Ο Άγιος Ιάκωβος, μαρτύρησε στην Βαβυλώνα, που βρισκόταν νότια της σημερινής Βαγδάτης, επί Ισδιγέρη Α΄ βασιλέως των Περσών (399-420μ.Χ.) για τον λόγο ότι πίστευε στον Χριστό. Το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε ήταν απάνθρωπο. Άραγε, ποιανού ανθρώπου η ψυχή δεν πονά για το πρωτάκουστο και φρικωδέστατο μαρτύριο που υπέστη ο Άγιος από τους ειδωλολάτρες. Ποιανού ανθρώπου τα μάτια δεν δακρύζουν γι’ αυτόν τον Μεγαλομάρτυρα που υπέμεινε με τόση γενναιότητα τα πάθη και τους αφόρητους πόνους...
Τα φρικτά βασανιστήρια άρχισαν όταν οι δήμιοι έκοψαν τον αντίχειρα του Αγίου. Ύστερα του έκοψαν και το δεύτερο δάκτυλο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο. Και εκείνος έλεγε: «Εν ταις πέντε μου αισθήσεις ευλογήσω σε Κύριε…». Ακολούθως οι δήμιοι έκοψαν τα δάκτυλα των ποδιών του ένα-ένα και εκείνος υπομονετικά ευχαριστούσε τον Κύριο: «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσα δόξα». Του έκοψαν και τα πόδια από τους αστραγάλους και πάλι του ξανάκοψαν στα γόνατα, τις παλάμες και τους βραχίονες των χεριών και εκείνος δεν έβγαλε λόγο θυμού κατά των δημίων παρά μόνον προσευχόταν: «Άσω τω Κυρίω εν τη ζωή μου, ψαλώ τω Θεώ μου έως υπάρχω…». Έτρεχαν σαν ποταμοί τα αίματα, έπεφταν οι σάρκες, κόβονταν οι φλέβες, ανασπούσαν τα νεύρα, οι αρτηρίες αφανιζόταν, τα μέλη διασκορπιζόταν, λιποθυμούσαν οι θεατές, οι δήμιοι κουράσθηκαν, οι δαίμονες ηττηθέντες εφρύαξαν, οι Άγγελοι ορώντες εθαύμαζαν…». Έκοψαν και τους μηρούς του Αγίου και τότε πόνεσε λέγοντας: «Χριστέ, βοήθει μοι», ζητώντας από τον Χριστό να τον ενδυναμώσει μέχρι το τέλος του μαρτυρίου. Απέμεινε μόνο η κεφαλή, στηριζόμενη στο στήθος και στην κοιλιά. Οι δικάζοντες διέταξαν να κόψουν οι δήμιοι και την κεφαλή του, καθώς και τα εναπομείναντα μέλη του σώματος. Εκείνος μόνο προσευχόταν: «Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ, και Κύριε Ιησού Χριστέ, και Άγιον Πνεύμα, σε ευχαριστώ διότι με ενδυνάμωσες και υπέμεινα τις βασάνους για το Όνομά Σου το Άγιον, αλλά καταξίωσέ με να τελέσω το αγώνα, διότι ‘‘περιέσχον με ωδίνες θανάτου, και χείμαρροι ανομίας εξετάραξάν με, ωδίνες άδου περιεκύκλωσάν με’’ (Ψαλμ. ιζ΄5-6). Όλα μου τα μέλη κατέκοψαν, δεν έχω πόδια να σταθώ όρθιος, να προσκυνήσω το κράτος σου, ούτε χέρια να τα υψώσω προς τον ουρανό ευχόμενος και την βοήθειά σου επικαλούμενος, γόνατα και βραχίονες δεν μου αφήκαν οι ανήλεοι, αλλ’ έμεινα σαν δέντρο ξεκλαδισμένο ελεεινώς, και τις ρίζες κατακεκομμένο. Γι’ αυτό δέομαι της χρηστότητός σου, Βασιλεύ Άγιε, μη εγκαταλείπεις τον δούλο σου, αλλά εξάγαγε από την φυλακή του σώματος την ψυχή μου, καί κατάταξε αυτήν μετά των Αγίων Μαρτύρων σου, για να δοξάζουμε ακαταπαύστως το Κράτος σου εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν». Κατόπιν απέκοψαν την τιμία κεφαλή του και την νύχτα οι φιλόχριστοι πήραν κρυφά τα λείψανα του Αγίου και τα ενταφίασαν με ευλάβεια.
σ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου