του Νικολάου Α. Μαγγίνα
Δημήτριος Καλούμενος. Όνομα που έχει καταγραφεί στην ιστορία ως ο φωτογράφος που έζησε και απαθανάτισε τα τραγικά γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη. Γνωστό, εξ άλλου, το ογκώδες βιβλίο του από τα γεγονότα, με τον τίτλο «Η Σταύρωσις του Χριστιανισμού». Σ’ αυτό βλέπουμε και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα στη χαρακτηριστική στάση απόγνωσης, μέσα σε ερειπωμένο ναό της Πόλεως, μπροστά στη συμφορά αυτή, με τα χέρια στο κεφάλι...
Ο Κωνσταντινουπολίτης Δημήτριος Καλούμενος την εποχή εκείνη ήταν δημοσιογράφος, ανταποκριτής του «Έθνους» και της «Μακεδονίας» και φωτογράφος του Πατριαρχείου από το 1940.
Τον συναντήσαμε στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 2005 όπου ζούσε 93 ετών. Μας μίλησε χωρίς όμως, δυστυχώς, να μας βλέπει, καθώς το οπτικό του νεύρο τον είχε «εγκαταλείψει» περισσότερο από μία δεκαετία. Μας έβλεπε, όμως, με τα μάτια της ψυχής, αφού η γνωριμία μας ήταν από τα παλιά. Του ζητήσαμε να μας ξετυλίξει το κουβάρι των γεγονότων, όπως τα έζησε και τα κατέγραψε με τη φωτογραφική του μηχανή, τη «Leica».
Το μεσημέρι της 6ης Σεπτεμβρίου 1955 κτυπά το τηλέφωνο του Καλούμενου στο γραφείο του, στο Γαλατά. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ο Γιάννης, ο οδηγός και κλητήρας, ο πιστός άνθρωπος του Πατριάρχου Αθηναγόρα, που του λέει: «Ο Πατριάρχης άκουσε στο ραδιόφωνο, ώρα μία το μεσημέρι, ότι στη Θεσσαλονίκη έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ». Ο Καλούμενος απαντά ότι δεν είχε καμμία είδηση και παίρνει τηλέφωνο στο Γιάννη Ιωαννίδη, γενικό διευθυντή της «Μακεδονίας». Κι εκείνος του είπε ότι δεν είχε καμμία τέτοια πληροφορία. Ο Ιωαννίδης παίρνει την Αστυνομία, κι αυτή, όμως, δε γνώριζε τίποτε σχετικό, αλλά μετά απ’ αυτό έστειλε αστυνομικούς να φυλάγουν το Τουρκικό Προξενείο.
«Ξαναπήρα το Πατριαρχείο για να τους πω ότι δεν υπήρχε καμμία τέτοια πληροφορία. Αλλά διερωτώμαι: Πώς το BBC έστειλε την είδηση και την άκουσε ο Πατριάρχης; Άρα, οι Άγγλοι είχαν οργανώσει και την ώρα που θα έμπαινε η βόμβα, και την είπαν στο BBC. Αλλά ο κλητήρας εκεί, ο Χασάν, που ήταν Δυτικοθρακιώτης, δεν την έβαλε την ώρα που είχαν συμφωνήσει, και την έβαλε στις 6 το βράδυ. Αντίθετα, η εφημερίδα “Istanbul Express” από τις 4 το απόγευμα κυκλοφόρησε το φύλλο της με μία φωτογραφία του Τουρκικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης με ζημιές από την έκρηξη βόμβας, και με τον τίτλο: “Οι Έλληνες έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ”.»
Ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη
Ο μαραθώνιος της αγωνίας είχε αρχίσει… Ο Καλούμενος ξαναζεί με την αφήγησή του, μετά από 50 χρόνια, τις δραματικές και θλιβερές για την Ορθόδοξη Ρωμηοσύνη στιγμές, μεταφέροντάς μας, έτσι, στο κλίμα της έναρξης των τραγικών γεγονότων: «Η όλη ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη εναντίον των Ελλήνων, ότι κάτι θα συμβεί. Βρισκόμουν στις 5 το απόγευμα στον Τοπχανά, κοντά στην προκυμαία του Γαλατά. Εκεί, στο δρόμο που ανεβαίνει προς τα Ιταλικά Νοσοκομεία, βλέπω στρατιωτικά αυτοκίνητα και φορτηγά. Βλέπω να βγαίνουν άνθρωποι από μέσα, άλλοι με στρατιωτικά και άλλοι με πολιτικά. Ήταν στρατιώτες που βγάζανε τα στρατιωτικά και φορούσαν πολιτικά. Ένα άλλο καμιόνι (στρατιωτικό φορτηγό) ήταν γεμάτο λοστούς, σίδερα καταστροφής, διαρρήξεως κ.λπ.. Και στον καθένα έδιναν από ένα και τους έλεγαν: “Θα πάτε στο Ταξίμ και εκεί θα σας πουν τι θα κάνετε”. Βλέπω αυτά τα γεγονότα και πηγαίνω στο Γαλατά. Παίρνω από το γραφείο μου, που ήταν στον πρώτο όροφο, (Madern Han no 6, στο Eski Gümrük sok.), τη φωτογραφική μηχανή και την καμπαρντίνα μου. Πηγαίνω στο Ταξίμ, βλέπω πλήθος, χιλιάδες κόσμος εκεί. Κάπου στο άγαλμα του Ατατούρκ έβγαζαν πύρινους λόγους, οι οποίοι κατέληξαν μ’ αυτό το κάλεσμα: “Τώρα που χτυπήσαν και κατέστρεψαν το σπίτι του Πατέρα μας, κι εμείς να τους καταστρέψουμε τα σπίτια τους και τα μαγαζιά τους.” Δόθηκε το σύνθημα και όρμησαν αμέσως επάνω στα καταστήματα. Εκείνο που είδα πρώτο απ’ όλα ήταν το παντοπωλείο του Κάτανου “Η Νέα Αγορά” στο Ταξίμ. Το κατέστρεψαν εντελώς. Υπήρχε, επίσης, κι ένα άλλο μπακάλικο στο Πέραν, κάτω από το καφενείο “Επτάλοφος”, το ρήμαξαν κι αυτό. Κατέστρεψαν την “Επτάλοφο”, σπάσανε τα τραπέζια της και πήρανε τα ξύλα. Εκεί κοντά ήταν κι ένα άλλο παντοπωλείο, το οποίο είχε ένας μεσήλικας Ρωμηός με τη γυναίκα του. Μπήκαν μέσα και τους κακοποίησαν.
Αμέσως μετά πηγαίνω στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος στο Σταυροδρόμι. Την κατέστρεψαν την Αγία Τριάδα. Πιάσανε, βάλανε φωτιά, έβαλαν και δυναμίτιδα με σκοπό να την ανατινάξουν. Επειδή, όμως, είναι πολύ μεγάλη η εκκλησία, ο αέρας διαλύθηκε. Κατέστρεψαν ό,τι βρήκαν μέσα στο ναό. Τη φωτογράφισα την άλλη μέρα. Εκείνη την ώρα, την ώρα που καταστρέφανε, δεν μπόρεσα να μπω κι εγώ, παρά μόνο παρακολουθούσα απ’ έξω.
Στη συνέχεια περνώ δίπλα και βλέπω το Ζάππειο κατεστραμμένο. Κατέβασαν το άγαλμα του Ζάππα και έστησαν τη φωτογραφία του Κεμάλ Ατατούρκ, ως σύμβολο νίκης...
Το βράδυ πήρα το βαπόρι και πήγα στη Χάλκη. Τον Άγιο Νικόλαο τον κατέστρεψαν. Κατέβασαν την καμπάνα, λερώσαν μέσα κι έσπασαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους...
Την άλλη μέρα σηκώθηκα κι έφυγα πρωί-πρωί για την Πόλη για να συνεχίσω την εργασία μου, να φωτογραφίσω, δηλαδή, τα γεγονότα. Έβγαλα φωτογραφίες, πήγα στο Yüksek kaldırım (στα Σκαλάκια), ανέβηκα στο Πέραν και είδα τις καταστροφές στα κρεοπωλεία, στα παντοπωλεία, στη “Νέα Αγορά” του Κάτανου, στην “Άρτεμη” του Βαφειάδη…
Στα μπακάλικα την πραμάτεια την είχαν σκορπίσει κάτω. Έβλεπες ανακατωμένα τυριά, βούτυρα, λάδια, πετρέλαιο, ρύζι, ζάχαρη, αλεύρι, όλα πεταμένα στο δρόμο, και τα κρέατα, και όλα... Στο Καλιοντζουκουλούκ ο δρόμος ήταν γεμάτος πεταμένα τρόφιμα... Φοβόσουν να περάσεις, ο σωρός τους ήταν ένα μέτρο ύψος, όπως ακριβώς και στην κεντρική οδό του Πέραν...».
Στο Προξενείο και στον Πατριάρχη
«Πήγα στην Ευαγγελίστρια, ανέβηκα στα Ταταύλα, στον Άγιο Δημήτριο, από εκεί στο Σισλί, στο Κοιμητήριο, παντού συντρίμμια και καταστροφές. Έφθασα στα Θεραπειά, όπου είχαν κάψει τη Μητρόπολη. Κατόπιν πήγα στο Μπουγιούκδερε, πήρα τον πεθερό μου και τον κατέβασα στο Ταξίμ, στην κόρη του. Κι από εκεί πήρα την κατηφόρα από το Κεντρικό και κατέβηκα στο Προξενείο, το οποίο ήταν περικυκλωμένο από τανκς και στρατιώτες, για να μην το χτυπήσουν.
Χτύπησα την πόρτα, βγήκε από το παραθυράκι ο Καρύπης. “Καλούμενε, πώς ήλθες εδώ;”, ρώτησε. “Το πώς ήλθα μην το ρωτάς”, απήντησα. “Πώς είναι ο πρόξενος;” (γενικός πρόξενος τότε ήταν ο Άγις Καψαμπέλης, είχε έλθει νέος, πριν από 10 μόλις μέρες, επιτετραμμένος δε στο Προξενείο ήταν ο Θεοδωρόπουλος). Πάω επάνω, βρίσκω τον πρόξενο. “Τι κάνεις Καλούμενε;”, με ρώτησε. “Ήλθα να δω τι κάνετε εσείς, να μάθω και νέα από τον Πατριάρχη”, του απήντησα. “Κι εγώ δεν έχω νέα από τον Πατριάρχη. Με ρωτά η Αθήνα και δεν είμαι σε θέση να ειδοποιήσω. Μπορείς να πας στον Πατριάρχη;”, με ρώτησε. “Ναι” του είπα και μου έδωσε ένα σημείωμα. Έφυγα από το δρόμο του Ζωγραφείου, από το Γαλατάσαράϊ. Μπήκα στο Πατριαρχείο, το οποίο ήταν γεμάτο στρατό. Με υποδέχτηκε ο Γιάννης, ο οδηγός και κλητήρας του Πατριάρχη. “Πώς ήλθες, Καλούμενε;”, με ρώτησε. “Κι εγώ δεν ξέρω πώς ήλθα, ο Θεός μ’ έφερε και ήλθα”, απήντησα.
Ανέβηκα επάνω. Μόλις με είδε ο Πατριάρχης, άνοιξε τα χέρια του κι εγώ χάθηκα στην αγκαλιά του, σαν ένα κούτσουρο… “Πώς ήλθες παιδί μου μ’ αυτήν την καταστροφή;”, μου είπε. “Έπρεπε εξάπαντως να σας δω”, του απήντησα. “Σας έφερα κι ένα σημείωμα από τον πρόξενο.” “Τι μου λες;”, είπε, “πήρες χαρτί και το έφερες σ’ αυτήν την κατάσταση; Κακό.” “Θέλω να μου απαντήσετε, ώστε να το μεταφέρω στον πρόξενο”, του ζήτησα. “Δεν θα σου δώσω γράμμα, αλλά να τους πεις ότι όλα θα διορθωθούν και θα πάνε καλά”, μου απήντησε με έμφαση.»
Πίσω στο Προξενείο…
«Πήγα στο Προξενείο και μετέφερα στον πρόξενο αυτά που μου είπε ο Πατριάρχης, ότι ο Πατριάρχης είναι καλά στην υγεία του, καθώς και ότι το Πατριαρχείο είναι περικυκλωμένο κι αυτό, όπως και το Προξενείο.»
Ο Καλούμενος εδώ δεν μπορεί, παρά να θυμηθεί και στιχομυθία που είχε με τον Πατριάρχη σχετικά με τη στάση της Αμερικής στα γεγονότα αυτά. Τον είχε ρωτήσει εάν είχε καμμία συμπαράσταση από πλευράς της Αμερικής. Η απάντηση που πήρε ο Καλούμενος από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα ήταν: «Όλοι αυτοί μας επρόδωσαν. Είμαστε μόνοι μας. Ό,τι κάνουμε θα το κάνουμε μόνοι μας.»
Συνεχίζοντας την εξιστόρηση των δραματικών εκείνων γεγονότων, θυμάται: «Πήγα και στο Μοναστήρι του Βαλουκλή που το έκαψαν, πήγα και στα Νοσοκομεία του Βαλουκλή. Έβγαλα φωτογραφίες τον Επίσκοπο Παμφίλου Γεράσιμο και τον ιερέα Επιφάνιο, που θέλαν να του τρυπήσουν τα χέρια… Εκεί, στα Υψωμαθειά, κοντά στο Γιεντίκουλε, ρωτώ ένα στρατιώτη: “Τι γίνεται εδώ;” Κι αυτός μου είπε: “Τι να κάνω εφέντημ, κάθομαι και περιμένω. Εχθές με είχανε με ρούχα (πολιτικά) και έσπαγα, σήμερα με βάλανε να περιμένω”… Όλα ήταν προδιαγεγραμμένα στην εντέλεια. Τα γνώριζαν όλα οι Άγγλοι και οι Τούρκοι.
Την άλλη μέρα, 8 Σεπτεμβρίου, ήλθε ο δημοσιογράφος Γ. Καράγιωργας από την Αθήνα, ως εκπρόσωπος του “Έθνους”, του οποίου ήμουν ανταποκριτής. Πήγαμε μαζί στο Ζάππειο Λύκειο και στα Κοιμητήρια. Εκεί, στο νεκροταφείο του Σισλί, την ώρα που έβγαζα φωτογραφίες και τα φιλμ τα έδινα στον Γιώργο, με συνέλαβαν αστυνομικοί και στρατιωτικοί και έκαναν έλεγχο σε αυτά που φωτογράφισα. (Την άλλη μέρα οι Αρχές μαζέψαν όλες τις τουρκικές εφημερίδες, γιατί είχαν φωτογραφίες). Με πήγαν στο Στρατοδικείο, στο Harbiye. Με κράτησαν μία ώρα. Είπα ότι είμαι ανταποκριτής. Με έστειλαν στο 1ο Τμήμα της Διευθύνσεως Ασφαλείας. Εκεί με ανέκριναν για τις φωτογραφίες. Είπα ότι είμαι φωτογράφος του Πατριαρχείου. Ήθελαν να μου κρατήσουν τις μηχανές. Τελικά τις άφησαν.»
Απέλαση στην Ελλάδα…
Μετά τη σύλληψή του ακολούθησε η απέλασή του στις 16 Ιουνίου 1957 στην Ελλάδα. Για όλα αυτά, και για άλλα πολλά, ο Δημήτριος Καλούμενος καταλήγει με ικανοποίηση: «Έκανα το καθήκον μου απέναντι στο Πατριαρχείο και την Ομογένεια. Τότε είχα τη δουλειά μου, το γραφείο μου, δεν έπαιρνα λεφτά καθόλου, ήμουν καλά, δόξα τω Θεώ. Όταν είδα τότε την κατάσταση εκεί, στον Τοπχανά, είπα: “Κάτι σοβαρό θα γίνει εναντίον μας, κι εγώ πρέπει να κάνω το καθήκον μου.” Και τώρα κάθομαι και σκέπτομαι: “Τι κινδύνους πέρασα με το να πάω στον Πατριάρχη, να πάω στο Προξενείο, από εκεί στον Πατριάρχη και ξανά στο Προξενείο. Τις φωτογραφίες τις έβγαλα με πολύ φόβο…”.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου