του ΚΩΣΤΑ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΥ
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ, Συνταγματολόγος
Την τελευταία πενταετία η Ελλάδα έχει βρεθεί σε μια διαρκώς επιδεινούμενη οικονομική ύφεση, η οποία έχει οδηγήσει σε συνολική μείωση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος κατά περισσότερο από 20% και ανεργία της τάξης του 26%. Ποτέ άλλοτε η χώρα, σε ειρηνική περίοδο, δεν είχε αντιμετωπίσει παρόμοια φαινόμενα (το χειρότερο προηγούμενο ήταν η περίοδος 1929-1931, όταν στον απόηχο του μεγάλου κραχ της Wall Street το εθνικό μας προϊόν υποχώρησε από τα 46 στα 39 δισεκατομμύρια δραχμές σε τρέχουσες τιμές)…
Η ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα δείχνει ότι κοινωνίες που δοκιμάζονται από μια τόσο βίαιη πτωχοποίηση αντιδρούν και είτε αλλάζουν απότομα πορεία μέσα στα πλαίσια του υφιστάμενου πολτικού συστήματος (όπως οι ΗΠΑ με την εκλογή Roosevelt στις αρχές του 1933 και το New Deal), είτε το ανατρέπουν συνολικά (όπως η Γερμανία την ίδια εποχή , με την κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την αρχή του ναζιστικού εφιάλτη). Αντίθετα η ελληνική κοινωνία έχει παραμείνει σχεδόν απαθής. Το κίνημα των «αγανακτισμένων» εκδηλώθηκε για κάποιο διάστημα το 2011, αλλά σύντομα έχασε τη δυναμική του και οι διπλές εκλογές του Μαΐου-Ιουνίου 2012 λειτούργησαν μάλλον ως βαλβίδα εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας . Η συρρίκνωση των κομμάτων εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) από το 76% του 2009 στο 32% του Μαΐου και το 42% του Ιουνίου 2012 μπορεί να σηματοδοτεί το ενδεχόμενο να βρεθούν αυτά στο μέλλον εκτός του νυμφώνος της εξουσίας, αλλά προς το παρόν απλώς τα υποχρέωσε να συνεργασθούν μεταξύ τους. Η συνέχιση επί μεγάλο χρονικό διάστημα της υπαγορευμένης από τους ξένους δανειστές υφεσιακής πολιτικής , με εξαιρετικά οδυνηρές για την ελληνική κοινωνία συνέπειες, χωρίς η τελευταία να αντιδρά ανατρεπτικά, αποτελέι το ελληνικό παράδοξο, χωρίς όμως να είναι διασφαλισμένη η επ’ αόριστον συνέχισή του. Η κοινωνική έκρηξη, με τη μία ή την άλλη μορφή, μπορεί να επέλθει οποτεδήποτε, ακόμη και για ασήμαντη αφορμή.
Το παράδοξο αυτό μπορεί να οφείλεται στη συμβολή διαφόρων αντικειμενικών παραγόντων, όπως π.χ. του γεγονότος ότι η ελληνική κοινωνία είναι δημογραφικά γηρασμένη , ενώ ιστορικά κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη συχνότητα σε κοινωνικούς σχηματισμούς με πληθυσμιακή αύξηση και ισχυρό νεανικό στοιχείο. Τον καθοριστικό ρόλο ωστόσο διαδραματίζει μάλλον ένα υποκειμενικό-ψυχολογικό στοιχείο, δηλ. ο αποτελεσματικός εκβιασμός που ασκήθηκε από τα κόμματα εξουσίας , με τη συνδρομή των μέσων μαζικής «ενημέρωσης» – επιβολής, περί «άτακτης» χρεοκοπίας και εξόδου από την ευρωζώνη σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης προς τις επιταγές των ξένων δανειστών. Η με «κάθε θυσία» παραμονή στο ευρώ υπήρξε το κυρίαρχο στερεότυπο του Ιουνίου 2012.
Το στερεότυπο αυτό ήταν και είναι επίπλαστο. Η εξώθηση ενός μεμονωμένου κράτους-μέλους , και ειδικότερα κάποιου από τα λεγόμενα «γουρούνια» (από το ακρωνύμιο PIIGSZ, δηλ. Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία, Κύπρος), σε έξοδο από την ευρωζώνη δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή για τα βόρεια κράτη με υψηλή πιστοληπτική ικανότητα. Οι σχετικές απειλές που κατά καιρούς εκτοξεύονται , ρητά ή υπαινικτικά, από πολιτικά πρόσωπα ή μέσα ενημέρωσης των χωρών αυτών και από άλλους παντοειδείς διαμορφωτές της διεθνούς κοινής γνώμης είναι κενές περιεχομένου. Σε όσο βαθμό οι ελληνικές κυβερνήσεις της τελευταίας τριετίας εκλάμβαναν ως υπαρκτό το δίλημμα μεταξύ ευπειθούς συμμόρφωσης και (κατ’ ουσία) αποβολής της χώρας μας από την ευρωζώνη ή και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έκαναν λάθος εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων .
Αποβολή από την ευρωζώνη δεν προβλέπεται στις ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα μπορούσε ωστόσο να συμφωνηθεί με το ενδιαφερόμενο κράτος η έξοδός του, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 50 της ΣΕΕ που προβλέπει τη δυνατότητα αποχώρησης από την Ένωση. Υποτίθεται πως αν η Ελλάδα στερούνταν τα δάνεια του μηχανισμού «στήριξης», λόγω άρνησης συμμόρφωσης προς κάποιες από τις απαιτήσεις των περιβόητων «μνημονίων», θα αναγκαζόταν να παύσει τις πληρωμές σε ευρώ και να ζητήσει μόνη της να επανέλθει στη δραχμή, για να μην παραλύσει τελείως η λειτουργία του κράτους και όλης της οικονομίας. Ωστόσο ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δημιουργούσε νομικό προηγούμενο , το οποίο θα μπρούσε στη συνέχεια να ακολουθηθεί από άλλα μεσογειακά κράτη-μέλη και να οδηγήσει τελικά στη διάλυση του ενιαίου νομίσματος. Ή ακόμη η διάλυση μπορεί να επανέλθει άμεσα υπό μορφή ατυχήματος , εφόσον η διαδικασία αποχώρησης ενός κράτους συνοδευθεί από εντάσεις και προκαλέσει στις κεφαλαιαγορές τέτοιον πανικό ώστε να οδηγηθούμε σε «επιδρομή» (bank-run) των καταθετών στις τράπεζες των υπόλοιπων μεσογειακών κρατών και / ή κατάρρευση των τιμών των κρατικών ομολόγων τους.
Η διάλυση όμως της ευρωζώνης θα έχει δραματικές συνέπειες κυρίως για τα «φερέγγυα» κράτη του ευρωπαϊκού βορρά και κυρίως για το μεγαλύτερο από αυτά, δηλ. τη Γερμανία. Η τελευταία διαθέτει, ως γνωστό, μια από τις ανταγωνιστικότερες εθνικές οικονομίες στον πλανήτη, με αποτέλεσμα να έχει συσσωρεύσει από τις διεθνείς συναλλαγές της μεταπολεμικά τεράστια κεφάλαια (η καθαρή διεθνής θέση της ήταν θετική πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ σε απόλυτους αριθμούς στα μέσα του 2012). Λιγότερο γνωστό είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων αυτών (περίπου 727 δις ευρώ τον Ιούλιο του 2012, με διαρκή έντονη ανοδική τάση τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστού του συνόλου) είναι de facto δεσμευμένα στον λογαριασμό TARGET του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών. Αν διαλυθεί η ευρωζώνη, η γερμανική κεντρική τράπεζα (Bundesbank) θα βρεθεί να έχει ισόποσες απαιτήσεις έναντι ενός συστήματος που δε θα υπάρχει πλέον και άρα πιθανότατα θα διαγραφούν στο σύνολο ή στο μεγαλύτερο μέρος τους. Αν μάλιστα τούτο συνοδευθεί από παύσεις πληρωμών μεσογειακών χωρών, οι οποίες έχουν δεχθεί διακρατικά δάνεια στο πλαίσιο του μηχανισμού «στήριξης», ή από μετατροπή των χρεών τους στα νέα, υποτιμημένα (έναντι του νέου μάρκου) εθνικά τους νομίσματα, τότε τα συσσωρευμένα γερμανικά πλεονάσματα εξήντα και πλέον ετών θα έχουν γίνει στάχτη. Το ακόμη χειρότερο για τη Γερμανία είναι ότι η εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων στη χώρα αυτή ως «ασφαλές καταφύγιο» στα χρόνια της κρίσης υποχρέωσε την Bundesbank να μεταβληθεί από καθαρός πιστωτής των γερμανικών εμπορικών τραπεζών (όπως είναι βασικά ο ρόλος μιας κεντρικής τράπεζας) σε χρεώστη τους, προκειμένου να απορροφά την υπερβάλλουσα ρευστότητα και να αποτρέπει την εμφάνιση πληθωριστικών φαινομένων (τον Μάϊο του 2012 το ποσό των χρεών της ανέρχονταν σε 325 δις ευρώ). Αν διαλυθεί η ευρωζώνη η Bundesbank θα καταρρεύσει και θα συμπαρασύρει όλο το γερμανικό τραπεζικό σύστημα , ή αλλιώς θα ανακεφαλαιοποιηθεί με πληθωριστικά νέα μάρκα ή με υπερχρέωση του γερμανικού κράτους (το δημόσιο χρέος του οποίου υπερβαίνει σήμερα το 80% του ΑΕΠ και σε μια τέτοια περίπτωση θα εκτινασσόταν σε ….ελληνικά επίπεδα). Με άλλες λέξεις, όπως επισημαίνουν κορυφαίοι –και μάλιστα υπερσυντηρητικοί- Γερμανοί οικονομολόγοι, η Γερμαία έχει παγιδευθεί μέσα στην ευρωζώνη και μπορεί να υποστεί η ίδια «εκβιασμό» (βλ. H. – W. Sinn, Die Target-Falle, Μόναχο 2012, σελ. 263 επ.).
Στην πραγματικότητα βέβαια η προβολή σοβαρών αντιστάσεων από την ελληνική πλευρά απέναντι στην πολτική της κατεδάφισης όλων των κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων στη χώρα μας δεν θα ήταν εκβιασμός, αλλά υπεράσπιση του ελληνικού Συντάγματος και των δικαιωμάτων των Ελλήνων πολιτών που απορρέουν από τις σχετικές ευρωπαϊκές συμβάσεις (όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης). Σημειωτέον μάλιστα ότι στην ίδια ή και χειρότερη θέση από τη Γερμανία βρίσκοται και άλλες δανείστριες χώρες, όπως ιδίως το μικροσκοπικό Λουξεμβούργο, η κεντρική τράπεζα του οποίου ήταν «δανείστρια» στα πλαίσια του ευρωσυστήματος με 128 δις ευρώ στο τέλος Μαΐου 2012 και άρα το «Μεγάλο Δουκάτο» θα κατέγραφε κεφαλαιακή απώλεια πενταπλάσια του ΑΕΠ του σε περίπτωση διάλυσης του ενιαίου νομίσματος. Ο υποτιθέμενος «φιλελληνισμός» του κυρίου Γιουνκέρ δεν οφείλεται στα φιλεύσπλαχνα αισθήματά του, αλλά σε επίγνωση της πραγματικότητας.
Συμπερασματικά, τα κράτη που έχουν εμπλακεί στο πείραμα του ευρώ βρίσκονται, είτε το θέλουν είτε όχι, σε σχέση αμοιβαίας εξάρτησης . Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι η σχέση αυτή είναι αιώνια και ακατάλυτη. Αντίθετα, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι δεν υπάρχει προηγούμενο επιτυχημένης μακροπρόθεσμα νομισματικής ένωσης χωρίς ταυτόχρονη πολιτική ένωση, τουλάχιστον σε επίπεδο συνομοσπονδίας (κοινή άμυνα και εξωτερική πολιτική). Το κατά πόσο θα μπορέσει να σφυρηλατηθεί μια αρκετά ισχυρή ευρωπαϊκή συλλογική ταυτότητα ώστε να θεμελιωθεί μια παρόμοια ένωση είναι ένα ανοικτό ερώτημα. Προς το παρόν μάλιστα η επικρατούσα τάση δεν φαίνεται να είναι η σύγκλιση, αλλά μάλλον η απόκλιση μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών , κάτω από το βάρος της κρίσης και των συνεπειών της. Ωστόσο κανένας υπεύθυνος πολιτικός των κρατών – δανειστών εντός της ευρωζώνης δεν θα διακινδύνευε, παρά τους λεκτικούς λεονταρισμούς, να δρομολογήσει τελικά τη διάλυσή της εξαιτίας ενός μεμονωμένου, και μάλιστα μάλλον μικρού (το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας είναι περίπου το 2,5 % του συνόλου) κράτους – οφειλέτη. Η διάλυση, όταν έρθει, θα είναι το αποτέλεσμα ενός ενδεχόμενου συνολικού αδιεξόδου μεταξύ δανειστών και οφειλετών και μιας τυχόν πλήρους πιστωτικής ασφυξίας στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές για τους τελευταίους. Επομένως η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ από όσο πιστεύουν (ή εμφανίζονται να πιστεύουν) οι σημερινοί κυβερνώντες της.
Η απαίτηση των δανειστών να περάσει η Ελλάδα σε σημαντικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, από το 2013 κιόλας, η οποία εξειδικεύεται μέσα από το τελευταίο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα και τον ν, 4093/2012, είναι τόσο εκτός πραγματικότητας όσο και οι απαιτήσεις των συμμάχων για πολεμικές επανορθώσεις που κατέστρεψαν τη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το λιγότερο που θα έπρεπε να αξιώσει η ελληνική πλευρά είναι ένα moratorium 2 έως 3 ετών, ώστε η οικονομία να μπει σε τροχιά ανάπτυξης, δεδομένου άλλωστε ότι αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε κοντά στη δημοσιονομική ισορροπία, με το πρωτογενές (προ τοκοχρεολυσίων) έλλειμμα σχεδόν στο μηδέν. Το επίκεντρο της προσοχής θα έπρεπε να μετατοπισθεί στο ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η βελτίωσή του να επιδιωχθεί μέσω της επιβολής έκτακτων ειδικών φόρων σε εισαγόμενα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, ή ακόμη και προσωρινών δασμών με επίκληση του άρθρου 347 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κατάσταση ανάγκης). Πρέπει, με άλλες λέξεις, να προστατεύσουμε την εγχώρια παραγωγή και όχι να μειώνουμε διαρκώς την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών κατά τρόπο σύμμετρο για ελληνικά και ξένα προϊόντα και υπηρεσίες, κατεδαφίζοντας έτσι την οικονομία μας.
Η ελληνική πολιτική τάξη πρέπει να αντιληφθεί ότι για κάθε κοινωνία υπάρχει ένα σημείο βρασμού, η υπέρβαση του οποίου συνεπάγεται απρόβλεπτες ανατροπές. Η πολιτική του ενδοτισμού απέναντι στους ξένους δανειστές μας φέρνει ολοένα πιο κοντά στο σημείο αυτό.
http://exagorefsis.blogspot.gr/2013/02/blog-post_3039.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου