Ένας μοναχός σ' ένα Κοινόβιο, αμελής στα πνευματικά, έπεσε βαριά άρρωστος κι' ήλθε η ώρα του να πεθάνει. Ο Ηγούμενος κι’ όλοι οι αδελφοί τον περικυκλώσανε για να του δώσουν θάρρος στις τελευταίες του στιγμές. Παρατήρησαν όμως έκπληκτοι, πως ο αδελφός αντίκριζε τον θάνατο με μεγάλη αταραξία και ψυχική γαλήνη.
— Παιδί μου, του είπε τότε ο Ηγούμενος, όλοι εδώ ξεύρομε πως δεν ήσουν και τόσο επιμελής στα καθήκοντά σου. Πώς πηγαίνεις με τόσο θάρρος στην άλλη ζωή;...
— Είναι αλήθεια, Αββά, ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος, πως δεν ήμουν καλός μοναχός. Ένα πράγμα όμως ετήρησα με ακρίβεια στη ζωή μου: Δεν κατέκρινα ποτέ μου άνθρωπο. Γι' αυτό σκοπεύω να ειπώ στο Δεσπότη Χριστό, όταν παρουσιαστώ ενώπιον Του: «Συ, Κύριε, είπες, μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε», κι' ελπίζω ότι δε θα με κρίνει αυστηρά.
— Πήγαινε ειρηνικά στο αιώνιο ταξίδι σου, παιδί μου, του είπε ο Ηγούμενος. Εσύ κατόρθωσες χωρίς κόπο να σωθείς.
(Γεροντικό)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου