Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από την Αυστραλία συνέβη το εξής, όπως διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Μια νύχτα ακούω χτύπημα στην πόρτα. Ρώτησα "ποιος είναι", καί ακούω μια φωνή: "ο τάδε" (το όνομα ενός γνωστού μου). Ρώτησε: "Τι ώρα είναι;" Και μόνος του απάντησε: "Α, ξέρω. Είναι τρεις". Κοιτάζω το ρολόι καί ήταν πράγματι η ώρα τρεις. Άνοιξα την πόρτα καί τί να δω! Ήταν ο διάβολος. Φαλακρός καί πολύ άσχημος. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο, σαν μπακίρι. Μου λέει θυμωμένος:...
"Για το κακό πού μου κάνεις θα σε διώξω από δω". Έπειτα εξαφανίστηκε καί γέμισε ο τόπος από μια ανυπόφορη δυσωδία».
Τόσο πόνεσε ο Γέροντας για το κατάντημά του, πού για καιρό ύστερα, αναφέροντας το περιστατικό, αναστέναζε βαθειά καί έλεγε κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του: «Πώς γίνεται κανείς όταν απομακρυνθεί από τον Θεό! Το καλύτερο πλάσμα του Θεού πώς κατάντησε! Αν ήξερε ο κόσμος πόσο βρωμερός είναι ο διάβολος, όλοι θα τον περιφρονούσαν καί δεν θα έκαναν αμαρτίες». Ήταν τόσο αποκρουστικό το πρόσωπο του διαβόλου, ώστε έλεγε ο Γέροντας ότι όσοι πάνε στην κόλαση, αν δυνατόν, τουλάχιστον να μη βλέπουν το πρόσωπό του.
Πηγή: «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου» του Ιερομονάχου Ισαάκ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου