«Λάζαρε, δεύρο έξω…», …έβγα από τον τάφο. Άφησε τον τάφο και έλα στον κόσμο. Άφησε τον άδη και έλα στην Βηθανία. Άφησε την κόλαση και έλα στον οίκο σου. Άφησε την φθορά και έλα στην ανάσταση. Άφησε τον θάνατο και έλα στην ζωή Λάζαρε, δεύρο έξω, για να γνωρίσει ο άδης ποιος είμαι εγώ, για να εννοήσει, ότι τίποτα δεν δύναται να κάμει έμπροσθέν Μου, για να ακούσει ποιος είναι, ποιος σε ανασταίνει. Λάζαρε, δεύρο έξω, για να μάθουν οι άνθρωποι, τι είναι η ανάσταση νεκρών, να εννοήσουν οι πεπλανημένοι Ιουδαίοι, ότι εάν αναστήσω εσένα, που είσαι φίλος μου, πολλώ μάλλον θέλω αναστήσει τον Εαυτό Μου. Σήκω, Λάζαρε, διότι Θεός είμαι και σε προστάζω ως εξουσιαστής και φοβερός Βασιλεύς του θανάτου.
«Και εξήλθεν ο τεθνηκώς…», Παρευθύς με τον λόγο του Χριστού ανεστήθη… και πολλοί από τους Ιουδαίους έλεγαν στους Φαρισαίους: «…δεν είναι φανερό σημείο, ότι είναι Θεός; Μπορείτε εσείς να κάμετε τέτοιο θαύμα; Ακούσθηκε Προφήτης θαυματουργός, όπως αυτός; Δεν είναι αυτός φανερά Υιός Θεού; γιατί τον φθονείτε εσείς; Γιατί ζητείτε να τον φονεύσετε; Γιατί θέλετε να σταυρώσετε; Αν ήταν αυτός αμαρτωλός άνθρωπος, ήθελε να κάμνει τέτοια θαύματα; Ήθελε να ενεργεί ως Θεός;…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου