του Αγίου Επιφανίου Κύπρου
«…Μυστήρια των μυστηρίων απόκρυφα! Δύο κρυφοί μαθητές έρχονται να κρύψουν σε τάφο τον Ιησού… ο Νικόδημος, κι ο Ιωσήφ, παρουσιάστηκε με τόλμη στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού…
Αλλά τι του είπε; "Κάτι ασήμαντο, κάτι πού όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντα μου. Δώσ' μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου πού καταδίκασες (σε θάνατο), του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού του γυμνού, του Ιησού του περιφρονημένου, του Ιησού του γιου ενός μαραγκού, του Ιησού του δέσμιου, του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο, του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους καί καταφρονεμένου καί, κοντά σ' όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό). Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί τί σου χρειάζεται πια το σώμα Του; Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί από μακρινή χώρα ήρθε εδώ, για να σώσει τον ξένο (: τον αποξενωμένο απ’ το Θεό και ξενιτεμένο απ’ την ουράνια πατρίδα του άνθρωπο). Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για ν' ανεβάσει τον ξένο. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί Αυτός μόνο είναι πραγματικά ξένος. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού τη χώρα Του δεν τη γνωρίζουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού τον Πατέρα Του δεν ξέρουμε εμείς οι ξένοι, Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού τον τόπο καί τη γέννηση και τη βιοτή Του αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού έζησε στα ξένα ζωή καί βιοτή παράξενη. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού δεν έχει εδώ που να γείρει το κεφάλι. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού σαν ξένος γεννήθηκε άστεγος στα ξένα καί σε φάτνη. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού απ’ τη φάτνη ακόμα έφυγε σαν ξένος (για να σωθεί) απ’ τον Ηρώδη. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού απ’ τα σπάργανα ακόμα ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού μήτε πόλη, μήτε χωριό, μήτε σπίτι, μήτε τόπο να μείνει, μήτε συγγενή έχει, αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε, αν καί τα πάντα κατέχει. Δώσ' μου, άρχοντά μου, τούτον τον γυμνό πάνω στο ξύλο (του Σταυρού), για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε τη γύμνια της δικής μου φύσης. Δώσ' μου τούτον τον νεκρό μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν πού κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δώσ' μου τούτον τον νεκρό, για να θάψω Αυτόν πού έθαψε στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, πού αδικήθηκε απ’ όλους, πού προδόθηκε από μαθητή, πού εγκαταλείφθηκε από φίλους, πού διώχθηκε από αδελφούς, πού χαστουκίστηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο απ’ αυτούς πού ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά, ποτισμένο ξύδι απ’ αυτούς πού ο ίδιος έθρεψε, πληγωμένο απ’ αυτούς πού ο ίδιος γιάτρεψε, παρατημένο απ’ τους μαθητές Του καί στερημένο την ίδια τη μάνα Του. Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά μου, Αυτόν τον άστεγο πού κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού). Γιατί δεν έχει κανένα να Του συμπαρασταθεί πάνω στη γη, ούτε πατέρα , ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει. Μόνος είναι του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας…».
«…Μυστήρια των μυστηρίων απόκρυφα! Δύο κρυφοί μαθητές έρχονται να κρύψουν σε τάφο τον Ιησού… ο Νικόδημος, κι ο Ιωσήφ, παρουσιάστηκε με τόλμη στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού…
Αλλά τι του είπε; "Κάτι ασήμαντο, κάτι πού όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα να σου ζητήσω, άρχοντα μου. Δώσ' μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου πού καταδίκασες (σε θάνατο), του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού του γυμνού, του Ιησού του περιφρονημένου, του Ιησού του γιου ενός μαραγκού, του Ιησού του δέσμιου, του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο, του Ιησού του ξένου και αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους καί καταφρονεμένου καί, κοντά σ' όλα αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό). Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί τί σου χρειάζεται πια το σώμα Του; Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί από μακρινή χώρα ήρθε εδώ, για να σώσει τον ξένο (: τον αποξενωμένο απ’ το Θεό και ξενιτεμένο απ’ την ουράνια πατρίδα του άνθρωπο). Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για ν' ανεβάσει τον ξένο. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, γιατί Αυτός μόνο είναι πραγματικά ξένος. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού τη χώρα Του δεν τη γνωρίζουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού τον Πατέρα Του δεν ξέρουμε εμείς οι ξένοι, Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού τον τόπο καί τη γέννηση και τη βιοτή Του αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού έζησε στα ξένα ζωή καί βιοτή παράξενη. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού δεν έχει εδώ που να γείρει το κεφάλι. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού σαν ξένος γεννήθηκε άστεγος στα ξένα καί σε φάτνη. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού απ’ τη φάτνη ακόμα έφυγε σαν ξένος (για να σωθεί) απ’ τον Ηρώδη. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού απ’ τα σπάργανα ακόμα ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο. Δώσ' μου τούτον τον ξένο, πού μήτε πόλη, μήτε χωριό, μήτε σπίτι, μήτε τόπο να μείνει, μήτε συγγενή έχει, αλλά σε ξένη χώρα κατοίκησε, αν καί τα πάντα κατέχει. Δώσ' μου, άρχοντά μου, τούτον τον γυμνό πάνω στο ξύλο (του Σταυρού), για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε τη γύμνια της δικής μου φύσης. Δώσ' μου τούτον τον νεκρό μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν πού κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δώσ' μου τούτον τον νεκρό, για να θάψω Αυτόν πού έθαψε στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, πού αδικήθηκε απ’ όλους, πού προδόθηκε από μαθητή, πού εγκαταλείφθηκε από φίλους, πού διώχθηκε από αδελφούς, πού χαστουκίστηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο απ’ αυτούς πού ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά, ποτισμένο ξύδι απ’ αυτούς πού ο ίδιος έθρεψε, πληγωμένο απ’ αυτούς πού ο ίδιος γιάτρεψε, παρατημένο απ’ τους μαθητές Του καί στερημένο την ίδια τη μάνα Του. Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά μου, Αυτόν τον άστεγο πού κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού). Γιατί δεν έχει κανένα να Του συμπαρασταθεί πάνω στη γη, ούτε πατέρα , ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει. Μόνος είναι του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος κανένας…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου