Ο Στρατής Μυριβήλης στο βιβλίο του «Το κόκκινο βιβλίο», περιγράφει με τα μάτια ενός στρατοκόπου τα αίσχη των αιμοσταγών γερμανών στρατιωτών, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό την Κατοχή του χιτλερισμού, παρομοιάζοντάς τους με τους στρατιώτες του Ηρώδη: «Ήταν ένα αγροτικό χωριό πού καιγόταν. Τά σπίτια βούλιαζαν μέσα στις σπίθες, η ζωή των ανθρώπων και των ζώων έτρεχε φουρφουρίζοντας από τις μεγάλες μαχαιριές. Οι άνδρες των αιμάτων μέ τα φονικά όπλα και μέ τό δαυλό στά χέρια έτρεχαν από σπίτι σέ σπίτι καί μοίραζαν τό θάνατο. Ο στρατοκόπος τους γνώρισε. Ήταν οι ίδιοι οι στρατιώτες του Ηρώδη...
Μπήκε αόρατος στά σπίτια πού ξεθεμέλιωναν. Τούς είδε νά λιανίζουν μέ τις λόγχες τούς γέρους, νά λιώνουν κάτω από τις μπότες τους τά βρέφη. Τούς είδε ν' ανοίγουν την κοιλιά της ετοιμόγεννης μητέρας, νά βγάζουν τό έμβρυο και νά τό σηκώνουν στή μύτη της ξιφολόγχης. Μπήκε μαζί τους σ' ένα σπίτι. Σ' ένα κλινάρι γαλούριζαν δυο μικρά παιδιά. Φαίνονταν δίδυμα. Οι στρατιώτες του Ηρώδη τά σήκωσαν, τά κάθισαν σ' έναν καναπέ. Τά μικρά χαμογέλασαν, άπλωσαν τά χεράκια πρός τά όπλα πού γυάλιζαν, κουνούσαν τά ρόδινα μπράτσα τους σάν πρωτοδοκίμαστες φτερούγες. Ένας στρατιώτης άπλωσε τό χέρι νά πνίξει τό ένα. Τό μικρό έπιασε αυτό τό χέρι, έβαλε τό μεγάλο δάχτυλο του στρατιώτη στο στόμα καί τό βύζαινε. Κείνη την ώρα έμπαινε ένας άλλος μ' έναν ντενεκέ μπενζίνα. Αυτός πού ήταν επικεφαλής τούς σταμάτησε. Ξέφτισε μιά λούνα μπαμπάκι από τό προσκέφαλο των παιδιών, το έστριψε φυτίλι. Κατόπι το βούτηξε στη μπενζίνα καί το τρύπωσε με προσοχή στά ρουθούνια καί στ' αυτάκια των παιδιών. Οι άλλοι κατάλαβαν το παιχνίδι, τριγύριζαν χαρούμενοι τον καναπέ καί περίμεναν χτυπώντας με ανυπομονησία τα γόνατα. Τότε ο βαθμοφόρος τράβηξε ένα σπίρτο καί έβαλε φωτιά στά φυτίλια, ένα πρός ένα.
Οι στρατιώτες διασκέδαζαν πολύ. Γελούσαν ξεκαρδισμένοι και χτυπούσαν τά γόνατα. Σαν τέλειωσε το παιχνίδι ράντισαν τη μπενζίνα στα έπιπλα και έβαλαν φωτιά. Η φλόγα όρμησε πεινασμένη, έγλειφε τα πτώματα, τις πόρτες και τις κουρτίνες, κατόπι έτριξε τα δόντια της μασώντας τά δοκάρια. Από το στάβλο του σπιτιού ανέβηκε ένα φοβερό μουκάνισμα. ήταν τά βόδια και τά γελάδια πού μούγκριζαν μακρόσυρτα, παρακαλεστικά, κουτουλούσαν την αμπαρωμένη πόρτα να τούς ανοίξουν καί κανένας δεν τούς άνοιξε.
Μέσα στην πλατέα του χωριού ήταν ο μεγάλος πλάτανος. Οι στρατιώτες του Ηρώδη (εννοεί τους Γερμανούς στρατιώτες) μάζεψαν τα βρέφη, τα έβρεξαν με μπενζίνα καί τα κρέμασαν από τις φασκιές, δεμένα από τη μέση. Κουνιόνταν ανάερα σαν παράξενοι καρποί του γέρικου δέντρου. Κατόπι μπήκαν σ' ένα σχολειό που είχαν κλεισμένες τις μανάδες.
— Θά μας πείτε που είναι κρυμμένοι οι άντρες του χωριού; ρώτησαν.
—Όχι, δέ θα σας πούμε, απάντησαν οι γυναίκες μ' ένα στόμα.
— Καλά! γέλασαν οι στρατιώτες του Ηρώδη. Ξέρετε τουλάχιστο το δέντρο των Χριστουγέννων; Εμείς τούτη τη νύχτα ανάβουμε στον τόπο μας το δέντρο των Χριστουγέννων.
—Όχι, δεν ξέρομε τέτοιο πράμα, είπαν οι γυναίκες. Δώστε μας τα παιδιά μας, αν είστε χριστιανοί!
—Ελάτε λοιπόν να δείτε τα παιδιά σας καί το δέντρο των Χριστουγέννων!
Τις πήγανε δεμένες πιστάγκωνα στο μεγάλο πλάτανο της πλατέας. Ο αξιωματικός έκανε σημείο καί οι στρατιώτες έβαλαν φωτιά στα κρεμασμένα παιδάκια. Οι γυναίκες ούρλιαζαν όλες μαζί, πάλευαν να ορμήσουν, καταριούντανε καί σκέπαζαν με τις σκληριές τους το κλάμα των αναμμένων παιδιών.
—Ο Θεός να σας κάψει! φώναξαν οι γυναίκες. Ο Θεός
πού βλέπει από πάνω να σας κάψει! Εσάς καί, τα παιδιά σας!
—Αλίμονο! συλλογίστηκε ο στρατοκόπος… είδε πως η σφαγή του Ηρώδη δεν είχε πάρει τέλος ακόμα μέσα στις δυο χιλιάδες χρόνια από τότες πού άρχισε. Πρόσεξε τα ρούχα καί τις περικεφαλαίες των στρατιωτών καί γνώρισε πάνω στα σύνεργα της σφαγής τη σφραγίδα του θηρίου. ήταν ο σταυρός του Γολγοθά με τσακισμένες τις τέσσερις άκρες του.
Τότε πήρε τα μάτια του, έφυγε απ’ εκεί καί περπάτησε μέσοι σε τόπους καί χρόνους. "Έτσι όπως ο νους του ανθρώπου μπορεί καί ταξιδεύει ανάμεσα σέ τόπους καί χρόνους. Καί πάλι βρέθηκε μέσα σέ πολιτείες, καί πάλι διάβηκε μέσ’ από τά χωριά της Ελλάδας. Καί κλαίγαν οι πολιτείες καί τά χωριά, καί κλαίγαν οι δρόμοι, τα σπίτια, τά σκολειά, τά καράβια καί τά καλύβια. Από τά χαντάκια έβγαιναν φωνές πνιγμένες καί ήταν μισοσκοτωμένοι άνθρωποι εκεί, σάλευαν τά σπασμένα χέρια κάτω από τό χώμα, πού κυμάτιζε από τούς σπασμούς των. Οι φωνές πού έβγαιναν από τούς ομαδικούς τάφους πνίγονταν από τό χώμα πού μπούκωνε τά ματωμένα στόματα. Καί είδε πάλι τις φλόγες νά πνίγουν τά σπίτια τά ειρηνικά,, καί είδε μέσα στή νύχτα ανθρώπους, μέ τό λεπίδι δαγκωμένο ανάμεσα στά δόντια, νά γκρεμίζουν μέ δυναμίτη τά φτωχόσπιτα πάνω στις μητέρες και τα παιδιά που κοιμόντανε… τα κοριτσάκια και τα σχολειόπαιδα που τα έσερναν στη σφαγή και στο μαρτύριο… τους στρατιώτες να σκοτώνουν τα βρέφη πάνω στο βυζί της μητέρας και ν’ ανοίγουν την κοιλιά της μητέρας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου