του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Αντιγράφω από ένα δημοσίευμα: «Κάθε λαός και κάθε έθνος είναι δεμένος με τη γενέθλια γη πού του παραχώρησε ο Δημιουργός (...). Ο Θεός θέλησε να χωρίσει τα έθνη και τους λαούς, έδωσε χωριστά σε κάθε έθνος καί σε κάθε λαό την ιδιαίτερη κλίση του, τα καθήκοντα, τα χαρίσματά του».
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ να διαπιστώσει κανείς ότι το απόσπασμα αυτό εκφράζει σήμερα πολλούς πιστούς καί μπορεί κάλλιστα να προέρχεται από θεολογικά άρθρα των τελευταίων δεκαετιών, τα οποία επιχειρούν να υπερασπιστούν την ιδιοπροσωπία του λαού μας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση καί ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα...
Προς στήριξη, μάλιστα, της άποψης πού εκφράζει το παραπάνω απόσπασμα, γίνεται επίκληση ενός συγκεκριμένου χωρίου της Παλαιάς Διαθήκης (Δευτερονόμιο 32:8-9), το οποίο όντως αναφέρει ότι τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των διαφόρων Λαών τις όρισε ο ίδιος ο Θεός, ο οποίος καί «έστησεν όρια εθνών».
Το παραπάνω απόσπασμα, ωστόσο, προέρχεται από κείμενο μιας ολότελα άλλης συνάφειας: της Νότιας Αφρικής το 1948, την εποχή, δηλαδή, πού εδραιωνόταν το ρατσιστικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, προέρχεται από την Διακήρυξη ενώς φορέα, ο οποίος είχε αποστολή του να τεκμηριώνει θεολογικά το απαρτχάιντ (τις θεσμοποιημένες φυλετικές διακρίσεις σε βάρος των Αφρικανών) καί το οποίο βλασφήμως έφερε την ονομασία «Ινστιτούτο για τη χριστιανική εθνική εκπαίδευση». Το κέντρο βάρους της Διακήρυξης βρισκόταν στο ότι την ποικιλία των εθνών δεν την ανέφερε για να την υμνήσει ως πλούτο της ανθρωπότητας, αλλά για να υπογραμμίσει τον διαχωρισμό, την στεγανότητα κάθε έθνους. Το 1948, άλλωστε, ήταν το έτος καθιέρωσης του όρου «απαρτχάιντ», ο οποίος σημαίνει ακριβώς «διαχωρισμός», «άσκηση διακυβέρνησης βάσει του διαχωρισμού των ανθρώπων».
Οι δύο συνάφειες (το νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ αφενός και η νεοελληνική πραγματικότητα αφετέρου) είναι, βεβαίως, πολύ διαφορετικές. Νομίζω, ωστόσο, ότι το κοινό τους σημείο (η χρήση του βιβλικού χωρίου για να θεμελιωθεί η στεγανότητα των εθνών) αξίζει να εξεταστεί περαιτέρω.
Το πλήρες χωρίο του Δευτερονομίου (το οποίο πράγματι θεωρείται κλασικό σημείο της Παλαιάς Διαθήκης όσον αφορά τον εκ Θεού διαχωρισμό των εθνών), έχει ως έξης: «Ότε διεμέριζεν ο ύψιστος έθνη, ως διέσπειρεν υιούς Αδάμ, έστησεν όρια εθνών κατά αριθμόν αγγέλων Θεού, καί εγενήθη μερίς κυρίου λαός αυτού Ιακώβ, σχοίνισμα κληρονομίας αυτού Ισραήλ». Δηλαδή: «Όταν διεμέριζε ο Ύψιστος τα έθνη, τότε πού διέσπειρε τους απογόνους του Αδάμ, έθεσε όρια στα έθνη σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του Θεού. Καί το μερίδιο του Κυρίου ήταν ο λαός Του ο Ιακώβ, κληρονομιά Του ο Ισραήλ». Όταν το ρατσιστικό καθεστώς της Νότιας Αφρικής επικαλούνταν το χωρίο αυτό, αφενός νοούσε τον εαυτό του ως τον εκλεκτό λαό, καί αφετέρου διεκήρυττε την αντίθεση του στο όραμα της ανθρωπότητας ως μιάς οικογένειας. «Εφόσον ο Θεός διεμέρισε τα έθνη», έλεγε το καθεστώς, «τότε κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να τα ενώσει».
Αρκετοί σταματούν εδώ. Ωστόσο, χρειάζεται να προχωρήσουμε παραπέρα. Το χωρίο αυτό του Δευτερονομίου βρίσκεται κάπως καί στην Καινή Διαθήκη, καί δη στην περίφημη ομιλία του αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, πράγμα πού, προφανώς, σημαίνει ότι η χρήση του από τον Απ. Παύλο μπορεί να μας βοηθήσει στην ερμηνεία του. Είπα «βρίσκεται κάπως», διότι ο απόστολος των εθνών δεν το παρέθεσε αυτούσιο, αλλά με τρόπο πού έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, είπε στους Αθηναίους τα εξής: «Εποίησε (ο Θεός)... εξ ενός αίματος πάν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς οροθεσίας της κατοικίας αυτών». Δηλαδή: «Από έναν άνθρωπο έκανε όλα τα έθνη των ανθρώπων για να κατοικούν πάνω σ' όλη τη γη, καί όρισε πόσον καιρό θα υπάρχουν καί σε ποια σύνορα θα κατοικούν» (Πράξ. 17:26).
Το πρώτο πού πρέπει να προσέξουμε, είναι ότι ο Απ. Παύλος παραλείπει τη φράση περί του ότι ένας μόνο λαός είναι ο λαός του Θεού. Δεύτερον, την ποικιλία των εθνών δεν την συνέδεσε με την έννοια της στεγανότητάς τους, αλλά με την έννοια της κοινής καταγωγής όλων των ανθρώπων καί άρα της μεταξύ τους συγγένειας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να καταλάβουμε τί ακριβώς επιχείρησε μ' αυτόν τον χειρισμό του ο Απ. Παύλος: Άσκησε ουσιαστικά κριτική στους Αθηναίους, οι οποίοι πίστευαν ότι ήταν αυτόχθονες, αναδυθέντες από το έδαφος της Αττικής, καί μάλιστα χλεύαζαν όσους φιλοσόφους τολμούσαν να ψελλίσουν το αντίθετο. Ο Απ. Παύλος, συνεπώς, απέναντι σε μια πεποίθηση περί στεγανότητας της εθνικής ταυτότητας, έδωσε μαρτυρία ότι όλοι οι άνθρωποι είναι όμαιμα αδέλφια, πράγμα πού άλλωστε έκανε καί σε άλλες ευκαιρίες (Ρωμ. 5:12-19, Α' Κορ. 15:45-49). Η διατύπωση, μάλιστα, «πάν έθνος», η οποία βρίσκεται στον λόγο του προς τους Αθηναίους, χρησιμοποιείται καί σε άλλα σημεία των Πράξεων, πάντα για να σημάνει την κλήση πού απευθύνει ο Θεός προς όλους τους λαούς κι όλους τους ανθρώπους αδιάκριτα, δίχως να εμποδίζεται από την ιδιοπροσωπία κάθε λαού (2:5, 10:35, 14:16).
Τη βιβλική ιδέα ότι για τη φροντίδα κάθε λάου, αλλά καί κάθε ανθρώπου, ο Θεός έχει ορίσει έναν άγγελο, οι εκκλησιαστικοί Πατέρες καί συγγραφείς τη γνωρίζουν καί την επαναλαμβάνουν. Το ενδιαφέρον εδώ, όμως, είναι ότι η εκκλησιαστική συνείδηση αυτό δεν το βλέπει υπό την προοπτική της αυτάρκειας κάθε λαού, αλλά υπό την προοπτική της κοινής σωτηρίας. Έτσι, οι Πατέρες τονίζουν ιδιαίτερα τον ρόλο των εν λόγω αγγέλων ως διακόνων του ιεραποστολικού έργου του Θεού. Κάθε πολιτισμική συνάφεια, δηλαδή, δύναται να λειτουργήσει ως υποδοχέας της αλήθειας ή και ως σπερματικός μάρτυράς της, δεν αποτελεί, όμως, αλήθεια καθεαυτήν. Δίχως αυτή την προοπτική, αυτό πού απομένει είναι μια νεοπαγανιστική, μια πολυθεϊστική λογική, η οποία δεν δίνει προτεραιότητα ούτε στην ενότητα της ανθρωπότητας, ούτε στη μία αλήθεια για όλους, αλλά απολυτοποιεί το επί μέρους και νοεί κάθε λαό ως αυτόνομο μέγεθος, στη δική του μοίρα και με τους δικούς του θεούς. Κάτι αντίθετο, δηλαδή, από ό,τι δηλώνει το κοντάκιο της Πεντηκοστής, για το οποίο οι περισσότεροι αγνοούμε ότι, συν τοις άλλοις, υπομνηματίζει το προαναφερθέν χωρίο του Δευτερονομίου, λέγοντας: «Ότε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος. Ότε του πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας, εκάλεσε»! Είναι, ελπίζω, περιττό να διευκρινιστεί εδώ ότι η ενότητα για την οποία μιλά η Εκκλησία, δεν είναι ο πολτοποιός ιμπεριαλισμός, αλλά η οικουμενικότητα της αγάπης και της ελευθερίας. Είναι λάθος να πιστεύεται ότι η απάντηση στον κάθε ιμπεριαλισμό (πολιτικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό κ.λπ.) είναι η αυτάρκεια των επί μέρους συναφειών. Αν κανείς καταστήσει βασικό κριτήριο του αυτή την αυτάρκεια, τότε θα βρεθεί στη σχιζοειδή θέση να νομιμοποιεί αυτό το οποίο υποτίθεται ότι αντιμάχεται! Να νομιμοποιεί, δηλαδή, τον πολτοποιό ιμπεριαλισμό, αν αϊτός αποτελεί παράδοση και πρακτική κάποιας επί μέρους συνάφειας! Για τον χριστιανό, η ραχοκοκαλιά της εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι η πίστη ότι η αγάπη και η ελευθερία είναι πνοή του ενός, υπερπολύτεκνου Πατέρα, και τιμαλφή πανανθρώπινα.
(Από το περιοδικό «Πάντα τα Έθνη» - τεύχ. 114)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου