Είμαστε γύρω στους 50 κι επιστρέφουμε. Το πλοίο της γραμμής (Πειραιάς - Μυτιλήνη) έχει το όνομα του μεγάλου περιθωριακού «Θεόφιλος».
Είναι αργά το βράδυ, παραμονή της 1ης Οκτωβρίου. Κάποιος προτείνει στον ιερέα να κάνουμε απόψε τον αγιασμό του μήνα, μια που το πρωί δεν θα μπορούσε. Εκείνος δεν φέρνει αντίρρηση. Είπαμε να συναντηθούμε στην τραπεζαρία λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Νομίζουμε πώς θα τον συντροφεύουμε λίγοι, έτσι κουρασμένοι κι έτσι φορτωμένοι με πολλές συγκινήσεις...
Όσοι μαζευόμαστε, ξεπερνάμε τους εκατό. Κάποιος το ψιθύρισε και πολλοί έσπευσαν. Μαζί ό πλοίαρχος κι άλλη μια δεκάδα βαθμοφόροι στα επίσημα τους, χώρια το άλλο προσωπικό του σκάφους.
Ό παπά-Μάρκος ξεκινά. Μια σιωπή περίεργη γεμίζει το χώρο. Στη μέση του αγιασμού, ή φίλη μου φέρνει τη μικρή εικόνα με τον Ταξιάρχη του Μανταμάδου που αγόρασε το πρωί και την κρατά στο στήθος της. Τότε ό πλοίαρχος, που δεν πρέπει να ξεπερνά τα 40, κάνει νόημα σε κάποιον και εκείνος μ’ έναν άλλον πάνε προς το βάθος της αίθουσας. Επιστρέφουν σε λίγο. Κρατούν προσεκτικά κάτι σαν πίνακα ζωγραφικής, σαν εικόνα. Σιγά – σιγά αφαιρούν τα χοντρά χαρτιά που το τυλίγουν και ό ιερέας ζητά να το στρέψουν προς τον κόσμο.
Και τότε… τότε νιώθουμε το καράβι να γέρνει έντονα, αργά, υποβλητικά, μεγαλόπρεπα, και να επανέρχεται. Τρεις φορές. Σαν κάποιος να το σπρώχνει απ’ τη μία μεριά να γείρει στην άλλη έτσι για να τονίσει την παρουσία του, κι ενώ ή θάλασσα είναι ήρεμη και γλυκιά και φιλόξενη. Για δύο-τρία λεπτά.
Ακούγονται φωνές έκπληξης. Προσέχω τον καπετάνιο. Έχει το κεφάλι
κατεβασμένο. Ό υποπλοίαρχος, μελωδικός στην ψαλτική όσο λίγοι, χαμογελά. Οι άλλοι βαθμοφόροι δεν σαλεύουν. Κάποιοι από τους επιβάτες σταυροκοπιούνται. Κι όταν ό αγιασμός τελειώνει, ό πλοίαρχος μάς μιλά:
-Καταλάβατε το κούνημα του πλοίου; Αυτό δεν ήταν «θάλασσα», λέει με βεβαιότητα. Ήταν ό Αρχάγγελος. Και το κάνει κάθε φορά που τον ξεσκεπάζουμε.
Αφήνει να εννοηθεί πώς έχει ζήσει ό ίδιος ένα θαύμα, αρνείται να το αποκαλύψει, μόνο λέει πώς τη συγκεκριμένη εικόνα την έχει μαζί του πάντοτε, όταν ταξιδεύει, ενώ, σαν γυρίζει στον Πειραιά, την παίρνει πάλι στο σπίτι του.
Εκείνο το βράδυ, ανοίγω ένα παλιό ξεχασμένο στίχο και προσεύχομαι:
Καθάριε μου Άγγελε, Άγγελε, Άγγελε,
που διέσχιζες με υπομονή τη μνήμη τον Θεού μέχρι που σε άραξε το παρελθόν, πώς βρήκες την τοιχογραφία σον κι αιωνιώθηκες;
Με ποιο κρινάκι σαν φωνήεν να φέγγει μου θα με δεχθεί και μένα κάποιο ξέφωτο ποίημα;
Καθάριε μου ομογάστριε, πώς να σωθώ;
Οι Αρχιστράτηγοι των Ασωμάτων
Πηγή: Αποσπάσματα από τη Συλλογή «Σαλιγκάρι στην Πέτρα», του Μιχάλη Λεβέντη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου