Κάποια ημέρα πήγαν στο θέρος ο Αββάς Σισώης και ο Μακάριος με άλλους πέντε Μοναχούς. Θέριζαν το πρωί με την δροσιά και κάποια γυναίκα που ακολουθούσε μάζευε τα στάχυα που είχαν απομείνει. Αυτή όμως έκλαιγε πικρά αναστενάζοντας. Τότε ο Όσιος Μακάριος ρώτησε τον ιδιοκτήτη του αγρού, τι είχε εκείνη η γυναίκα και ήταν θλιμμένη. Και εκείνος απήντησε σ’ αυτόν ότι ήταν χήρα και είχε δώσει ένας άνθρωπος στον άνδρα της, όταν ζούσε, μια παρακαταθήκη πολύτιμη να του την φυλάξει. Πέθανε όμως ο άνδρας της αιφνιδίως και δεν είπε σ’ αυτήν τίποτα για τούτη την υπόθεση. Γι’ αυτό εκείνος την ενεκάλεσε στο δικαστήριο και επειδή ήταν φτωχή ζητούσε να την πάρει αιχμάλωτη μαζί με τα τέκνα της.
Αυτά όταν άκουσε ο Μακάριος συμπόνεσε την τάλαινα χήρα και πήγε στον τάφο του άνδρα της και ρώτησε τον νεκρό που έκρυψε την παρακαταθήκη και εκείνος με θαυμαστό τρόπο του απεκρίθη ότι κάτω από το στρώμα του έσκαψε και την έκρυψε! Τότε ο Όσιος το είπε στην γυναίκα, η οποία βρίσκοντας την παρακαταθήκη την έδωσε στον δικαιούχο και έμεινε ανενόχλητη.
Αυτά όταν άκουσε ο Μακάριος συμπόνεσε την τάλαινα χήρα και πήγε στον τάφο του άνδρα της και ρώτησε τον νεκρό που έκρυψε την παρακαταθήκη και εκείνος με θαυμαστό τρόπο του απεκρίθη ότι κάτω από το στρώμα του έσκαψε και την έκρυψε! Τότε ο Όσιος το είπε στην γυναίκα, η οποία βρίσκοντας την παρακαταθήκη την έδωσε στον δικαιούχο και έμεινε ανενόχλητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου