ΚΑΛΩΣ ΑΝΤΑΜΩΘΗΚΑΜΕ (Δημοτικό Θράκης)
Καλώς ανταμωθήκαμε, όλα τ’ αγαπημένα,
από καιρό χαρούμενα καί καλοκασθημένα,
Βρε το γιαλό – γιαλό, το γιαλό – γιαλό,
ψαράκια κυνηγώ.
Καλώς ήρθαν τα σύννεφα καί φέραν’ τον αγέρα,
εφέραν’ τους μαρμαρινους, που λείπανε στα ξένα.
Βρε τα μελιτζανιά, τα μελιτζανιά,
να μην τα βάλεις πιά.
Όσοι καθόμαστε εδώ ‘να, αράδα την αράδα,
να μας φυλάει η Παναγιά καί η Αγιά Τριάδα,
Βρε δεν τα πας καλά, δεν τα πας καλά,
σ’ αυτό το μαχαλά.
ΣΤΟ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΞΑΝΑΛΕΓΩ (Μικράς Ασίας)
Στο είπα καί στο ξαναλέγω, στο γιαλό μην κατεβείς, (δις)
κι’ ο γιαλός κάνει φουρτούνα, καί σε πάρει καί διαβείς. (δις)
Κι αν με πάρει που με πάγει, κάτω στα βαθιά νερά, (δις)
κάνω το κορμί μου βάρκα, καί τα χέρια μου κουπιά,
το μαντήλι μου πανάκι, μπαίνω βγαίνω στη στεριά.
Στο είπα καί στο ξαναλέγω, μη μου στέλνεις γράμματα, (δις)
γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα. (δις)
Ο ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ (Τσάμικος)
Αχ για’ δε, καλέ για δε, για δέστε τον αμάραντο,
για δέστε τον αμάραντο, σε τι βουνό φυτρώνει καλέ.
Αχ φυτρω….. καλέ φυτρώ…. φυτρώνει μες στα δύσβατα,
φυτρώνει μες στα δύσβατα, στις πέτρες στα λιθάρια καλέ.
Αχ ποτέ, καλέ ποτέ. ποτέ του δεν ποτίζεται,
ποτέ του δεν ποτίζεται καί δεν δροσολογιέται καλέ.
Αχ τον τρών’ καλέ τον τρών’, τον τρών’ τα ‘λάφια δεν ψοφούν,
τον τρών’ τα ‘λάφια, δεν ψοφούν τ’ αγρίμια καί ‘μερεύουν καλέ.
Αχ να τον καλέ να τον, να τον τρώγε κι η μάνα μου,
να τον τρώγε κι η μάνα μου, ποτέ να μην πεθάνει καλέ.
ΣΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ Τ’ ΑΓΙΟΝΕΡΙΑ
(Ποίημα Γερασίμου Πρεβεζιάνου)
Στου Βοσπόρου τ’Αγιονέρια κατ’ απ’ την Αγιά Σοφιά, (δις)
μια γερόντισσα στενάζει μπρος στην Παναγιά,
σώπα μάνα πες μας για τη συμφορά,
Κάψανε τη Σμύρνη, πήραν τ’ Αϊβαλί, (δις)
κλαίει όλη η Μικρασία την καταστροφή,
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
Αααααα, Αχ Ανατολή, γη της Ιωνίας γη Ελληνική, (δις)
θα ‘ρθουν πάλι στους αιώνες τ’ Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες (δις)
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
Στου Βοσπόρου τ’ Αγιονέρια κατ’ απ’ την Αγιά Σοφιά, (δις)
ήρθε ένα Σμυρνιό καράβι μαύρα τα πανιά,
σώπα τζάνεμ πες μας για τη συμφορά,
Κάψανε τη Σμύρνη, πήραν τ’Αϊβαλί, (δις)
κλαίει όλη η Μικρασία την καταστροφή,
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
Αααααα, Αχ Ανατολή, γη της Ιωνίας γη Ελληνική, (δις)
θα ‘ρθουν πάλι στους αιώνες τ’ Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες (δις)
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
ΣΑΝ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
(Αργός καρσιλαμάς Μικράς Ασίας)
Σαν τα μάρμαρα της Πόλης - βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
που ’ναι στην Α….. που ’ναι στην Αγιά Σοφιά (δις)
Έτσι τα’ χεις ταιριασμένα – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
μάτια φρύδια, μάτια φρύδια καί μαλλιά (δις)
Τα ολόμαυρα σου μάτια – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
μου ανάβουν, μου ανάβουνε φωτιές (δις)
Το σπαθάτο σου το φρύδι – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
μου ΄χει κάψει, μου ‘χει κάψει την καρδιά (δις)
Της Αγιά Σοφιάς οι πόρτες – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
δεν ανοίγουν, δεν ανοίγουν με κλειδιά (δις)
Μον΄ ανοίγουν με λεβέντες – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
καί μ’ Ελληνι…. καί μ’ Ελληνικά σπαθιά (δις).
ΠΕΡΓΑΜΟΣ (Μικρασιάτικο)
Πέργαμε, αχ ωραία Πέργαμε, (δις)
φεύγαμε καί για σένα κλαίγαμε, (δις)
Κλαίγαμε κι όμως δεν ξεχάσαμε
την όμορφη τη ζωή που χάσαμε.
Στον μπαξέ μα καί στο περβόλι μου, (δις)
σου ‘δωκα την αγάπη όλη μου, (δις)
κι ύστερα όταν εικοσάρισα
αγάπη ούλα σου τα χάρισα.
Πέργαμε αμάν, αμάν Πέργαμε, (δις)
φεύγαμε καί για σένα κλαίγαμε, (δις)
Κλαίγαμε για το χάλι όλωνε,
κι η θάλασσα απ’ το δάκρι θόλωνε.
Στον μπαξέ μα καί στο περβόλι μου, (δις)
σου ‘δωκα την αγάπη όλη μου, (δις)
κι ύστερα όταν εικοσάρισα
αχ Πέργαμε ούλα σου τα χάρισα.
Αχ κι ύστερα όταν εικοσάρισα -
Αγάπη ούλα σου τα χάρισα.
ΠΡΟΣΦΥΓΑΚΙ
(Δημοτικό παραλίων Μικράς Ασίας)
Εγώ είμαι προσφυγάκι, σας το λέω,
την πατρίδα μου θυμάμαι κι όλο κλαίω,
πότε φτώχεια πότε πλούτη, έμαθα καί παίζω ούτι,
στο καφέ αμάν, ωχ αμάν αμάν. (δις)
Όταν παίζω ταξιμάκι, σας το λέω,
την πατρίδαξ μου θυμάμαι κι όλο λιώνω,
πότε φτώχεια πότε πλούτη, έμαθα καί παίζω ούτι,
στο καφέ αμάν, ωχ αμάν αμάν. (δις)
ΓΙΑΡΟΥΜΠΙ
(Νησιώτικος συρτός)
Δεν ημπορώ, δεν ημπορώ τα μάτια μου (δις),
ψηλά να τα σηκώσω, (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν
καί τση καημέ – καί τση καημένης μου καρδιάς (δις)
αγέρα να της δώσω, αγέρα να της δώσω – βάϊ, βάϊ, αμάν -.
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
εγώ για σένανε σκίζω της γης καί μπαίνω.
Μαριγίτσα, τσίκι, τσίκι, σπάσ’ τα, (δις) τα βραχιολάκια σου.
Ποια θάλασσα, ποια θάλασσα, ποιος ποταμός (δις)
ποια βρύση δε θολώνει, (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –
ποιος έψει αγά – ποιος έχει αγάπη στην καρδιά (δις)
καί δεν την φανερώνει (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –.
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
εγώ για σένανε σκίζω της γης καί μπαίνω.
Γιαρούμπι τα ποτήρια σπάσ’ τα, (δις) με τα χεράκια σου.
Ποιος πληγωμέ – ποιος πληγωμένος έγιανε (δις)
να ‘χω καί γω το θάρρος (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –
να ‘χω καί γώ, να ‘χω καί γώ παρηγοριά (δις)
πως δε με παίρνει ο χάρος (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
Γιαρούμπι σ’ αγαπώ, σκίζω της γης καί μπαίνω.
Γιαρούμπι τα ποτήρια σπάσ’ τα, (δις) με τα χεράκια σου.
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
εγώ για σένανε σκίζω της γης καί μπαίνω.
Μαριγίτσα, τσίκι, τσίκι, σπάσ’ τα, (δις) τα βραχιολάκια σου.
ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΑΚΙ (Δυτικά παράλια Μικράς Ασίας)
Ένα τρεχαντηράκι (τρις)
βοριάς το πόδησε
καί μια μελαχροινούλα
τζόγια μου αμάν
το κληρονόμησε. (δις).
Θάλασσα μη θυμώνεις (τρις)
μη κάνεις πείσματα,
στην αγαπώ τα στέλνω
τζόγια μου αμάν
τα χαιρετίσματα (δις).
Τα δίχτυα θα πουλήσω (τρις)
καί τη βαρκούλα μου
κι όλα θα τα χαρίσω
τζόγια μου αμάν
στη Μαριγούλα μου (δις)
Έλα να φιληθούμε (τρις)
σαν τ’ άγρια πουλιά
που σμίγουν στα κλαράκια
τζόγια μου αμάν
κι αλλάζουνε φιλιά (δις)
ΘΑΛΑΣΣΑ
Μεσοπέλαγα αρμενίζω κι’ έχω πλώρα τον καημό, (δις)
κι’ έχω την αγάπη πρίμα κι άλμπουρο τον χωρισμό. (δις)
Θάλασσα μη με διώχνεις μακριά,
χωρισμέ, μου ματώνεις την καρδιά. (δις)
Μαύρη μοίρα το ‘χει γράψει να μακραίνω να διαβώ (δις)
μακριά από το νησί μου κι από κείνη π’ αγαπώ. (δις)
Θάλασσα μη με διώχνεις μακριά,
χωρισμέ, μου ματώνεις την καρδιά. (δις)
ΕΧΕ ΓΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
Στο Γαλατά ψιλή βροχή καί στα Ταταύλα μπόρα,
Βασίλισσα των κοριτσιών, είναι η Μαυροφόρα. (δις)
Έχε γειά Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε. (δις)
Στο Γαλατά θα πιώ κρασί, στο Πέραν θα μεθύσω,
καί μέσα στο Γεντί Κουλέ, κοπέλα θ’ αγαπήσω. (δις)
Έχε γειά Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε. (δις)
Γεντί Κουλέ καί Θεραπιά, Ταταύλα καί Νηχώρι,
αυτά τα τέσσερα χωριά, ‘μορφαίνουνε την Πόλη. (δις)
Έχε γειά Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε. (δις)
ΤΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ
Δώδεκα Ευζωνάκια τ’ αποφασίσανε,
στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου,
να πολεμήσουνε (δις).
Στο δρόμο που πηγαίναν, στη Μαύρη θάλασσα,
μαύρη φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου,
σχίζονται τα πανιά (δις).
Δεν κλαίω το καράβι, δεν κλαίω τα πανιά,
κλαίω τον καπετάνιο Παναγιά μου,
τα δώδεκα παιδιά (δις).
Βοήθα Παναγιά μου, να τα γλιτώσουμε,
κι’ όσα καντήλια έχεις Παναγιά μου,
θα στ’ ασημώσουμε (δις).
ΜΟΝΑΧΟΓΙΟΣ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
Μοναχογιός ο Κωνσταντής, μικρός καί χαϊδεμένος.
Έναν τον έχει η μάνα του, έναν καί κανακάρη (δις).
Τον έλουζε τον χτένιζε καί στο σχολειό των στέλνει,
Κι ο δάσκαλος τον διάβαζε, γράμματα τον μαθαίνει (δις).
Ανδριώθηκε ο Κωνσταντής, καί ‘γινε παληκάρι,
στη Χώρα ήταν ξακουστός, της μάνας του καμάρι (δις).
ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΕΙΠΑΝΕ (Δημοτικό Θράκης)
Εμένα με το είπανε, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
άνθρωποι μερακλήδες τα μελιτζανιά να μην τα βάζεις πιά. (δις)
Πως την καλύτερη ζωή, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
την κάνουν οι μπεκρήδες, πάπια χήνα μου, να’ χεις το κρίμα μου. (δις)
Έναν καιρό ήμουν άγγελος, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
τώρα αγγελίζουν άλλοι, έβγα να σε ιδώ, από τούτο το στενό. (δις)
Στη βρύση που έπινα, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
τώρα το πίνουν άλλοι, έλα ταίρι μου και πιάσ’ το χέρι μου. (δις)
ΤΣΑΚΙΤΖΗΣ (Μικρασιάτικο)
Τσακιτζή παλληκαρά, με τα παληκάρια σου,
που την τρέμει ο ντουνιάς, την παλικαριά σου,
καί την ομορφάδα σου.
Τσακιτζή δεν εβαρέθηκες, να γυρίζεις στα βουνά,
Έλα κάτου εις την Σμύρνη, Τσακιτζή λεβέντη,
να παντρέψεις ορφανά.
Τσακιτζή παλληκαρά, πέρασε κι’ απ’ τα Βουρλά,
πέρασε καί απ’ τ’ Αϊδίνι, Τσακιτζή λεβέντη,
να παντρέψεις ορφανά.
Έλα καί σε περιμένουν, Τσακιτζή λεβέντη,
μέσ’ τη Σμύρνη ορφανά. (δις)
ΤΖΙΒΑΕΡΙ (ΞΕΝΙΤΙΑ)
Αχ η ξενιτιά το χαίρετε, Τζιβαέρι μου,
το μοσχολούλουδο μου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά καί ταπεινά.
Αχ εγώ ήμουν που το ‘στειλα, Τζιβαέρι μου,
με θέλημα δικό μου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γή.
Αχ παναθεμά σε ξενιτιά, Τζιβαέρι μου,
εσά και το καλό σου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά καί ταπεινά.
Αχ μου πήρες το παιδάκι μου, Τζιβαέρι μου,
καί το ‘κανες δικό σου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γή.
Σ’ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣ’ ΩΡΑΙΑ
(Παράλια Μικράς Ασίας)
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία,
σ΄ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ εσύ.
Κι’ αγαπώ, κι’ αγαπώ κι όλο τον κόσμο,
κι’ αγαπώ κι’ όλο τον κόσμο, γιατί ζείς καί σύ μαζί.
Το παράθυρο, το παράθυρο κλεισμένο,
το παράθυρο κλεισμένο, το παράθυρο κλειστό.
Άνοιξε, άνοιξε το ένα φύλλο,
άνοιξε το ένα φύλλο, την εικόνα σου να δώ.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ (Συρτό Προποντίδας)
Το καραβάκι, χάνομαι για σένα,
το καραβάκι, που ‘ρχεται από με…
από μέσ’ από τη μ’πόλη,
κλαίει η καρδιά μ’ κλαίει καρδιά μ’ καί δε μερώνει.
Έχει πανιά με σαν τα λένια μ’
άϊντε έχει πανιά μεταξωτά, καί πρα…
ωχ καί πράσινες κορδέλες,
σαν τις ο…. σαν τις όμορφες κοπέλες.
Μέσα ειν’ η α… σαν τα λένια μ’
άϊντε μέσα είν’ η αγάπη μου,
μέσα ει… μέσα είναι κι’ ο καλός μου,
τα ματα… τα ματάκια σ’ καί το φώς μου.
Ο ΣΠΙΝΟΣ
Σε φουντωμένο δένδρου κλωνάρι, κάθεται σπίνος καί κελαηδεί,
τόσην ακούει τέχνη καί χάρη καί πλησιάζει ένα παιδί.
Σπίνε μ’ αρέσει το ψάλσιμό σου, τα λέγεις όλα, όλα καλά,
πες μου ποιος είναι ο δάσκαλός σου, που σου μαθαίνει τα μουσικά.
Μάθε παιδάκι, πως δάσκαλός μου, που μου μαθαίνει την μουσική,
είναι ο πλάστης όλου του κόσμου, η εύνοιά Του η στοργική.
Καλώς ανταμωθήκαμε, όλα τ’ αγαπημένα,
από καιρό χαρούμενα καί καλοκασθημένα,
Βρε το γιαλό – γιαλό, το γιαλό – γιαλό,
ψαράκια κυνηγώ.
Καλώς ήρθαν τα σύννεφα καί φέραν’ τον αγέρα,
εφέραν’ τους μαρμαρινους, που λείπανε στα ξένα.
Βρε τα μελιτζανιά, τα μελιτζανιά,
να μην τα βάλεις πιά.
Όσοι καθόμαστε εδώ ‘να, αράδα την αράδα,
να μας φυλάει η Παναγιά καί η Αγιά Τριάδα,
Βρε δεν τα πας καλά, δεν τα πας καλά,
σ’ αυτό το μαχαλά.
ΣΤΟ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΞΑΝΑΛΕΓΩ (Μικράς Ασίας)
Στο είπα καί στο ξαναλέγω, στο γιαλό μην κατεβείς, (δις)
κι’ ο γιαλός κάνει φουρτούνα, καί σε πάρει καί διαβείς. (δις)
Κι αν με πάρει που με πάγει, κάτω στα βαθιά νερά, (δις)
κάνω το κορμί μου βάρκα, καί τα χέρια μου κουπιά,
το μαντήλι μου πανάκι, μπαίνω βγαίνω στη στεριά.
Στο είπα καί στο ξαναλέγω, μη μου στέλνεις γράμματα, (δις)
γιατί γράμματα δεν ξέρω και με πιάνουν κλάματα. (δις)
Ο ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ (Τσάμικος)
Αχ για’ δε, καλέ για δε, για δέστε τον αμάραντο,
για δέστε τον αμάραντο, σε τι βουνό φυτρώνει καλέ.
Αχ φυτρω….. καλέ φυτρώ…. φυτρώνει μες στα δύσβατα,
φυτρώνει μες στα δύσβατα, στις πέτρες στα λιθάρια καλέ.
Αχ ποτέ, καλέ ποτέ. ποτέ του δεν ποτίζεται,
ποτέ του δεν ποτίζεται καί δεν δροσολογιέται καλέ.
Αχ τον τρών’ καλέ τον τρών’, τον τρών’ τα ‘λάφια δεν ψοφούν,
τον τρών’ τα ‘λάφια, δεν ψοφούν τ’ αγρίμια καί ‘μερεύουν καλέ.
Αχ να τον καλέ να τον, να τον τρώγε κι η μάνα μου,
να τον τρώγε κι η μάνα μου, ποτέ να μην πεθάνει καλέ.
ΣΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ Τ’ ΑΓΙΟΝΕΡΙΑ
(Ποίημα Γερασίμου Πρεβεζιάνου)
Στου Βοσπόρου τ’Αγιονέρια κατ’ απ’ την Αγιά Σοφιά, (δις)
μια γερόντισσα στενάζει μπρος στην Παναγιά,
σώπα μάνα πες μας για τη συμφορά,
Κάψανε τη Σμύρνη, πήραν τ’ Αϊβαλί, (δις)
κλαίει όλη η Μικρασία την καταστροφή,
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
Αααααα, Αχ Ανατολή, γη της Ιωνίας γη Ελληνική, (δις)
θα ‘ρθουν πάλι στους αιώνες τ’ Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες (δις)
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
Στου Βοσπόρου τ’ Αγιονέρια κατ’ απ’ την Αγιά Σοφιά, (δις)
ήρθε ένα Σμυρνιό καράβι μαύρα τα πανιά,
σώπα τζάνεμ πες μας για τη συμφορά,
Κάψανε τη Σμύρνη, πήραν τ’Αϊβαλί, (δις)
κλαίει όλη η Μικρασία την καταστροφή,
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
Αααααα, Αχ Ανατολή, γη της Ιωνίας γη Ελληνική, (δις)
θα ‘ρθουν πάλι στους αιώνες τ’ Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες (δις)
σώπα μάνα κάνε πάλι υπομονή.
ΣΑΝ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
(Αργός καρσιλαμάς Μικράς Ασίας)
Σαν τα μάρμαρα της Πόλης - βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
που ’ναι στην Α….. που ’ναι στην Αγιά Σοφιά (δις)
Έτσι τα’ χεις ταιριασμένα – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
μάτια φρύδια, μάτια φρύδια καί μαλλιά (δις)
Τα ολόμαυρα σου μάτια – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
μου ανάβουν, μου ανάβουνε φωτιές (δις)
Το σπαθάτο σου το φρύδι – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
μου ΄χει κάψει, μου ‘χει κάψει την καρδιά (δις)
Της Αγιά Σοφιάς οι πόρτες – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
δεν ανοίγουν, δεν ανοίγουν με κλειδιά (δις)
Μον΄ ανοίγουν με λεβέντες – βρ’ αμάν, ωχ αμάν (δις)
καί μ’ Ελληνι…. καί μ’ Ελληνικά σπαθιά (δις).
ΠΕΡΓΑΜΟΣ (Μικρασιάτικο)
Πέργαμε, αχ ωραία Πέργαμε, (δις)
φεύγαμε καί για σένα κλαίγαμε, (δις)
Κλαίγαμε κι όμως δεν ξεχάσαμε
την όμορφη τη ζωή που χάσαμε.
Στον μπαξέ μα καί στο περβόλι μου, (δις)
σου ‘δωκα την αγάπη όλη μου, (δις)
κι ύστερα όταν εικοσάρισα
αγάπη ούλα σου τα χάρισα.
Πέργαμε αμάν, αμάν Πέργαμε, (δις)
φεύγαμε καί για σένα κλαίγαμε, (δις)
Κλαίγαμε για το χάλι όλωνε,
κι η θάλασσα απ’ το δάκρι θόλωνε.
Στον μπαξέ μα καί στο περβόλι μου, (δις)
σου ‘δωκα την αγάπη όλη μου, (δις)
κι ύστερα όταν εικοσάρισα
αχ Πέργαμε ούλα σου τα χάρισα.
Αχ κι ύστερα όταν εικοσάρισα -
Αγάπη ούλα σου τα χάρισα.
ΠΡΟΣΦΥΓΑΚΙ
(Δημοτικό παραλίων Μικράς Ασίας)
Εγώ είμαι προσφυγάκι, σας το λέω,
την πατρίδα μου θυμάμαι κι όλο κλαίω,
πότε φτώχεια πότε πλούτη, έμαθα καί παίζω ούτι,
στο καφέ αμάν, ωχ αμάν αμάν. (δις)
Όταν παίζω ταξιμάκι, σας το λέω,
την πατρίδαξ μου θυμάμαι κι όλο λιώνω,
πότε φτώχεια πότε πλούτη, έμαθα καί παίζω ούτι,
στο καφέ αμάν, ωχ αμάν αμάν. (δις)
ΓΙΑΡΟΥΜΠΙ
(Νησιώτικος συρτός)
Δεν ημπορώ, δεν ημπορώ τα μάτια μου (δις),
ψηλά να τα σηκώσω, (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν
καί τση καημέ – καί τση καημένης μου καρδιάς (δις)
αγέρα να της δώσω, αγέρα να της δώσω – βάϊ, βάϊ, αμάν -.
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
εγώ για σένανε σκίζω της γης καί μπαίνω.
Μαριγίτσα, τσίκι, τσίκι, σπάσ’ τα, (δις) τα βραχιολάκια σου.
Ποια θάλασσα, ποια θάλασσα, ποιος ποταμός (δις)
ποια βρύση δε θολώνει, (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –
ποιος έψει αγά – ποιος έχει αγάπη στην καρδιά (δις)
καί δεν την φανερώνει (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –.
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
εγώ για σένανε σκίζω της γης καί μπαίνω.
Γιαρούμπι τα ποτήρια σπάσ’ τα, (δις) με τα χεράκια σου.
Ποιος πληγωμέ – ποιος πληγωμένος έγιανε (δις)
να ‘χω καί γω το θάρρος (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –
να ‘χω καί γώ, να ‘χω καί γώ παρηγοριά (δις)
πως δε με παίρνει ο χάρος (δις) – βάϊ, βάϊ, αμάν –
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
Γιαρούμπι σ’ αγαπώ, σκίζω της γης καί μπαίνω.
Γιαρούμπι τα ποτήρια σπάσ’ τα, (δις) με τα χεράκια σου.
Γιαρούμπι, χάνομαι, Γιαρούμπι, πεθαίνω,
εγώ για σένανε σκίζω της γης καί μπαίνω.
Μαριγίτσα, τσίκι, τσίκι, σπάσ’ τα, (δις) τα βραχιολάκια σου.
ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΑΚΙ (Δυτικά παράλια Μικράς Ασίας)
Ένα τρεχαντηράκι (τρις)
βοριάς το πόδησε
καί μια μελαχροινούλα
τζόγια μου αμάν
το κληρονόμησε. (δις).
Θάλασσα μη θυμώνεις (τρις)
μη κάνεις πείσματα,
στην αγαπώ τα στέλνω
τζόγια μου αμάν
τα χαιρετίσματα (δις).
Τα δίχτυα θα πουλήσω (τρις)
καί τη βαρκούλα μου
κι όλα θα τα χαρίσω
τζόγια μου αμάν
στη Μαριγούλα μου (δις)
Έλα να φιληθούμε (τρις)
σαν τ’ άγρια πουλιά
που σμίγουν στα κλαράκια
τζόγια μου αμάν
κι αλλάζουνε φιλιά (δις)
ΘΑΛΑΣΣΑ
Μεσοπέλαγα αρμενίζω κι’ έχω πλώρα τον καημό, (δις)
κι’ έχω την αγάπη πρίμα κι άλμπουρο τον χωρισμό. (δις)
Θάλασσα μη με διώχνεις μακριά,
χωρισμέ, μου ματώνεις την καρδιά. (δις)
Μαύρη μοίρα το ‘χει γράψει να μακραίνω να διαβώ (δις)
μακριά από το νησί μου κι από κείνη π’ αγαπώ. (δις)
Θάλασσα μη με διώχνεις μακριά,
χωρισμέ, μου ματώνεις την καρδιά. (δις)
ΕΧΕ ΓΕΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ
Στο Γαλατά ψιλή βροχή καί στα Ταταύλα μπόρα,
Βασίλισσα των κοριτσιών, είναι η Μαυροφόρα. (δις)
Έχε γειά Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε. (δις)
Στο Γαλατά θα πιώ κρασί, στο Πέραν θα μεθύσω,
καί μέσα στο Γεντί Κουλέ, κοπέλα θ’ αγαπήσω. (δις)
Έχε γειά Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε. (δις)
Γεντί Κουλέ καί Θεραπιά, Ταταύλα καί Νηχώρι,
αυτά τα τέσσερα χωριά, ‘μορφαίνουνε την Πόλη. (δις)
Έχε γειά Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε. (δις)
ΤΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ
Δώδεκα Ευζωνάκια τ’ αποφασίσανε,
στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου,
να πολεμήσουνε (δις).
Στο δρόμο που πηγαίναν, στη Μαύρη θάλασσα,
μαύρη φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου,
σχίζονται τα πανιά (δις).
Δεν κλαίω το καράβι, δεν κλαίω τα πανιά,
κλαίω τον καπετάνιο Παναγιά μου,
τα δώδεκα παιδιά (δις).
Βοήθα Παναγιά μου, να τα γλιτώσουμε,
κι’ όσα καντήλια έχεις Παναγιά μου,
θα στ’ ασημώσουμε (δις).
ΜΟΝΑΧΟΓΙΟΣ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
Μοναχογιός ο Κωνσταντής, μικρός καί χαϊδεμένος.
Έναν τον έχει η μάνα του, έναν καί κανακάρη (δις).
Τον έλουζε τον χτένιζε καί στο σχολειό των στέλνει,
Κι ο δάσκαλος τον διάβαζε, γράμματα τον μαθαίνει (δις).
Ανδριώθηκε ο Κωνσταντής, καί ‘γινε παληκάρι,
στη Χώρα ήταν ξακουστός, της μάνας του καμάρι (δις).
ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΕΙΠΑΝΕ (Δημοτικό Θράκης)
Εμένα με το είπανε, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
άνθρωποι μερακλήδες τα μελιτζανιά να μην τα βάζεις πιά. (δις)
Πως την καλύτερη ζωή, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
την κάνουν οι μπεκρήδες, πάπια χήνα μου, να’ χεις το κρίμα μου. (δις)
Έναν καιρό ήμουν άγγελος, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
τώρα αγγελίζουν άλλοι, έβγα να σε ιδώ, από τούτο το στενό. (δις)
Στη βρύση που έπινα, κυρ Κωστάκη έλα κοντά μου, (δις)
τώρα το πίνουν άλλοι, έλα ταίρι μου και πιάσ’ το χέρι μου. (δις)
ΤΣΑΚΙΤΖΗΣ (Μικρασιάτικο)
Τσακιτζή παλληκαρά, με τα παληκάρια σου,
που την τρέμει ο ντουνιάς, την παλικαριά σου,
καί την ομορφάδα σου.
Τσακιτζή δεν εβαρέθηκες, να γυρίζεις στα βουνά,
Έλα κάτου εις την Σμύρνη, Τσακιτζή λεβέντη,
να παντρέψεις ορφανά.
Τσακιτζή παλληκαρά, πέρασε κι’ απ’ τα Βουρλά,
πέρασε καί απ’ τ’ Αϊδίνι, Τσακιτζή λεβέντη,
να παντρέψεις ορφανά.
Έλα καί σε περιμένουν, Τσακιτζή λεβέντη,
μέσ’ τη Σμύρνη ορφανά. (δις)
ΤΖΙΒΑΕΡΙ (ΞΕΝΙΤΙΑ)
Αχ η ξενιτιά το χαίρετε, Τζιβαέρι μου,
το μοσχολούλουδο μου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά καί ταπεινά.
Αχ εγώ ήμουν που το ‘στειλα, Τζιβαέρι μου,
με θέλημα δικό μου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γή.
Αχ παναθεμά σε ξενιτιά, Τζιβαέρι μου,
εσά και το καλό σου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά καί ταπεινά.
Αχ μου πήρες το παιδάκι μου, Τζιβαέρι μου,
καί το ‘κανες δικό σου,
σιγανά, σιγανά, σιγανά πατώ στη γή.
Σ’ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣ’ ΩΡΑΙΑ
(Παράλια Μικράς Ασίας)
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία,
σ΄ αγαπώ γιατί είσ’ ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσ’ εσύ.
Κι’ αγαπώ, κι’ αγαπώ κι όλο τον κόσμο,
κι’ αγαπώ κι’ όλο τον κόσμο, γιατί ζείς καί σύ μαζί.
Το παράθυρο, το παράθυρο κλεισμένο,
το παράθυρο κλεισμένο, το παράθυρο κλειστό.
Άνοιξε, άνοιξε το ένα φύλλο,
άνοιξε το ένα φύλλο, την εικόνα σου να δώ.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΑΚΙ (Συρτό Προποντίδας)
Το καραβάκι, χάνομαι για σένα,
το καραβάκι, που ‘ρχεται από με…
από μέσ’ από τη μ’πόλη,
κλαίει η καρδιά μ’ κλαίει καρδιά μ’ καί δε μερώνει.
Έχει πανιά με σαν τα λένια μ’
άϊντε έχει πανιά μεταξωτά, καί πρα…
ωχ καί πράσινες κορδέλες,
σαν τις ο…. σαν τις όμορφες κοπέλες.
Μέσα ειν’ η α… σαν τα λένια μ’
άϊντε μέσα είν’ η αγάπη μου,
μέσα ει… μέσα είναι κι’ ο καλός μου,
τα ματα… τα ματάκια σ’ καί το φώς μου.
Ο ΣΠΙΝΟΣ
Σε φουντωμένο δένδρου κλωνάρι, κάθεται σπίνος καί κελαηδεί,
τόσην ακούει τέχνη καί χάρη καί πλησιάζει ένα παιδί.
Σπίνε μ’ αρέσει το ψάλσιμό σου, τα λέγεις όλα, όλα καλά,
πες μου ποιος είναι ο δάσκαλός σου, που σου μαθαίνει τα μουσικά.
Μάθε παιδάκι, πως δάσκαλός μου, που μου μαθαίνει την μουσική,
είναι ο πλάστης όλου του κόσμου, η εύνοιά Του η στοργική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου