Τον μήνα Δεκέμβριο, δύο Κυριακές πριν από την κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, η Ορθόδοξος Εκκλησία μας εορτάζει τους αγίους Προπάτορες, γι’αυτό και η Κυριακή αυτή ονομάζεται Κυριακή των Αγίων Προπατόρων.
Ποιοί είναι οι άγιοι Προπάτορες; Είναι όλοι οι Πατριάρχες, Κριτές, Προφήτες και Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Δηλ. οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μελχισεδέκ, οι δώδεκα Πατριάρχες και κυρίως ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, οι προφήτες Μωϋσής, Ααρών, Ιησούς του Ναυή, Σαμουήλ, Δαυίδ, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ και οι τρεις Παίδες, Ηλίας, Ελισαίος, Ζαχαρίας και τέλος ο Βαπτιστής Ιωάννης ο Πρόδρομος...
Είναι γνωστό ότι από τον Αβραάμ γεννήθηκε ο Ισαάκ, από τον Ισαάκ γεννήθηκε ο Ιακώβ και από τον Ιακώβ γεννήθηκε ο Ιούδας, από την φυλή του οποίου γεννήθηκε ο Χριστός και οι υπόλοιποι αδελφοί του Πατριάρχες. Γι’αυτό, λοιπόν, οι θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι επιτελούν σήμερα την μνήμη του θείου Αβραάμ, επειδή υπήρξε προπάτωρ του Χριστού. Αυτή τη μνήμη μας παρέδωσαν να επιτελούμε κι εμείς, όχι μακρυά και σε διάστημα πολλών ημερών, αλλά κοντά στην κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό το έκαναν όχι απλώς και ως έτυχε, αλλά κατά θεία έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Επειδή ο Υπεράγαθος και φιλάνθρωπος Υιός του Θεού καταδέχθηκε να κάνει τον Πατριάρχη Αβραάμ και τους απογόνους του προπάτορές Του, κατά το ανθρώπινο, γι’αυτό οι θειότατοι πατέρες έκριναν δίκαιο να εορτάζουμε την μνήμη του Πατριάρχου Αβραάμ και των υπολοίπων, ως προπατόρων, όχι πολύ μακρυά από την κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου. [1]
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην ομιλία του στην σημερινή Κυριακή των αγίων Προπατόρων,[2] επισημαίνει : «Όταν ο μονογενής Υιός του Θεού σαρκώθηκε για χάρη μας από την Παρθένο, με την εν σαρκί πολιτεία Του, τελειοποίησε τον νόμο, ο οποίος είχε δοθεί μέσω του προφήτου Μωϋσέως.[3] Τον ολοκλήρωσε, δίνοντας τοό νόμο της χάριτος, και μεταποίησε έτσι τον παλαιό εκείνο νόμο στη δική μας Εκκλησία. Τότε εκβλήθηκε το γένος των Εβραίων από την ιερά Εκκλησία και αντί αυτών εισαχθήκαμε εμείς, οι οποίοι έχουμε εκλεγεί από τα έθνη. Μας συνένωσε ο Κύριος με τον Εαυτό Του και με τον Πατέρα. Μας παραλαμβάνει δηλ. ως γνησίους υιούς και αδελφούς, ακόμη δε - ω της ανεκφράστου φιλανθρωπίας! – και γονείς δικούς του. Πράγματι, λέει «ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος και αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ εστι».[4]
Συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς την ομιλία του, λέγοντας : «Σήμερα, όμως, εορτάζουμε στην Εκκλησία τους προπάτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στο γένος των Εβραίων. Για ποιό λόγο; Για να μάθουν όλοι ότι οι Ιουδαίοι δεν αποκηρύχθηκαν και οι εθνικοί δεν υιοθετήθηκαν αδίκως ούτε παραλόγως ούτε αναξίως από τον Θεό, ο Οποίος πραγματοποιεί αυτά και τα ρυθμίζει. Αλλά, όπως ακριβώς από τους προσκεκλημένους εθνικούς συγκαταλέγονται στους συγγενείς του Θεού μόνο όσοι υπακούουν, έτσι και το γένος του Ισραήλ και όλοι όσοι προήλθαν από τον Αδάμ μέχρι αυτή την γενεά είναι πλήθος πολύ, αληθείς όμως Ισραηλίτες είναι όσοι απ’αυτούς έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Αυτοί μόνο είναι αληθινοί πατέρες και προπάτορες, πρώτον μεν εκείνης, που γέννησε παρθενικώς κατά σάρκα τον Θεό των όλων, τον Χριστό, δηλ. της Θεοτόκου, δεύτερον δε μέσω Αυτού (του Χριστού) και δικοί μας πατέρες και προπάτορες. Αυτοί οι πατέρες και προπάτορες δεν εξεβλήθησαν βεβαίως από την Εκκλησία του Χριστού, αφού εορτάζονται σήμερα επισήμως απο’μάς, θεωρούμενοι ως μέρος του πληρώματος των Αγίων. Την περιτομή καρδίας εν πνεύματι[5] την έχουν όλοι όσοι ευηρέστησαν τον Θεό και μ’αυτήν έχουν γίνει όλοι ένα, παλαιοί και νέοι, και οι πριν τον νόμο και οι μέσα στον νόμο και όσοι μετά τον νόμο πολιτεύθηκαν θεαρέστως με το Ευαγγέλιο της Χάριτος. Ώστε, αν δει κανείς με σύνεση την οικονομία του Θεού για το ανθρώπινο γένος, θα την βρει σύμφωνη και συνεπή με τον εαυτό της. Όπως δηλ. λαμβάνουν την χριστιανική ονομασία μόνο οι επίλεκτοι από τους εθνικούς, οι δε άχρηστοι εκβάλλονται, έτσι και στην περίπτωση εκείνων των αρχαίων και του μετά από αυτούς γένους των Ιουδαίων, προσλαμβάνονται μόνο όσοι έχουν εκλεγεί και μετονομασθεί, ενώ και σ’εκείνους το αχρείο πλήθος εκβάλλεται. Έτσι, λοιπόν, και σ’εμάς πάλι δεν υπολογίζονται στο γένος του Χριστού όλοι όσοι ονομάζονται χριστιανοί, όπως ακριβώς έγινε με τους Ισραηλίτες, αλλά εκείνοι, οι οποίοι ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Χριστού και τηρούν τις εντολές Του και αναπληρούν τις παραλείψεις τους με την μετάνοια».
Και καταλήγει την ομιλία του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ρωτώντας : «Ποιοί είναι, λοιπόν, οι υιοί της Βασιλείας, που εκβάλλονται στο σκότος; Είναι εκείνοι, που έχουν μεν την ομολογία της πίστεως, με τα έργα όμως αρνούνται τον Θεό και είναι βδελυκτοί ως απειθείς και αδόκιμοι για κάθε αγαθό έργο. Ποιοί είναι αυτοί, που απολαμβάνουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ το Δείπνο της Βασιλείας των Ουρανών; Όσοι ακολουθούν με πίστη ειλικρινή τον νόμο και τη διδασκαλία του Πνεύματος και αποδεικνύουν την πίστη με τα έργα τους».[6]
Με αφορμή την αναφορά μας στους αγίους Προπάτορες της Παλαιάς Διαθήκης, ας μας επιτρέψει η αγάπη σας να αναφερθούμε σε μία από τις πολλές μομφές των νεοειδωλολατρών κατά των Χριστιανών.
Αυτή η κατηγορία, που προσάπτουν οι νεοπαγανιστές στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, είναι ότι «οι ρίζες της Πίστεώς μας, και συγκεκριμένα ηΠαλαιά Διαθήκη, είναι δήθεν απλώς Εβραϊκή Ιστορία, και συνεπώς εβραϊκή υπόθεση, που δεν αφορά εμάς τους Έλληνες». Θεωρούν ότι ο Χριστιανισμός είναι «εβραϊκή αίρεση». Ουσιαστικά απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη ως δήθεν «εβραϊκή μυθολογία» και επιτίθενται εμπαθώς κατά της Καινής Διαθήκης και των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.
Κατ’αρχήν πρέπει να δηλώσουμε το προφανές, ότι δηλ. οι Χριστιανοί δεν είμαστε ρατσιστές και γι’αυτό ούτε αντισημιτιστές. Ο Έβραϊκός λαός είναι ανθρωπίνως συμπαθής σ’εμάς, όπως όλοι οι λαοί του κόσμου, και μάλιστα επειδή μας πρόσφερε τόσους Πατριάρχες, Δικαίους και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και τους Αγίους Αποστόλους και τους πρώτους Χριστιανούς στήν εποχή της Καινής Διαθήκης, με κορωνίδα βέβαια την Πανάχραντο Κυρία Θεοτόκο και πάν’απ’όλα τον Θεάνθρωπο Κύριο και Σωτήρα Ιησού Χριστό.
Ωστόσο, οι Χριστιανοί είμαστε αντισιωνιστές, δηλ. είμαστε κάθετα αντίθετοι προς τον φρικώδη διεθνή Σιωνισμό,[7] ο οποίος μετήλλαξε τον θεϊσμό της Παλαιάς Διαθήκης και των Προφητών σε αίσχιστο Εωσφορισμό, με την δαιμονική Καμπαλά και το χυδαίο Ταλμούδ, τα οποία είναι έργα των διαμονιώντων ραββίνων του εκπεσόντος Ιουδαϊσμού και της ιδεοληψίας τους περί της παγκοσμίου κυριαρχίας και διακυβέρνησης, μέσω του αναμενομένου ακόμη ψευδομεσσία τους, δηλ. του Αντιχρίστου.
Η πίστη μας δεν είναι "ιουδαϊκή". Από πολύ νωρίς στην ιστορία της Εκκλησίας έγινε σαφές και ρητώς εκφράστηκε η ξεκάθαρη τοποθέτηση των Αγίων Αποστόλων, ότι η πίστη στον Χριστό είναι διαφορετική από τον Ιουδαϊσμό, αφού ο Κύριος μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου με το Τίμιο Αίμα Του. Είναι σαφείς οι αναφορές, που γίνονται στις Πράξεις των Αποστόλων για τη ζωή των νέων τότε Χριστιανών και για τις καταργήσεις παλαιών ιουδαϊκών συνηθειών και τυπικών.
Η Παλαιά Διαθήκη είναι η ιερά βίβλος των πρώτων Χριστιανών, ιδίως πριν η Εκκλησία αποφανθεί για τον Κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Οι άγιοι Απόστολοι και οι πρώτοι πιστοί στον Χριστό δεν διανοήθηκαν καν να την θεωρήσουν "ιουδαϊκή" ή απλώς ως μια συλλογή της Εβραϊκής Ιστορίας, αλλ’ αντιθέτως από πολύ νωρίς τήν ένιωθαν ως "Λογον Θεού", την περιέβαλαν με πολύ σεβασμό και κύρος και τα αναγνώσματά της ήταν και είναι ιδιαίτερα προσφιλή και ενισχυτικά στον πνευματικό αγώνα όλων των Χριστιανών. Η Παλαιά Διαθήκη, μέρος ούσα της Αγίας Γραφής, είναι και αυτή θεόπνευστος.
Η Παλαιά Διαθήκη μας μιλά για τους ανθρώπους του Θεού, τους Προπάτορες του Κυρίου, κατά το ανθρώπινο, που εορτάζουμε σήμερα, φανερώνοντας έτσι την άρρηκτη συνέχειά της με την βίβλο της εποχής της Χάριτος. Η Παλαιά Διαθήκη είναι η βάση για την Καινή Διαθήκη. Είναι η προετοιμασία για την έλευση του Θεανθρώπου Χριστού. Είναι παιδαγωγός εις Χριστόν. Στην Παλαιά Διαθήκη ενεργεί ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, αλλά ως άσαρκος Λογος, ενώ στην Καινή Διαθήκη ενεργεί ως ένσαρκος Λογος.
Είναι, επίσης, πασίδηλος ο παγκόσμιος χαρακτήρας και η προοπτική της για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. Αυτό φαίνεται εμφανέστατα στούς Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Οι Προφήτες προετοίμαζαν με τις διδασκαλίες και τις προφητείες τους όλα τα έθνη για την παρουσία του Χριστού, ώστε ν’ αποκτήσουν γνώση και ευσέβεια του αληθινού Θεού, ο Οποίος γνωριζόταν παλαιά μόνο από τους Εβραίους.
Ο άγιος Θεός, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς», δεν είναι προσωπολήπτης. Αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς. Απευθύνει τα σωτήρια κελεύσματά Του σε όλους αδιακρίτως και ευλογεί τους «αγαθούς τη καρδία». Η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη με σχετικά νοήματα, που αναφέρονται στον οικουμενικό και παγκόσμιο αυτόν χαρακτήρα της μελλούσης σωτηρίας όλων των λαών της γης, μέσω της ευσεβείας προς τον μόνο αληθή Θεο.
Οι Εβραίοι, που καυχώνταν ότι τάχα μόνο αυτούς (ως έθνος και φυλή) από τα υπόλοιπα έθνη προτίμησε ο Θεός και ότι δήθεν μόνο αυτούς αξίωσε των θείων επαγγελιών Του, καταισχύνονται τώρα από τις αποδείξεις του εναντίου, αφού μαρτυρείται (από τους ίδιους μάλιστα τους Προφήτες τους), πως δεν τους δόθηκε τίποτε περισσότερο η ανώτερο απ’ ό,τι σ’ όλα τ’ άλλα έθνη. Μάλιστα προβλέποντας τα μέλλοντα, μιλούν οι άγιοι Προφήτες εν Πνεύματι Αγίω για την αποστροφή του Θεού προς τους αποστάτες Εβραίους, όπως επίσης και για την εκπλήρωση των επαγγελιών Του σ’ όλο τον κόσμο, σ’ όλους τους ανθρώπους, σ’ όλα τα έθνη, που θα δεχθούν και θα εγκολπωθούν την Αλήθειά Του.
Όσοι αποδεχόμαστε την Παλαιά Διαθήκη του Θεού εν Χριστώ(όπως κι εμείς οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί) καθιστάμεθα πραγματικοί υιοί των Πατέρων και Δικαίων και των Προφητώντης και γινόμαστε κληρονόμοι της και οι υποθέσεις και τα νοήματά της γίνονται κληρονομιά μας προς Θεογνωσία και σωτηρία.
Η Πίστη μας δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου». Η ευσέβειά μας δεν είναι υπόθεση των Εβραίων (άλλωστε αυτοί την καταφρόνησαν). Δεν είναι μόνο γι’ αυτό ή το άλλο έθνος. Είναι πανανθρώπινη, αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, σώζει όλο τον άνθρωπο και κατέχει την πληρότητα και ολότητα της αληθείας.
Έτσι κι εμείς οι πρώην εθνικοί, ειδωλολάτρες, Έλληνες δεχθήκαμε και σεβόμαστε την Παλαιά Διαθήκη, διότι έχει ως σκοπό και προοπτική της την πανανθρώπινη, την παγκόσμια σωτηρία. Με την αποδοχή, λοιπόν, της Παλαιάς Διαθήκης (έχοντάς την ως στερεά βάση), δεν απορρίψαμε τον Ναζωραίο ή Γαλιλαίο (όπως ειρωνικά ή υποτιμητικά Τον αποκαλούν οι νεοειδωλολάτρες) Ιησού, τον Θεάνθρωπο Κύριο, αλλά Τον πιστέψαμε, Τον αναγνωρίσαμε ως Κύριο και αγαθό Δημιουργό του σύμπαντος.[8]
πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος
_________
1. ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τ. Β΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος), εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 2003, σ. 310.
2. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, ΕΠΕ 11, 376.
3. Ματθ. 5, 17.
4. Ματθ. 12, 50.
5. Ρωμ. 2, 28-29.
6. Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, Ομιλίες των Αγίων Πατέρων και Μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησίας σε όλες τις Κυριακές του έτους, εκδ. Ιερόν Κελλίον Αγίου ΝικολάουΜπουραζέρη, Άγιον Όρος, Θεσ/κη 2003, σσ. 403-409.
7. ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, εκδ. Ορθόδοξος Τύπος, Αθήνα 1988, σσ. 43-45, 107-108
8. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Νεο-ειδωλολατρικές περιπλανήσεις και η αληθής εμπειρία της Εκκλησίας μας, εκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2002, σσ. 42-54.
http://www.patrokosmas.gr/themata.asp?isue=76&artid=4766
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου