Ήταν δύο αδελφοί κατά σάρκα και έτυχαν στη διδασκαλία ενός πνευματικού, ο οποίος μίλησε για τις τιμωρίες του Άδη. Ο ένας αδελφός, μόλις τις άκουσε φοβήθηκε και για να σωθεί έγινε Μοναχός. Ο δε άλλος, μη πιστεύοντας στα λόγια αυτά έμεινε στον κόσμο, ζώντας με διάφορες αμαρτίες. Σε λίγα χρόνια, όταν ήλθε στο τέλος της ζωής του, τον παρακάλεσε ο Μοναχός να του εμφανισθεί μετά θάνατον, να του πει που βρισκόταν...
Μια νύχτα, λοιπόν, εφάνη στον αδελφό του ο αποθαμένος και του λέγει, ότι ήταν σε οδύνη αμέτρητη. Ο δε Μοναχός τον ρώτησε, λέγοντας: «Πές μου την αλήθεια χωρίς ψεύδος. Στον Άδη είναι τόσο φοβερές οι κολάσεις, καθώς τα βιβλία μας λέγουν ή μόνον για να μας εκφοβίζουν τα έγραψαν οι διδάσκαλοι;».
Του λέγει ο αποθαμένος: «Μυριάδες είναι περισσότερες από όσες έγραψαν, και όλες οι γλώσσες δεν φθάνουν να διηγηθούν αυτές τις οδύνες».
Και ο Μοναχός: «Τάχα μπορώ να τις δοκιμάσω στο παραμικρό αισθητώς, να βεβαιωθώ την αλήθεια;».
Του λέγει: «Ναι, και με ποια αίσθηση θέλεις να τις καταλάβεις;».
Ο δε είπε: «Εγώ είμαι πολύ μικρόψυχος, και δειλιώ, μήπως και πεθάνω. Μόνον κάμε με να μυρισθώ με την όσφρηση, όσο μπορείς λιγότερο».
Τότε του φάνηκε πως τίναξε ο φανείς το ιμάτιο και εξήλθε τόση πολλή δυσωδία, οπού δεν μπορούσαν οι Μοναχοί του Μοναστηριού εκείνου να υποφέρουν. Αλλά γύριζαν εδώ και εκεί ως φρενόληπτοι, ούτε ησύχασαν έως ότου έφυγαν σε άλλο τόπο μακριά απ’ εκεί, όπου έκτισαν Μοναστήρι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου