Κάποτε ζούσε μια απλή, αλλά πολύ καλή γυναίκα. Αγαπούσε πολύ τόν Χριστό. Καί Τον παρακαλούσε ταχτικά στην προσευχή της:
- Έλα, Χριστέ μου! Έλα να ευλογήσεις το σπίτι μου! Έλα! Θέλω να Σε ιδώ αισθητά! Θα Σε υποδεχθώ με όλη μου την καρδιά! Όπως Σου αξίζει!
Με τις πολλές της προσευχές συγκινήθηκε ο Κύριος καί της αποκάλυψε:
— Αύριο θα έλθω στο σπίτι σου!
Γεμάτη χαρά άρχισε πρωΐ-πρωΐ' τις προετοιμασίες. Μα εκεί που είχε το σπίτι όλο ανάστατο, για να το καθαρίσει όσο πιο καλά μπορούσε, για να δεχθεί τον Χριστό όπως Του αξίζει, χτύπησε η πόρτα της!
Λαχτάρησε η καλή γυναίκα. Ω, καί να είναι ο Χριστός τόσο ενωρίς, τώρα που δεν έχει ακόμη συγυρίσει τα πάντα! Άνοιξε την πόρτα. Ήταν ένας γέρος, ξένος, καί ζητούσε να τον βάλει κάπου να ξεκουραστεί!...
— Αδύνατο! του απάντησε. Περιμένω πρόσωπο επίσημο! Καί έχω ένα σωρό δουλειές! Πήγαινε!... Καί τον έδιωξε.
Σε λίγο ξαναχτύπησε η πόρτα της. Αυτήν την φορά ήταν ένα ορφανό. Το ήξερε. Ήθελε στοργή. Να απασχοληθεί μαζί του. Μα αυτή εσκέφθη θυμωμένη: «Ώρα που ευρήκε καί αυτό να μου έλθει»! Καί μόνο που δεν το έδειρε! Γιατί της χάλασε την διάθεση, που είχε για τις προετοιμασίες που έκανε καί όλο τις πολλαπλασίαζε, για να τιμήσει τον Χριστό, όπως Του άξιζε!
Τελικά τα ετοίμασε όλα. Έκατσε καί κάρφωσε τα αυτιά της στο κουδούνι της εξώπορτας. Καί να, ξαναχτύπησε! Άνοιξε με λαχτάρα. Μα απογοητεύτηκε. Καί εταράχθη. Στήν πόρτα της ήταν μια γυναίκα μαυροφορεμένη, χήρα, με τέσσερα μικρά παιδιά. Ζητούσε λίγη καλοσύνη για τα παιδιά!...
Η καλή μας χριστιανή αισθάνθηκε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι. Να ασχοληθεί με πέντε ανθρώπους, την ώρα πού περίμενε τον Χριστό; Καί αν ερχόταν ξαφνικά, τί θα έκανε; Σέ τί θέση θα βρισκόταν; Έσφιξε την καρδιά της καί την έδιωξε την χήρα!
— Άλλη ημέρα! Δεν ευκαιρώ σήμερα! δεν μπορώ!...
Καί η χήρα έφυγε... Καί η καλή μας χριστιανή περιμένει. Περιμένει τον Χριστό. Μα βράδιασε. Καί ο Χριστός δεν ήρθε. Περιμένει με αγωνία. Καί όσο περνάνε τα λεπτά, τόσο η αγωνία της μεγαλώνει. Μα ήλθαν τα μεσάνυχτα. Γύρισε η ήμερα. Καί απογοητευμένη, στέναξε:
— Χριστέ μου, γιατί δεν ήλθες, όπως μου είπες; Εγώ Σε περίμενα!
Τότε ακούστηκε η φωνή του Χριστού.
- Ήλθα τρεις φορές. Καί με έδιωξες. Ό,τι εποιήσατε ενί των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε (Ματθ. 25,45). Γιατί τα ξέχασες τα λόγια μου αυτά;
Τι φοβερά λόγια; Τι υπεύθυνο πράγμα που είναι η αντιμετώπιση των ελαχίστων αδελφών μας, αφού ο Χριστός μας λέγει ότι είναι κρυμμένος στο πρόσωπό τους!
- Έλα, Χριστέ μου! Έλα να ευλογήσεις το σπίτι μου! Έλα! Θέλω να Σε ιδώ αισθητά! Θα Σε υποδεχθώ με όλη μου την καρδιά! Όπως Σου αξίζει!
Με τις πολλές της προσευχές συγκινήθηκε ο Κύριος καί της αποκάλυψε:
— Αύριο θα έλθω στο σπίτι σου!
Γεμάτη χαρά άρχισε πρωΐ-πρωΐ' τις προετοιμασίες. Μα εκεί που είχε το σπίτι όλο ανάστατο, για να το καθαρίσει όσο πιο καλά μπορούσε, για να δεχθεί τον Χριστό όπως Του αξίζει, χτύπησε η πόρτα της!
Λαχτάρησε η καλή γυναίκα. Ω, καί να είναι ο Χριστός τόσο ενωρίς, τώρα που δεν έχει ακόμη συγυρίσει τα πάντα! Άνοιξε την πόρτα. Ήταν ένας γέρος, ξένος, καί ζητούσε να τον βάλει κάπου να ξεκουραστεί!...
— Αδύνατο! του απάντησε. Περιμένω πρόσωπο επίσημο! Καί έχω ένα σωρό δουλειές! Πήγαινε!... Καί τον έδιωξε.
Σε λίγο ξαναχτύπησε η πόρτα της. Αυτήν την φορά ήταν ένα ορφανό. Το ήξερε. Ήθελε στοργή. Να απασχοληθεί μαζί του. Μα αυτή εσκέφθη θυμωμένη: «Ώρα που ευρήκε καί αυτό να μου έλθει»! Καί μόνο που δεν το έδειρε! Γιατί της χάλασε την διάθεση, που είχε για τις προετοιμασίες που έκανε καί όλο τις πολλαπλασίαζε, για να τιμήσει τον Χριστό, όπως Του άξιζε!
Τελικά τα ετοίμασε όλα. Έκατσε καί κάρφωσε τα αυτιά της στο κουδούνι της εξώπορτας. Καί να, ξαναχτύπησε! Άνοιξε με λαχτάρα. Μα απογοητεύτηκε. Καί εταράχθη. Στήν πόρτα της ήταν μια γυναίκα μαυροφορεμένη, χήρα, με τέσσερα μικρά παιδιά. Ζητούσε λίγη καλοσύνη για τα παιδιά!...
Η καλή μας χριστιανή αισθάνθηκε το αίμα να της ανεβαίνει στο κεφάλι. Να ασχοληθεί με πέντε ανθρώπους, την ώρα πού περίμενε τον Χριστό; Καί αν ερχόταν ξαφνικά, τί θα έκανε; Σέ τί θέση θα βρισκόταν; Έσφιξε την καρδιά της καί την έδιωξε την χήρα!
— Άλλη ημέρα! Δεν ευκαιρώ σήμερα! δεν μπορώ!...
Καί η χήρα έφυγε... Καί η καλή μας χριστιανή περιμένει. Περιμένει τον Χριστό. Μα βράδιασε. Καί ο Χριστός δεν ήρθε. Περιμένει με αγωνία. Καί όσο περνάνε τα λεπτά, τόσο η αγωνία της μεγαλώνει. Μα ήλθαν τα μεσάνυχτα. Γύρισε η ήμερα. Καί απογοητευμένη, στέναξε:
— Χριστέ μου, γιατί δεν ήλθες, όπως μου είπες; Εγώ Σε περίμενα!
Τότε ακούστηκε η φωνή του Χριστού.
- Ήλθα τρεις φορές. Καί με έδιωξες. Ό,τι εποιήσατε ενί των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε (Ματθ. 25,45). Γιατί τα ξέχασες τα λόγια μου αυτά;
Τι φοβερά λόγια; Τι υπεύθυνο πράγμα που είναι η αντιμετώπιση των ελαχίστων αδελφών μας, αφού ο Χριστός μας λέγει ότι είναι κρυμμένος στο πρόσωπό τους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου