Εξ’ αιτίας ενός παλαιού Ορθόδοξου μοναστηριού στην αρχαία Ηράκλεια που βρισκόταν στο σημερινό ψευτοκρατίδιο των Σκοπίων, μετονομάσθηκε όλη η περιοχή σε Μοναστήρι το 14ο αιώνα μ.Χ. Η πολιτεία αυτή από την αρχαιότητα ως το 19ο αιώνα έσφυζε από ελληνικό πληθυσμό, αφού οι περισσότεροι από τα 2/3 των κατοίκων της ήταν Έλληνες, διατηρώντας πάμπολλα σχολεία, νοσοκομεία και Ορθόδοξους Ναούς...
Το 1912 το Μοναστήρι το κατέλαβαν οι Σέρβοι, οι Τούρκοι απεχώρησαν και ενώ επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες παρά τα προβλήματα που επέφερε η μακραίωνη σκλαβιά παρέμεναν στις προαιώνιες εστίες τους, άρχισε από τότε ο διωγμός τους λόγω και της εισβολής και των Βουλγάρων το 1915, αλλά και το 1941 που κατείχαν την περιοχή.
Μια συγκλονιστική μαρτυρία που καταγράφεται στο βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη «Η πολιτεία φάντασμα» (εκδ. ΕΣΤΙΑ) κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, μαρτυρεί περί της αναμφισβήτητης ελληνικότητας του Μοναστηρίου καθώς και της υπόλοιπης επικράτειας που κάποιοι «βαλτοί» θέλουν να δημιουργήσουν Μακεδονικό κράτος χωρίς να έχουν καμία απολύτως σχέση με αυτή τη λέξη…
"Νύχτα μπήκαμε στο Μοναστήρι. Και νύχτα βγήκαμε. Είναι μια μεγάλη πολιτεία Σέρβικη, που οι κάτοικοι της είναι Έλληνες. Οι δρόμοι της ήσαν χωρίς φώτα, τα σπίτια δίχως λάμπες. Οι άνθρωποι που την κατοικούν μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα σαν κλέφτες, κοιτάνε τον ουρανό με φόβο και κατοικούν στα καταγώγια και στις τρύπες που σκάψανε κάτω από τα σπίτια τους. Αυτές οι τρύπες είναι τ' "αμπριά". Σταματήσαμε σε μια πλατεία. Μας πήραν οι Φραντσέζοι οδηγοί και μας κατατόπισαν. Είναι μια πολιτεία-μέτωπο. Μας δείξανε σπίτια χτυπημένα από τις οβίδες σαν από αστροπελέκια, σπίτια καμένα από τις εμπρηστικές. Αυτές ξερνάν ένα υλικό που ανάβει κομματιαστά και κάθε κομματάκι πηδάει και πάλι σκάει. Έτσι η φωτιά σκορπιέται σε μεγάλη έκταση. Αυτή η αναμμένη βροχή δεν σβήνει στο νερό και ανοίγει αγιάτρευτες πληγές όπου πέσει.
Είδα έναν όμορφο δρόμο γεμάτον σιωπή και φεγγάρι. Δεξιά και ζερβά τον σηκώνανε προς τον μαβήν ουρανό τα καπνισμένα ντουβάρια τους δυο ατελείωτες αράδες καμένα σπίτια. Ανάμεσ' από τ' άδεια παράθυρα, πίσω από τις μπαλκονόπορτες και έχασκαν, μπαινόβγαινε ανεμπόδιστα το φεγγαρόφωτο και το γιόμιζε ερημιά και νέκρα. Ήτανε ξεσαρκωμένα σκελετά από πελώρια κουφάρια. Άλλη φορά θάτανε πασίχαρα σπίτια και τώρα τα σκότωσε ο πόλεμος. Οι κάτοικοι εδωπέρα φοράν ολημερίς και ολονυχτίς κρεμασμένοι από το στήθος μια μάσκα για τα ασφυξιογόνα. Μυστήριο το πώς μυρίστηκαν την εθνικότητά μας, αφού η στολή μας, η κάσκα μας, είναι φραντσέζικα όλα, και ο ερχομός μας έγινε έτσι μυστικά, χυμήξανε γύρω μας, ξετρυπώσανε σαν τα ποντίκια κάτω απ' τη γης, άντρες, γυναίκες, προπάντων γυναίκες και παιδάκια. Και μας φιλάνε τα χέρια, μας χαϊδεύουν τα ντουφέκια, μας πασπατεύουν τις κάσκες, κουμπώνουν και ξεκουμπώνουν τα κουμπιά της μαντύας μας, κλαίνε, κλαίνε ήσυχα μέσα στη φεγγαροβραδιά.
— Είσθε, αλήθεια, τα. αδέρφια μας; Είστε Έλληνες, Έλληνες από την Ελλάδα;
-Μα ναι...
- Σας περιμέναμε χρόνια στη σκλαβιά. Σας ονειρευόμασταν, σας τραγουδούσαμε, σας προσκυνούσαμε, και δεν σας ξέραμε. Και τώρα. είστε κοντά μας. Ο Χριστός κι η Παναγιά να σας φυλάει! Και να μη μας αφήσετε πια, αδέλφια, στους Σέρβους. Μας τυραγνάνε σκληρά, που είμαστε Έλληνες..."
Στρατής Ανδριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου