένα βιβλίο πού έγραψα προ χρόνια καί πού το ονόμασα «Αστρολάβο», να τι έγραφα με πιο απλά λόγια για την ελληνική φύση: «Δεν έχουμε εδώ στον τόπο μας βουνά τόσο ψηλά όσο είναι σε άλλες χώρες, καί μολαταύτα τα βουνά της Ελλάδας πολλές φορές φαντάζουνε σαν πιο μεγαλόπρεπα καί πιο ψηλά από κείνα τα θεόρατα Ιμαλάγια της Ινδίας, επειδή τον περισσότερον καιρό ο αγέρας είναι καθαρός καί κρουσταλλιασμένος καί τα δείχνει καθαρά, πού θαρρείς πώς είναι πέτρες κειτάμενες στον κάμπο, να τις αγγίξεις με το χέρι σου. Ενώ τα μεγάλα βουνά τα ζώνουνε αντάρες καί σύννεφα, πού τα κρύβουνε ολοχρονίς από τα μάτια μας, κι έχουνε πολύ μάκρος καί πολλές κορφές, πού δεν είναι πια βουνά μονοκόμματα, άλλα ένα χάος αληθινό. Γιατί ο άνθρωπος είναι πλασμένος να μπορεί να νοιώσει ό,τι πράγμα είναι στα μέτρα του καί στις δυνάμεις του πιο πολύ, παρά ό,τι είναι έξω απ’ όσο φτάνει το μάτι του κι απ' όσο αισθάνεται η καρδιά του. Το ίδιο είναι κι ο μέρμηγκας, πού τριγυρίζει γύρω από μια πέτρα, καί θαυμάζεται καί λέγει μέσα του: τι θεόρατο βουνό είναι, τούτο, γιατί κείνη η πέτρα είναι σε αναλογία με το μπόι του, ενώ η Γκιώνα και τ’ Άγραφα είναι γι’ αυτόν ακατανόητα, κι ούτε τα παίρνει είδηση, επειδή δε μπορεί να τα τηράξει καί να τα θαυμάσει.
Ένα τέτοιο πράγμα γίνεται καί στη θάλασσα, μοναχά πως ο ταξιδευτής, τραβώντας με το καράβι του πολλά μερόνυχτα, δίχως να βρει στεριά, τα χάνει κι απορεί που βρίσκεται τόσο νερό, πού λες πώς δεν έχει άκρη καί πάτο, επειδή στη θάλασσα δεν είναι μοναχά το μάτι πού τον κάνει να θαυμάζει, μα κι ο καιρός πού περνά ως να ’βρει στεριά.
Έχουνε να πούνε πως οι Έλληνες τραγουδήσανε καί ιστορήσανε με πιότερο αίσθημα απ' άλλους τα φυσικά χτίσματα, καί δεν αφήσανε τίποτα να μην το στολίσουνε με τη φαντασία τους, είτε βουνό, είτε θάλασσα, ποτάμια, νησιά, βρύσες, επειδή είναι μικρή η χώρα τους κ' η θάλασσα γεμάτη μπουγάζια καί κόρφους καί πλουμισμένη από πλήθος νησιά, λες κ' ήτανε επίτηδες κανωμένα όλα τα φυσικά για τον άνθρωπο, κι αγαπημένα απ' αυτόν, κι όχι φοβερά κι απέραντα, πού να τον τρομάζουνε καί να τον βουβαίνουνε, Καί τα παραστήσανε με σχέδιο ανθρώπινο, τις θάλασσες, τα ποτάμια, τα βουνά, τους ανέμους κι όλα τ' άλλα... Στά σημερινά τα χρόνια οι άνθρωποι πετάνε στον ουρανό με τ' αεροπλάνα, καί ταξιδεύουνε με μεγάλη γρηγοράδα, ώστε να 'ρχεται η μια χώρα κοντά στην άλλη, καί φαίνεται η γη ίσαμε ένα πορτοκάλι. Με τούτο δεν θα πει πώς ο κόσμος μίκρυνε. Πολλά μυστήρια είναι ακόμα, πλήθος τόποι κρυμμένοι καί μυστικοί. Κ’ οι αρχαίες χώρες έχουνε πράγματα πού δεν ιστορηθήκανε, γιατί χιλιάδες χρόνια πατιούνται από ανθρώπους πού χτίζουνε ολοένα κτίρια, φτιάνουνε καράβια κι άλλα χειροτεχνήματα, πλέκουνε ιστορίες, πού κάθε άνθρωπος μερακλής καί περίεργος θέλει να τα μάθει».
Η δική μας φύση είναι ήμερη. Οι θυμοί της περνάνε γρήγορα. Ο άνθρωπος, ζώντας ανάμεσα της, δεν νοιώθει ποτέ απελπισία κ' ερημιά, όπως σε άλλα μέρη. Όπου γυρίσει, θαρρεί πώς θα δει καί θ' ακούσει κάποια πλάσματα ζωντανά. Για τούτο οι αρχαίοι πλάσανε με τη φαντασία τους χίλια-δυο τέτοια πλάσματα. Νεράιδες, Στοιχειά, Σάτυρους, Πάνες, Κενταύρους, Άρπυιες, Τρίτωνες, Ξωθιές, Γοργόνες, πού ζούνε τάχα κοντά στα ποτάμια καί στις βρύσες, στις σπηλιές, στα δέντρα, στη θάλασσα, κι ο λαός μας τα πιστεύει ακόμα. Καί σήμερα, εκτός απ’ αυτά τα στοιχειά, μίλα για τους ανέμους σαν να 'ναι ζωντανοί. Τον βοριά τον λέγει στα τραγούδια του κύρ-Βοργιά καί γέρο-Βοργιά. Οι τσομπαναρέοι λένε πως κάθεται με τη γρηά τη μάνα του σ' ένα παλάτι, απ’ οπού φαίνονται όλα τα μέρη της γης, καί πού είναι χτισμένο απάνω σε κάτι βράχους πού ζαλίζεται άνθρωπος ν' ανεβεί καί στα μισά. Οι τσομπάνηδες, λένε πώς οι αγέρηδες τρώνε ανθρώπους καί πώς κάθουνται στις σπηλιές, στα πιο ψηλά βουνά.
Σέ κάποιες αγιογραφίες κανωμένες κατά τα 1700, βλέπει κανένας ζωγραφισμένους τους ανέμους με σχέδιο ανθρώπου να φυσάνε μ’ ένα κέρατο κατά τη θάλασσα, από τις τέσσερες μεριές. Είναι γραμμένα καί τα ονόματά τους: Βορέας, Λεβάντες, Ζέφυρος, Νότος. Από τους τέσσερες, οι τρεις έχουνε γενειάδα, μοναχά ο Ζέφυρος δεν έχει, αλλά παριστάνεται σαν παλληκαρόπουλο.
Σέ τέτοιες ζωγραφιές μέσα σε παλιές εκκλησιές, παριστάνουνται κ' οι βράχοι με πρόσωπο ανθρώπου, οι σπηλιές έχουνε πολλά μάτια απάνω στο μπάσιμό τους, οι ποταμοί (ο Ιορδάνης) είναι σαν άνθρωποι πού χύνουνε νερό μ' ένα κανάτι, κ' η θάλασσα παριστάνεται σαν μια νεράιδα με κορώνα στο κεφάλι καθισμένη απάνω σ' ένα ψάρι. Πολλές φορές, στην Κοίμηση της Παναγίας, τα σύννεφα πού σηκώνουνε τους Αποστόλους καί τους πάνε στη Γεθσημανή, έχουνε σχήμα άσπρων πουλιών με κεφαλή αητού.
Όλη αυτή η ποιητική πνοή βρίσκεται μέσα στη βλογημένη φύση μας, κι αυτή ζέστανε τη φαντασία του λαού μας, καί τη στόλισε έμορφα καί την πλούμισε, όπως η κόρη κεντά καί πλουμίζει το πανί στον αργαλειό της. Γι' αυτό πουθενά αλλού δεν υπάρχουνε τα λαϊκά τραγούδια, με τα οποία καταστόλισε ο λαός μας τη ζωή καί την πλάση (κι αλοίμονο, εμείς οι προκομμένοι δεν τα θέλουμε, αυτά τα ατίμητα διαμάντια, αλλά τ' αλλάζουμε με κάποιες ξένες ανοησίες).
Στά τραγούδια μας όλα τα πλάσματα μιλάνε με ανθρωπινό αίσθημα, ακόμα κ’ οι αναίσθητες πέτρες, το χώμα, η αντάρα:
Ο δυόσμος κι ο βασιλικός καί τ' άσπρο καρυοφύλλι, αυτά τα τρία μαλώνανε το ποιο μυρίζει κάλλιο. Πετιέται το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρουδάτο: Σωπάστε, βρωμολούλουδα κι εσείς βρωμοβοτάνια, κ' εγώ 'μαι το τριαντάφυλλο της άνοιξης στολίδι, πού τον χειμώνα κρύβομαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, τον Μάη τον μήνα φαίνομαι σε νιου γαμπρού κεφάλι, σε παντρεμένης γόνατα, στου κοριτσιού τον κόρφο, στης χήρας το προσκέφαλο βραδυάζω ξημερώνω!
Αθάνατη Ελλάδα! Τί θησαυρούς έχεις για όποιον σε νοιώθει!
Πηγή: «Ευλογημένο Καταφύγιο» του Φώτη Κόντογλου – Εκδ. Ακρίτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου