Γεννήθηκε το 1901 στην Αργυρούπολη του Πόντου, ονομαζόταν Αθανάσιος και όταν ήταν ακόμα βρέφος έμεινε ορφανός, καθότι ο πατέρας του Σάββας σκοτώθηκε σε μια μάχη και η μητέρα του η Σοφία πέθανε την ίδια ημέρα που έφεραν στο σπίτι νεκρό το σύζυγό της. Η γιαγιά του Αγίου ανέλαβε την ανατροφή του, ενσταλάζοντας σ’ αυτόν την χριστιανική ζωή...
Όταν ήταν πέντε ετών έβοσκε ζώα, υπό την βάναυση συμπεριφορά του αδελφού του. Σε ηλικία επτά ετών πήγε για προσκύνημα στην Παναγία Σουμελά. Ο Χριστός ήταν η μόνη παρηγοριά του και παρά τις δυσκολίες στη ζωή του, προσευχόταν και εκκλησιαζόταν αδιαλείπτως.
Όμως, δέχθηκε νέο πλήγμα στη ζωή του, αφού σε μικρό διάστημα εκοιμήθησαν η γιαγιά και η αδελφή του, μένοντας πλέον μόνος στη ζωή. Κατόπιν ακολούθησε τον παππού του που μετανάστευσε στο Ερζερούμ, και όταν πέθανε και εκείνος, έφυγε κρυφά για τον Καύκασο, όπου παγιδεύτηκε από τα χιόνια σε μια σπηλιά και διασώθηκε από περαστικούς καμηλιέρηδες που τον παρέδωσαν σ’ έναν πολύ καλό άνθρωπο, που ήταν Τούρκος κρυπτοχριστιανός. Εκείνος τον πήρε στο σπίτι και τον είχε στη φύλαξη των ζώων. Με την ευγένεια και την εργατικότητά του εκτιμήθηκε από την οικογένεια του Τούρκου, ο οποίος είδε στον ύπνο του ότι το παιδί αυτό προοριζόταν από τον Θεό για την σωτηρία πολλών ανθρώπων. Μια ημέρα, καθώς έβοσκε τα ζώα, εμφανίστηκαν στον Άγιο οι Τρεις Ιεράρχες καί του είπαν ότι θα γίνει μοναχός και κάποια άλλη ημέρα παρουσιάστηκε ένας καβαλάρης που ήταν ο Άγιος Γεώργιος, ο οποίος τον πήρε και τον έφερε με θαυμαστό τρόπο στην Τυφλίδα της Γεωργίας. Εκεί σε ηλικία εννέα ετών φόρεσε το ράσο και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, όπου τέθηκε υπό την προστασία του ηγουμένου. Το 1919 εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Συμεών. Κατά την ώρα της κουράς άρχισαν από μόνα τους να κτυπούν τα σήμαντρα και οι καμπάνες, παρότι είχε απαγορευθεί από το κομμουνιστικό καθεστώς η κρούση τους.
Ακολούθως συνελήφθη μαζί με τους Πατέρες, διώχθηκε και φυλακίσθηκε σε μπουντρούμια μέσα στις ακαθαρσίες των υπονόμων. Τον διαπόμπευσαν γυμνό στην πόλη, όμως οι πολλές θεοσημείες τον ενίσχυαν μαζί με τους άλλους συγκρατούμενους. Την επομένη του Πάσχα ορίστηκε η εκτέλεσή τους. Οι σφαίρες που πυροβόλησαν τον Άγιο, η μια κτύπησε στην φιλντισένια εικόνα της Παναγίας που φορούσε στο στήθος του και οι άλλες αστόχησαν. Με αυτό τον θαυμαστό τρόπο διασώθηκε πέφτοντας μαζί με τα υπόλοιπα νεκρά σώματα. Κατόπιν διέφυγε κρυφά και εν συνεχεία αφέθηκε ελεύθερος. Όμως, επειδή δεν αρνήθηκε την πίστη του στον Χριστό τον φυλάκισαν για πολύ καιρό μέσα στις ακαθαρσίες, γι’ αυτό και αρρώστησε βαρειά, κυρίως στα πόδια. Με την βοήθεια ευσεβών χριστιανών αποφυλακίστηκε και το 1925 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Γρούζια Σχέτα και ονομάστηκε Γεώργιος. Όλοι οι πιστοί σέβονταν πολύ τον Άγιο και τον θεωρούσαν χαρισματούχο, που άφηνε τις καλύτερες εντυπώσεις σε όσους τον γνώριζαν.
Το 1929 παρακαλεί κάποιες οικογένειες Χριστιανών να τον πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα. Αφού περιπλανήθηκε στην Θεσσαλονίκη, στην Κατερίνη και στο Κιλκίς, ασθενής από τις κακουχίες των φυλακίσεων, φθάνει το 1930 στο χωριό Σίψα της Δράμας, όπου διέμεινε σε σπίτια γνωστών του. Σύντομα προσελκύει πολύ κόσμο κοντά του, εξομολογώντας και συμβουλεύοντας τους πιστούς. Οι χωρικοί τον βοηθούν να κτίσει ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στο Γενέσιο της Θεοτόκου και έναν μικρό ξενώνα. Κατόπιν ανοικοδομείται πρόχειρα μία μικρή Μονή που αφιερώνεται στην Ανάληψη του Σωτήρος. Εκεί σ’ ένα μικρό κελάκι εγκαθίσταται ο Άγιος δεχόμενος πλήθη πιστών. Με θαυματουργική επέμβαση του Αγίου Νικολάου θεραπεύεται από τις παθήσεις που τον βάραιναν, καί το 1941 συνελήφθη από τους Βουλγάρους, γλιτώνοντας τη σφαγή με την προσευχή του, τρέποντας τους κατακτητές σε φυγή. Στον επάρατο ανταρτοπόλεμο κτυπήθηκε από τους αντάρτες υπομένοντας αγόγγυστα και αυτήν την δοκιμασία.
Οι πειρασμοί δεν τον πτοούν. Συνεχίζει να επιδίδεται σε αυστηρή άσκηση, διδάσκοντας και παρακινώντας τον κόσμο στην Αλήθεια του Χριστού, λειτουργώντας με ιεροπρέπεια ακόμα και με Αγίους που παρίστανται οφθαλμοφανώς! Νηστεύοντας πολύ, έχοντας διορατικό και προορατικό χάρισμα, προφητεύοντας, ελευθερώνοντας τους ανθρώπους από τα πονηρά πνεύματα. Ήταν άνθρωπος της αγάπης, της φιλανθρωπίας, φιλόξενος, ελεήμων, αφιλοχρήματος και φοβερά φιλακόλουθος.
Προγνώρισε με ακρίβεια την ημερομηνία της κοιμήσεώς του, δίνοντας λεπτομερείς οδηγίες για την ταφή του. Στις 4 Νοεμβρίου του 1959 παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό που τόσο πολύ λάτρεψε σε όλη του τη ζωή. Μέσα σε βαρύ πένθος ενταφίασαν οι πιστοί το σώμα του Αγίου που είχε την ευλυγισία και την θερμότητα των κεκοιμημένων μοναχών του Αγίου Όρους! Δυο κυπαρίσσια λύγισαν σα να προσκυνούσαν τον Άγιο, που συνέχισε να θαυματουργεί και μετά την κοίμησή του σε όσους τον επικαλούνται στις προσευχές τους με πίστη.
Το 1970 εγκαταστάθηκε στη Σίψα η πρώτη μοναστική αδελφότητα στη μικρή Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος με γερόντισσα την Ακυλίνα. Έκτοτε ανεγέρθησαν οι νέοι κτιριακοί χώροι της Μονής και σήμερα το Μοναστήρι είναι ευρέως γνωστό και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα, ευρισκόμενο στο 13ο χλμ. της επαρχιακής οδού Δράμας – Σιδηρονέρου.
σ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου