Κατά τους χρόνους των Χριστιανών βασιλέων ήταν ένας Επίσκοπος σε κάποια πόλη της Αφρικής και μια ημέρα μπήκε σε πλοίο να πάει στην Αλεξάνδρεια. Καθ' οδόν, συνεργεία σατανική, πειρατικά πλοία συνέλαβαν το πλοίο εκείνο και επήραν τους ανθρώπους αιχμαλώτους και τον Επίσκοπο εκείνον κόμισαν και τον πώλησαν στην Ανατολή, σε άρχοντα Αγαρηνό, ο οποίος, καθό κακός και ανήμερος άνθρωπος, τον προσέταξε να μεταφέρει κόπρο στις αμπέλους και στους κήπους του...
Πολλάκις φέρων ο Επίσκοπος το κοφίνι στην κεφαλή του, έλεγε δακρυσμένος: «Αλλοίμονον εις εμέ! που είναι καιρός κατά τον οποίον εκράτουν εις την κεφαλήν τα Άχραντα Μυστήρια καί τώρα πώς κατήντησα;» Ημέρα λοιπόν και νύκτα παρεκάλει τον Θεό να τον ελευθερώσει από την αιχμαλωσία εκείνη. Μία νύκτα εφάνη άνωθεν αυτού ο Άγιος Δημήτριος καθήμενος επί λευκού ίππου και είπε προς αυτόν: «Τί έχεις και κλαίεις;» Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Τί έχω με ερωτάς; Δεν βλέπεις πόσα κακά συμβαίνουσιν εις εμέ τον δυστυχή; Την ημέρα είμαι εις την εργασία καί την νύκτα εις τα σιδηρά. Τί καλόν έχω ο ελεεινός και να μη κλαίω;» Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Έλα, ίππευσον εις τα όπισθεν του ίππου μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Αυθέντα, δεν δύναμαι να εγερθώ, διότι είμαι δεδεμένος». Είπε προς αυτόν πάλιν ο Άγιος: «Εγείρου, αφού σου λέγω». Ηγέρθη λοιπόν ο Επίσκοπος και ίππευσε καί θαυμασίως ευρέθησαν αμφότεροι έφιπποι έξω της Θεσσαλονίκης.
Αφού ευρέθησαν εκεί, είπε ο Άγιος προς τον Επίσκοπο: «Εγώ έχω εδώ οικίες και είμαι κύριος αυτής της πόλεως, λοιπόν υπάγω πρότερον και συ ερώτησον και ελθέ κατόπιν μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Και πώς να ερωτώ, αυθέντα;» Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Ερώτησον που είναι οι οικίες Δημητρίου του κυρίου της Θεσσαλονίκης και ερωτών ούτω θέλεις με εύρει και εγώ θέλω σε προπαρασκευάσει, να πάγεις και έως εις τον τόπον σου». Αυτά είπε προς αυτόν ο "Αγιος• έπειτα προσεποιήθη ότι εισήλθε στην πόλη. Ελθών λοιπόν ο Επίσκοπος προ της θύρας των τειχών της πόλεως, ρωτούσε, καθώς είπε σ’ αυτόν ο Άγιος, οι δε θυρωροί τον περιγελούσαν, λέγοντες προς αυτόν «Ημείς Δημήτριον κύριον δεν έχομεν». Άλλοι δε συνετοί, άμα άκουσαν την ερώτηση του Επισκόπου, εννόησαν ότι κάποιο θαύμα ετέλεσε σ’ αυτόν ο Μέγας Δημήτριος, διότι καθ' εκάστην θαυματουργούσε ο Άγιος στους αιχμαλώτους. Ερώτησαν λοιπόν αυτόν τί άνθρωπος ήτο' και αυτός είπε σ’ αυτούς την υπόθεση, ότι δηλαδή ήτο αιχμάλωτος στην Ανατολή και ότι εφάνη σ’ αυτόν κάποιος στρατιώτης, ο οποίος τον ελευθέρωσε και τον έφερε έως εκεί. Τότε είπαν προς αυτόν οι άνθρωποι: «Έλα να σε υπάγωμεν στην Εκκλησία να τον γνωρίσεις». Καθώς λοιπόν επήγαν στην Εκκλησία καί είδε από μακριά την εικόνα του, εγνώρισε αυτόν και τον ενηγκαλίσθη, κλαίων δε έλεγε: «Αυτός είναι ο στρατιώτης, ο οποίος με ελευθέρωσε». Ο δε Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης, άμα έμαθε τα γενόμενα, εφοδίασε τον Επίσκοπο εκείνον με τα αναγκαιούντα έξοδα, για να πάει στην Αφρική.
Αναχώρησε λοιπόν ο Επίσκοπος και αφού ευώδωσε αυτόν ο Θεός, έφθασε υγιής καί καλώς έχων στην επαρχία του. Εκεί πώλησε τα υπάρχοντά του για να κτίσει Εκκλησία στο όνομα του Αγίου Δημητρίου. Άρχισε λοιπόν και την τελείωσε και μόνον ο άμβων έλειπε γι’ αυτό λυπόταν πολύ, διότι δεν εύρισκε κατάλληλα μάρμαρα να τον κατασκευάσει. Συνέπεσε όμως τον καιρόν εκείνον να ανεγείρει κάποιος άρχων στην Κωνσταντινούπολη Εκκλησία στο όνομα των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου καί έστειλε ανθρώπους του με πλοίο να πάνε στην Ανατολή να συνάξουν μαρμάρινους κίονες (κολώνες). Κατά τις ημέρες εκείνες, κατά τις οποίες λυπόταν ο Επίσκοπος για τον άμβωνα, έφθασε και το πλοίο εκείνο καί αγκυροβόλησε στον λιμένα της Αφρικανικής αυτής πόλεως. Την νύκτα λοιπόν εκείνη εφάνη ο Άγιος Δημήτριος στον Επίσκοπο και είπε προς αυτόν «Κάτω στον λιμένα ήλθε πλοίο, το οποίο έχει μεγάλα καί θαυμαστά μάρμαρα, γι’ αυτό πήγαινε να αγοράσεις από εκείνα». Το πρωί ηγέρθη ο Επίσκοπος με πολλή χαρά και επήγε στον λιμένα και είπε προς τον πλοίαρχο «Άκουσα, αυθέντα, ότι έφερες μάρμαρα και σε παρακαλώ να μου πωλήσεις από αυτά, για να τελειώσω κάποια Εκκλησία, την οποία κτίζω». Ο πλοίαρχος απεκρίθη προς αυτόν: «Δεν έχω τίποτε, δέσποτά μου». Ο Επίσκοπος επέστρεψε πάλι πικρανθείς. Και την δευτέρα νύκτα πάλι εφάνη ο Άγιος και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε και ζήτησε να σου δώσει, διότι αυτός έχει στήλες, όπως τις ζητείς». Επήγε λοιπόν ο Επίσκοπος και ο πλοίαρχος αρνήθηκε πάλι.
Κατά δε την τρίτη νύκτα φαίνεται και πάλιν ο Άγιος και λέγει προς αυτόν: «Ύπαγε και είπε φανερά στον πλοίαρχο: Σύ έχεις τόσα μάρμαρα και εξ αυτών είναι τόσα πορφυρά και τόσα πράσινα καί τόσα λευκά, τόσα γαλανά καί τόσα άλλου είδους, και σκοπεύεις να τα υπάγεις στην Κωνσταντινούπολη, δια την Εκκλησία των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου• πρέπει όμως να γνωρίζεις, ότι η Εκκλησία εκείνη ετελειώθη, διότι άργησες πολύ καιρό και ο άρχων, που σε έστειλε, βρήκε εκεί αλλά μάρμαρα και έκτισε την Εκκλησία όπως την ήθελε. Αν λοιπόν πας εκεί, χάριν δεν θα σου γνωρίσουν και θα απολέσεις και τον κόπο σου. Δια τούτο πώλησε αυτά προς εμέ στην τιμή τους να σου οφείλω χάριν και εγώ και ο Μέγας Δημήτριος, του οποίου την Εκκλησία ανεγείρω». Το πρωί επήγε ο Επίσκοπος στον λιμένα με μεγάλη χαρά και είπε προς τον πλοίαρχο τους λόγους του Αγίου. Εκείνος δε, άμα άκουσε αυτούς, ηγέρθη παρευθύς και ξεφόρτωσε το πλοίο του και άλλα μεν πώλησε στον Επίσκοπο, άλλα δε χάρισε στον Άγιο δια την ψυχική του σωτηρία. Έτσι τελείωσε ο Επίσκοπος την Εκκλησία του Αγίου, δοξάζων τον Θεό και τον Μέγα Δημήτριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου