17 Νοεμβρίου 2010

Πλούσιοι δυστυχισμένοι - φτωχοί χαρούμενοι

Ταραχή και ειρήνη
του Φώτη Κόντογλου
Οπότε μπορώ, ξεμακρύνω από την ταραχή της σημερινής ζωής. Κάθουμαι στο σπίτι μου, μακρυά από τον κόσμο. Ζωγραφίζω κανένα εικόνισμα, γράφω καμιά ιστορία ή καμιά σκέψη για τον εαυτό μου, φιλοτεχνώ κανένα χειρόγραφο, ή κουβεντιάζω με κανέναν απλόν άνθρωπο, πού δεν τρέχει για ν' αρπάξει πολλά λεφτά, κ' είναι ήσυχος καί βλογημένος...


Οι τέτοιοι άνθρωποι δεν λείψανε ολότελα στον καιρό μας, καί γι' αυτό το πράγμα δοξάζω τον Θεό μέρα-νύχτα. Ζούνε ειρηνικά, ήσυχα, απλά, φτωχικά, μα αυτοί για μένα είναι οι πιο πλούσιοι. Η ζωή τους έχει νοστιμάδα, ενώ των αλλουνών, εκείνων πού βρίσκουνται ολοένα σε στριφογύρισμα, σαν μηχανές, η ζωή τους είναι δίχως καμιά νοστιμάδα. Λέγω «η ζωή τους», μα ποια ζωή; Αυτοί δεν έχουνε τον καιρό να ζήσουνε. Όλο βιάζονται, ο νους τους βρίσκεται αλλού, στα χρήματα, στις επιχειρήσεις, στα πολιτικά. Ολοένα αγωνία. Ολοένα ανησυχία. Ολοένα νευριασμός, από τις δουλειές τους, από τα κέρδη κι από τις ζημιές τους, από την παγκόσμια κατάσταση, από τον φόβο μήπως γίνει πόλεμος, από τ' ανεβοκατέβασμα του χρυσαφιού στο χρηματιστήριο, από τα παιδιά τους, πού σπουδάζουνε στην Αγγλία καί στην Αμερική, από τα σπίτια τους, από τα μαγαζιά τους, από τα χτήματά τους, από τα καράβια τους. Το κεφάλι τους βρίσκεται μέσα σ' ένα βουερό σύννεφο από σκοτούρες, πού το τσιμπάνε σαν να 'ναι σφήγκες ακαταμέτρητες. Μα καί στον ύπνο τους βασανίζουνται, δε μπορούνε να κλείσουνε μάτι από τα τρυπάνια πού τριβελίζουνε το μυαλό τους. Κι όλα αυτά λένε πως τα τραβάνε για να μαζέψουνε λεφτά, καί μ' αυτά να απολάψουνε τη ζωή, ως πού πεθαίνουνε καί μπαίνουνε μέσα σε μαρμαρένια μνήματα πού τους χτίζουνε κείνοι πού τους κληρονομήσανε. Μα κι αυτοί αρχίζουνε την ίδια ζωή χαρισάμενη πού πέρασε ο πεθαμένος, ως πού να χωθούνε κι αυτοί μέσα στο ίδιο μεγαλόπρεπο μπουντρούμι. Αυτή είναι η λεγόμενη «ζωή» για τους δραστήριους αυτούς ανθρώπους.
Δεν υπάρχει πιο θλιβερό πράγμα από μια τέτοια ζωή. Θαρρείς πως τους άρπαξε μια ρόδα καί τους στριφογυρίζει, δίχως να μπορούνε να ξεκολλήσουνε από τα γρανάζια της. Πεθαίνουνε, χωρίς να δοκιμάσουνε μήτε ένα γενναίο αίσθημα, δίχως να δροσιστούνε από μια χριστιανική πράξη, χωρίς ν' απομείνουνε μια στιγμή μοναχοί με τον εαυτό τους ή με τους αγαπημένους τους, να ειρηνέψουνε λίγο, να απογευτούνε μια στάλα τη ζωή. Την έχουνε... ακουστά την αληθινή ζωή. Αγοράζουνε όλα τα εργαλεία της ζωής, ακόμα καί τα πιο ακριβά, καί μοναχά να τη ζήσουνε δε μπορούνε, οι δυστυχισμένοι. Είναι σαν τον Τάνταλο, πού έβλεπε το νερό διψασμένος, καί δε μπορούσε να πιει.
Η φτώχεια τους είναι μεγάλη. Αυτό πού λένε τα συναξάρια για τους Αγίους, πως αποχτήσανε δηλαδή όλα τα πλούτη με τη φτώχεια, «τη πτωχεία τα πλούσια», γι' αυτούς τους ανθρώπους πού μιλούμε, γυρίζει στ' ανάποδο, δηλαδή με τον πλούτο γίνουνται πάμπτωχοι, «τω πλούτω εκτήσαντο την πτωχείαν». Έχω δει πολλούς τέτοιους ανθρώπους καί ξέρω καλά πόσο δυστυχισμένοι είναι στ' αλήθεια, μ’ όλο το απ’ έξω λαμποκόπημα. Η πιο μεγάλη ευτυχία τους είναι πως με τις σκοτούρες πού έχουνε, δεν νοιώθουνε πως είναι ζωντανοί. Όσο για τις λιγοστές ώρες, πού βρίσκουνται έξω από τον ανεμοστρόβιλο πού είπαμε πως τους στριφογυρίζει, εμ’ τότε είναι πού δε μπορούνε να νοιώσουνε τίποτα, γιατί η παραζάλη δεν τους αφήνει, καί γιατί έχουνε χάσει, τη γεύση της ειρηνικής κ' ήσυχης ζωής. Κι ο άνθρωπος πού δεν νοιώθει ειρήνη καί ησυχία μέσα στην ψυχή του, είναι δυστυχισμένος, καθώς λέγει κ' ένας άγιος: «ο αλλότριος της ειρήνης αλλότριος εστί της χαράς».
Όπως είπα, γνώρισα κάμποσους απ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους πλούσιους, τους τρισδυστυχισμένους πλούσιους. Δεν μιλώ για κείνους πού έχουνε πλούτη, μα έχουνε όμως καί δυστυχίες, αρρώστιες, μαλώματα κι, άλλα τέτοια κακά. Μιλώ για κάποιους πού είναι πλούσιοι, δίχως να 'χουνε τέτοιες δυστυχίες, καί πού ωστόσο δεν νοιώθουνε την αληθινή χαρά της ζωής. Αυτοί, τις ώρες πού θέλουνε να μείνουνε μακρυά από τις σκοτούρες τους, είναι πιο δυστυχισμένοι, γιατί οι ψυχές κ' οι καρδιές τους είναι άδειες. Τί να την κάνουνε την ησυχία; Η ησυχία είναι βλογημένη για όποιον έχει τον από μέσα πλούτο, κι όχι τον απέξω. Γι’ αυτό, σε τέτοιες ώρες, βαριούνται, τους πιάνει η πλήξη, πνίγουνται σαν να βρίσκουνται μέσα στο άδειο διάστημα, δίχως αγέρα ν’ ανασάνουνε. Επειδή μάθανε να ζούνε με την ταραχή, με την αγωνία. Γι' αυτούς δεν υπάρχει ζωή έξω από τις σκοτούρες, από τις έγνοιες, από το νευρίασμα. Καταδικαστήκανε σ' αυτή την καταδίκη. Είναι κείνοι πού ξεγελαστήκανε από τον σατανά, πού είπε στον Χριστό: «Πέσε, προσκύνησέ με, για να γίνουνε οι πέτρες ψωμιά. Πέσε, προσκύνησέ με, για να σου δώσω όλα τα βασίλεια της γης». Δώσανε στον πονηρό την ψυχή τους, καί πήρανε αυτά πού τους έταξε. Μα, χωρίς ψυχή, αυτά είναι στάχτη, τίποτα. Τί να τα κάνουνε; Η ψυχή είναι πού τα κάνει όλα να υπάρχουνε καί να 'χουνε αξία για τον άνθρωπο. Για τούτο είπε ο Χριστός: «Τί θα τον ωφελήσει τον άνθρωπο αν κερδίσει όλον τον κόσμον, καί ζημιωθεί την ψυχή του;»
Τούτοι λοιπόν είναι οι πιστοί του σατανά. Γι’ αυτόν κάνουνε όλα όσα κάνουνε κ’ οι πιστοί του Χριστού για το Θεό. Καί νηστεύουνε, καί προσεύχουνται ολοένα στον Μαμωνά, καί τραβάνε αγόγγυστα το κρύο, τη ζέστη, καί κάθε κακοπάθηση, την αγρύπνια, τους κόπους, τις βρισιές, τα μαλώματα, την καταφρόνεση. Μα, στο τέλος, αυτά είναι τα μοναχά κέρδη τους, όπως είπαμε παραπάνω. Ο διάβολος πήρε την ψυχή τους, καί δε μπορούνε να νοιώσουνε καμμιά χαρά, αφού δεν υπάρχει η ψυχή πού τη νοιώθει.
Πόσες φορές είδα τέτοιους πλούσιους να κοιτάζουνε με ζήλεια καί με παράπονο κάποιους φτωχούς, πού κατέχουνε τον αληθινό τον πλούτο, τον πλούτο τον απομέσα, καθώς καί την ειρηνική ζωή πού ζούνε! Οι τέτοιοι φτωχοί είναι, κατά τα λόγια του Παύλου, «ως λυπούμενοι, αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί, πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες, καί τα πάντα κατέχοντες». Έχουνε την ελπίδα καί την ειρήνη του Χριστού, πού έλεγε στους μαθητές Του: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω. Δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη, πού δίνει ο κόσμος». Καί ποια είναι, η ειρήνη πού δίνει, ο κόσμος; Η ψεύτικη ειρήνη, πού δεν είναι ειρήνη, αλλά ταραχή καί ζάλη καί οργή. Τέτοια είναι η ειρήνη, πού λένε πως θέλουνε τα έθνη καί οι άνθρωποι της αμαρτίας.
Γι' αυτό κ' εγώ κάθουμαι, όσο μπορώ, μακρυά από τον φουρτουνιασμένον κόσμο κι από τις ψεύτικες απολαύσεις του, καί ζω με τους απλούς καί ήσυχους χριστιανούς, με «τα τέκνα της ειρήνης»,
Ο Δαυίδ λέγει: «Τίς εστί πλούσιος; ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος». Λοιπόν, τούτοι οι φίλοι μου είναι «οι εν τω ολίγω αναπαυόμενοι». Γι' αυτό είναι κ' ειρηνικοί. Γιατί η πλεονεξία κάνει φτωχή την ψυχή του ανθρώπου.
Εδώ, σε τούτη την άκρη πού κάθουμαι, είμαι μακάριος. Αντίκρυ μου κάθεται μια χήρα θεοφοβούμενη, η Αθηνά, με τον αδελφό της τον Χαράλαμπο, πού είναι σαν τον άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Το φτωχόσπιτό τους είναι για μένα πιο έμορφο από τ' αρχοντόσπιτα, με την ξερολιθιά, με τα ταπεινά δεντράκια, με τα λουλούδια του καί με τ' αγιασμένα βότανά του, το δεντρολίβανο, τη μαντζουράνα, τον βασιλικό, τον δυόσμο, την αψιθιά, τον απήγανο. Τέτοια έχει καί το μικρό περβολάκι μου. Τύφλα να 'χουνε οι μεγάλοι κήποι πό 'χουνε τ' αρχοντόσπιτα!
Παραπέρα είναι άλλοι τέτοιοι φτωχοί, ο Κώστας ο κουτσός, ψάλτης καί καντηλανάφτης, η αδελφή του Ελένη, ο μπάρμπα-Λιάς ο μπαλωματής, κανονάρχος, η κυρά Ουρανία, πού σαν ήτανε κορίτσι πήγαινε στον άγιο Ελισαίο πού ψέλνανε ο Παπαδιαμάντης κι ο Μωραϊτίδης, ο μπάρμπα Στέλιος, οι γερόντισσες Ματρώνα, Άννα, Μελάνη καί Παϊσία, κάποια παλληκαράκια γεμάτα ευλάβεια, σαν τον Γιώργη τον Κύπριο καί τον Βασίλη τον Πλάτανο, ο πάτερ Χρυσόστομος ο Μουστάκας από τη Ρόδο, ο πάτερ Ιωσήφ από τη Νάξο, ο πάτερ Γερόντιος από την Κόνια, ο πάτερ Αμφιλοχίας από την Πάτμο, κι άλλοι ασκητές πού έρχονται στο σπίτι μου, ο Ισαάκ Πιλάβιος, εραστής της βυζαντινής μουσικής, ο πάτερ Θεόφιλος ο Αγιορείτης, ο κοσμογυρισμένος καπετάν-Ηρακλής Γιαβάσογλου, καί κάμποσοι άλλοι. Όλοι τούτοι έχουνε απάνω τους την ταπείνωση καί τη χάρη της θεοσέβειας, πού τα νοστιμεύει όλα. Είναι πάντα καλοδεχτικοί, πλούσιοι σε αισθήματα, χαρούμενοι, γιατί «καρδίας ησυχαζούσης, το πρόσωπον θάλλει», καί «άνθρωπος ολιγομέριμνος καί ελπίζων τω Κυρίω, πράος εστί
καί ησύχιος»,
Αυτοί είναι οι φίλοι μου, οι δικοί μου. Όσα θέλει ένας πλούσιος για να ζήσει μια μέρα, φτάνουνε για να ζήσουνε τρεις καί τέσσερες απ’ αυτούς για έναν χρόνο. Καί όμως, σ' αυτούς απάνω είναι η ευλογία του Θεού, Αυτοί είναι «οι μηδέν έχοντες καί τα πάντα κατέχοντες». Ζούνε κρυφά από τον κόσμο. Κανένας σπουδαίος δεν τους ξέρει καί κανέναν σπουδαίον δεν γνωρίζουνε.
Πολλές φορές κάθουμαι καί συλλογίζουμαι καί λέγω: Να, αυτοί δεν ζούνε με τόση απλότητα καί με ένα τίποτα; Ναί, ζούνε, καί μάλιστα είναι πιο φχαριστημένοι από τη ζωή.
Τί χρειάζεται λοιπόν τόση φασαρία πού κάνουνε άλλοι στον κόσμο, για να μαζέψουνε πλούτη, για να ξακουστεί τ' όνομά τους, βασανιζόμενοι καί κάνοντας αδικίες, χωρίς να νοιώθουνε καμμιά χαρά; Δεν πάνε να μάθουνε από τους φτωχούς, πού είπα, με ποιόν τρόπο μπορεί ν' αποχτήσει ο άνθρωπος την ειρήνη της διάνοιας καί την ελπίδα!
«Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα καί ζητείτε ψεύδος;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: