Ο θείος τούτος Βαπτιστής, ο εκ Προφήτου Προφήτης, και πάντων των Προφητών η σφραγίδα, και των Αποστόλων η έναρξη, ο μεσίτης της Παλαιάς και της Νέας του Θεού Διαθήκης, η Φωνή του βοώντος εν τη ερήμω, ο θεόπεμπτος Άγγελος του σαρκωθέντος Μεσσία, και της εν τω κόσμω παρουσίας αυτού Πρόδρομος και προετοοιμαστής (Ησ. μ΄.3. Μαλαχ. γ΄. 1), ο διά πολλών θαυμασίων και σηλληφθείς και γεννηθείς και Πνεύματος αγίου πλησθείς από της κοιλίας της μητρός του, και προελθών ως άλλος Ηλίας ζηλωτής, που τον εμιμήθη και τον ερημικό βίο, και το ασκητικό ένδυμα, και την δερμάτινη ζώνη περί της οσφύς του, και τον ένθεο ζήλο υπέρ της του νόμου φυλακής...
Τούτος αφού κήρυξε στον λαό το βάπτισμα της μετανοίας, σύμφωνα με την θεία επιταγή, αφού δίδαξε τα πρακτέα και ιδιώτες και αξιωματικούς, και υπέδειξε παντός επαγγέλματος τα χρέη, αφού κατέπληξε τους βαπτιζομένους υπ’ αυτού, διά του θείου φόβου, ότι κανείς δεν δύναται να διαφύγει από της μελλούσης οργής, εάν δεν ποιήσει καρπούς αξίους της μετανοίας, αφού διά του κηρύγματός του ευτρέπισε τις καρδίες αυτών, στην υποδοχή της ευαγγελικής του Σωτήρος διδασκαλίας, αφού τέλος πάντων και αυτόν τον τούτον Σωτήρα δακτυλοδεικτήσας σε αυτούς, είπε: «Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Λουκ. γ΄. 2-18, Ιωάν. α΄. 29). Επεσφράγισε ύστερα και με το ίδιο το αίμα του την αλήθεια των εαυτού λόγων, γενόμενος υπέρ του θείου νόμου σφάγιο ιερό, υπό χειρός ανδρός παρανόμου.
Τούτος ήταν ο Ηρώδης, ο Τετράρχης της Γαλιλαίας, ο του Μ. Ηρώδου γιός, ο επονομαζόμενος Αντύπας, ο οποίος είχε γυναίκα νόμιμη, την θυγατέρα του βασιλιά της Αραβίας Αρέτα ή Αρέθα, και αυτήν αναιτίως την απέβαλε. Άρπαξε τότε, παρά πάσα νόμου διαταγή, την γυναίκα του Φιλίππου του αδελφού του, την Ηρωδιάδα, που γέννησε και θυγατέρα από εκείνον την Σαλώμη. Την αρπαγή αυτή και μίξη την άθεσμο, δεν έπαυε να ελέγχει ο κήρυκας της μετανοίας, και των ανομούντων ευπαρρησίαστος και αυστηρός επιπλήκτωρ. «Ούκ έξεστέ σοι, λέγων αυτού, έχειν την γυναίκα του αδελφού σου» (Μαρκ. στ΄. 18). Ο δε Ηρώδης μαζί με τα άλλα ανοσιουργήματά του, πρόσθεσε και τούτο, και συλλαβών τον Ιωάννη, τον έκλεισε σε δεσμωτήριο και θα τον εφόνευε παρευθύς εάν έλειπε του τυράννου η συστολή, για του όχλου προς τον Ιωάννη την άκρα ευλάβεια και προσέτι για το οπωσδήποτε σέβας, το οποίο εξ αρχής και αυτός προς τον δίκαιο και άγιο τούτον άνδρα έτρεφε. Αλλά τελευταία, από τον οίστρο της θηλυμανίας κεντούμενος, επέβαλε τα μιαρά του χέρια επί τον της αγνείας διδάσκαλο, κατά την εορτάσιμο των γενεθλίων του ημέρα. Τότε η μεν Σαλώμη χόρεψε κατά την αρέσκειά του και των μετ’ αυτού συμποσιαζόντων, αυτός έκανε προς αυτήν με όρκο την πάσης αφροσύνης αφρονεστέρα υπόσχεση. Ότι και αν το ήμισυ της βασιλείας του αιτήσει, θα το δώσει σ’ αυτήν ως μισθό του χορού της. Και η μεν αναιδής ορχήστρια, την μητέρα της συμβουλευθείσα, αιτεί πάραυτα επί δίσκου την κεφαλή Ιωάννου του Βαπτιστού. Ο δε παραβάτης του θείου νόμου, του νόμου τήρηση περί του όρκου υποκρινόμενος, βάλλει σε πράξη της ψυχής του την διάθεση, και πληροί το εναγές αυτού συμπόσιο αιμάτων προφητικών. Και η πάντιμος εκείνη κεφαλή, αιδέσιμος και στους Αγγέλους, δίδεται βραβείο βεβήλου χορού, και γίνεται παίγνιο ακολάστου θυγατρός, και μητρός μοιχαλίδος. Το δε πανίερο σώμα του θείου Βαπτιστού, ερχόμενοι οι μαθητές του, το πήραν και το έθηκαν σε μμημείο (Μαρκ. στ΄. 21-29).
Πηγή: «Ωρολόγιον το Μέγα» - Εκδόσεις ΑΣΤΕΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου