Στη Κωνσταντινούπολη υπήρχε Ναός του Αγίου Μηνά μεγαλοπρεπής και επιβλητικός. Έτρεχαν από όλα τα περίχωρα και γιόρταζαν εκεί στη γιορτή του, τον Άγιο.
Ένας θεοφοβούμενος Χριστιανός, που θα πήγαινε στο πανηγύρι, πήρε μαζί του και αρκετά χρήματα. Στο δρόμο κατέλυσε το βράδυ σε ένα ξενοδοχείο.
Ο ξενοδόχος κατάλαβε, ότι ο ξένος είχε χρήματα, γι’ αυτό τα μεσάνυχτα, σηκώθηκε και τον σκότωσε.
Για να μη τον πιάσουν όμως έκοψε το σώμα και έβαλε τα κομμάτια σ’ ένα σακί. Το έκρυψε μετά μέσα στο κελάρι, ώσπου να βρει καιρό να το εξαφανίσει.
Αλλά το πρωί παρουσιάζεται ο Άγιος Μηνάς, σαν στρατιώτης καβαλάρης και τον ερωτά:
- Πού είναι ο ξένος, που ήλθε, χθες το βράδυ και έμεινε στο ξενοδοχείο σου;
- Δεν ήλθε κανένας ξένος χθες, του λέγει. Ορκίζομαι, ότι έχω τόσες ημέρες να δω ξένο, να ξεπεζέψει εδώ.
Τότε ο Άγιος κατέβηκε από το άλογό του, μπήκε στο κελάρι, βρήκε το σακί και του λέγει:
- Τούτο εδώ τί είναι;
Ο ξενοδόχος τα έχασε. Κατάλαβε, ότι δεν έμεινε μυστικό το έγκλημα και νομίζοντας, ότι ο Άγιος είναι στρατιώτης βασιλικός, τον παρακαλούσε μετά δακρύων να μην φανερώσει το πράγμα. Τότε ο Άγιος επήρε τα μέλη του σώματος και έβαλε το καθένα στη θέση του. Έκανε προσευχή και ανέστησε τον νεκρό, λέγοντάς του:
- Δός δόξα τω Θεώ!
Ο αναστημένος σαν να ξύπνησε από τον ύπνο, σκέφτηκε πόσα είχε πάθη από τον ξενοδόχο και δόξασε τον Θεό. Ευχαριστούσε δε και τον Άγιο, που τον νόμιζε στρατιώτη.
Τότε ο Άγιος Μηνάς γύρισε στο ξενοδόχο και του είπε, να του φέρει τα χρήματα, που του πήρε. Όταν τα έφερε, τα πήρε και τα έδωσε στον δικαιούχο και του είπε:
- Αδελφέ, πήγαινε στο δρόμο σου και να ευχαριστείς το Θεό.
Κατόπιν μίλησε σκληρά προς τον ξενοδόχο και του είπε:
- Ο Θεός να σε συγχωρήσει γι' αυτό. Αλλά πρόσεξε, από εδώ και στο εξής να μην ξανακάνεις τέτοιο πράγμα.
Έπειτα από αυτά καβαλίκεψε το άλογό του και εξαφανίστηκε από μπροστά τους. Τότε κατάλαβαν, ότι ο Στρατιώτης ήταν ο Άγιος Μηνάς, στη πανηγύρι του όποιου πήγαινε ο ξένος να προσκυνήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου