του Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου, κ. Ιεροθέου
Η Ρωμηοσύνη δεν είναι ένα διανοητικό ιδεολόγημα, ούτε απλώς μια αναφορά στο παρελθόν, αλλά το αυθεντικό καί αληθινό βίωμα, πού το βιώνουν καί σήμερα πολλοί άνθρωποι, πού συντονίζονται σε αυτήν την συγκεκριμένη στάση ζωής. Αυτόν τον τρόπο ζωής, πού διαφέρει ριζικά από τον φράγκικο τρόπο ζωής τον έζησαν όχι μόνον στα Μοναστήρια καί στους τόπους της ασκήσεως, αλλά καί στον κοινωνικό χώρο...
Φορείς καί εκφραστές αυτού του τρόπου ζωής ήταν οι ομολογητές της πίστεως, οι άγιοι Πατέρες πού έζησαν κοντά στον λαό καί μας άφησαν ως υποθήκες τα συγγράμματά τους, οι μάρτυρες πού έδωσαν την μαρτυρία καί υπέστησαν το μαρτύριο για την δόξα του Θεού, οι όσιοι ασκητές πού αγωνίστηκαν εναντίον των παθών καί των σατανικών δυνάμεων, οι νεομάρτυρες κατά την Τουρκοκρατία, πού συνετέλεσαν στην διατήρηση της αληθινής ζωής της Ρωμηοσύνης, καί το μαρτύριό τους ήταν πραγματική εθνική εορτή για τους υποδουλωμένους Ρωμηούς. Στό έργο καί την διδασκαλία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού καί στόν βίο καί το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου του εν Ιωαννίνοις μαρτυρήσαντος φαίνεται ακριβώς τί είναι η Ρωμηοσύνη.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά τον βίο καί την κοινωνική ζωή των κατοίκων της Ελλάδος, της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Θράκης, του Λιβάνου της Συρίας κλπ., θα διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι βίωναν έναν πολιτισμό του οποίου βάση δεν ήταν η λογική καί το δικαίωμα, αλλά η καρδιά καί το καθήκον. Ήταν αναπτυγμένη η φιλοθεΐα καί η φιλανθρωπία. Το φιλότιμο καί η αρχοντιά, η θυσία καί η προσφορά, η αγάπη καί η ελευθερία ήταν τα βασικά στοιχεία ζωής. Αυτό το βλέπουμε στους τελευταίους μεγάλους Γέροντες πού ποίμαιναν τα ποίμνιά τους μέσα από τα πραγματικά γνωρίσματα της Ρωμηοσύνης, όπως είναι ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης. Αυτό μας φανερώνουν καί οι λαξευτοί βράχοι της Καππαδοκίας, αλλά καί όλος ο τρόπος ζωής των κατοίκων των περιοχών εκείνων. Ακόμη καί οι Κρυπτοχριστιανοί δείχνουν τον χαρακτήρα της Ρωμηοσύνης, πού δεν υποδουλώνονται ψυχικά ποτέ, έστω κι αν εξαναγκάζονται να είναι υπόδουλοι σωματικά.
Πιστεύουμε ότι δεν εξέλειπε αυτός ο τρόπος ζωής από την καρδιά του Γένους μας, αφού καί σήμερα τον ζουν πολλοί ανάμεσα μας. Η ποιμαντική μου διακονία, η επικοινωνία μου με πολλούς ανθρώπους του λαού μου έδειξε τι ακριβώς είναι η Ρωμηοσύνη καί ποιος είναι ο αληθινός Ρωμηός. Παλαιότερα έγραψα για δύο τέτοιες μορφές. Δεν είναι άσκοπο να παρουσιάσω μερικά από όσα περιέγραψα για τους δύο αυτούς Ρωμηούς.
Για τον ένα έγραψα:
«Ζυμωμένος με την Ελληνορθόδοξη Παράδοση, θρεμμένος με τα ήθη της λαϊκής ευσέβειας, μ' έναν πόνο μα καί συγχρόνως σε μια ηρεμία, μας θύμιζε την «πονεμένη Ρωμηοσύνη». Έξω από λογιοτατισμούς καί διαλεκτικούς συλλογισμούς ζούσε αυθεντικά την κοινωνία με τον Θεό καί τους αδελφούς του. Ζούσε υπαρξιακά τον «λαό του Θεού». Είχε βιώματα αυθεντικά, ατόφια, καθαρά. Από μέσα του έβγαινε ένα άρωμα εκκλησιαστικού ήθους. Γιατί ήξερε τι είναι Εκκλησία καί ήξερε να σκορπάει συμπόνια σ' όλους. Εύρισκε φως, ζωή καί τροφή στο δόσιμο, στην κένωση, στο κλάμα, στην υπέρβαση του εγώ. Έτσι, όταν τον πλησίαζες καταλάβαινες ότι μιλούσε την μητρική γλώσσα, πού είναι η γλώσσα της Εκκλησίας.
Ταπεινός, απλός, ήρεμος, πράος, ειλικρινής, ανεξίκακος, γεμάτος αγάπη καί συμπόνια, ευχαριστημένος από την πολυτάραχη ζωή του. Ο φόβος του Θεού συνεχώς τον διακατείχε καί δεν τολμούσε να κάνει κάτι πού δεν το ήθελε ο Θεός. Είχε καρδιά αρκετά ευαίσθητη, πού συνελάμβανε τις πραγματικές κινήσεις του εχθρού».
Για την δεύτερη έγραψα, μεταξύ των άλλων:
«Ήταν μια απλή γυναίκα του λαού, αλλά η λειτουργικότητά της ήταν αρκετά μεγάλη. Λειτουργούσε στην κοινωνία σαν τα ζωντανά καί υγιή πνευμόνια. Ανέπνεε η ίδια καί βοηθούσε καί άλλους να αναπνέουν. Ήταν απλή γυναίκα του λαού, αλλά η σοφία της ήταν μεγάλη. Είχε σοφία πέρα από την ανθρώπινη γνώση. Η σοφία της ήταν καρπός της άγνωστης γνώσης. Ο βίος της ήταν απαύγασμα της πονεμένης Ρωμηοσύνης. Η ζωή της ήταν ένας πόνος καί μια χαρά, ένας σταυρός καί μία ανάσταση. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν σάρκωση του μαρτυρικού μας Γένους. Είχε μητρική καρδιά. Η καρδιά της χτυπούσε για όλους, όχι απλώς για να συντηρήσει την βιολογική ζωή, αλλά για να στηρίξει τον κόσμο. Μπορεί να πει κανείς ότι ήταν μια μάνα της ανθρωπότητας. Αγαπούσε καί την Παναγία, γιατί την καταλάβαινε. Ώρες ολόκληρες προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Δεν ξεχώριζε εχθρούς καί φίλους, συγγενείς καί αγνώστους. Γι' αυτήν όλοι ήταν γνωστοί. Προσευχόταν για τον Πατριάρχη, για τους επισκόπους, τους ιερείς, τους μοναχούς, τους ιεραποστόλους καί όλο τον κόσμο. Προσευχόταν περισσότερο για τους νεκρούς. Έτσι ένοιωθε πραγματικά την ενότητα του κόσμου, χωρίς ρομαντισμούς καί ψευδαισθήσεις. Η προσευχή της, ξεχείλιζε με κλάματα, με δάκρυα. Είχε καρδιά ευαίσθητη. Διάβαζε καί κουβέντιαζε με την καρδιά. Είχε μια πολύ μεγάλη ευαισθησία. Καί αυτό δεν ήταν απλώς μια γυναικεία ευαισθησία, αλλά συνδυασμένο με ανδρεία καί γενναιότητα αποτελούσε μια αρμονία καί ισορροπία. Πίστευε στην μεγάλη αγάπη του Θεού καί μπορούσε εύκολα να παρηγορήσει τον κάθε πονεμένο. Αυτή πού πέρασε τόσους πόνους, γνώριζε τρόπους παρηγοριάς. Καί η αγάπη της προς την Παναγία ήταν καρπός αυτής της ευαίσθητης καί στοργικής καρδιάς.
Δεν ήξερε τί θα πει «δικαίωμα». Γνώριζε καλά το καθήκον, το καθήκον της αγάπης καί της αρχοντιάς. Η ζωή της ήταν δόσιμο ολοκληρωτικό. Προσφορά. Αγαπούσε καί κουραζόταν. Ήξερε να αγαπά καί ήξερε να το εκφράζει. Καί οι μικρές της αδυναμίες ντυνόταν με ωραία φορεσιά. Γι' αυτό φαινόταν καί αυτές ωραίες. Πώς να ξεχάσεις την θυσία καί την προσφορά; Πώς να λησμονήσεις την απλόχερη αρχοντιά;
Ζούσε μέσα στο Φως του Θεού, στο φως της αγάπης καί της ελπίδας, της υπομονής καί της καρτερίας, του πόνου καί της χαράς. Ακατάπαυστη προσευχή της ήταν το όνομα του Χριστού. Μέσα της κυκλοφορούσαν όλοι οι χυμοί της Παράδοσης, της Ορθόδοξης Παράδοσης. Έπινε γάλα όχι από κουτιά, αλλά από τον ζωντανό μαστό της Εκκλησίας».
Αυτά δείχνουν την αρχοντιά της Ρωμηοσύνης, πού διασώζεται μέχρι σημέρα.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης πού μας υπέδειξε την αξία της Ρωμηοσύνης, αλλά καί έκανε έρευνες για να παρουσιάσει την διαφορά μεταξύ του Ρωμηού καί του Φράγκου, σκιαγραφεί παραστατικά την ουσία της Ρωμηοσύνης καί την αξία του Ρωμηού. Θα παραθέσω σημαντικά κομμάτια χωρίς να τα αναλύσω.
«Η Ρωμηοσύνη δεν αποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δεν χρειάζεται απολογητάς. Είναι απλώς αυτό πού είναι. Το δέχεται κανείς ή το απορρίπτει. Δια τούτο τα παιδιά των Ρωμηών ή παρέμενον πιστοί καί σκληροί Ρωμηοί ή εφράγκευον ή ετούρκευον.
Καί σήμερον άλλοι παραμένουν Ρωμηοί, άλλοι όμως αμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, αγγλεύουν, δηλαδή γραικεύουν».
«Ο Ρωμηός ονειροπόλος καί αφελής δεν είναι. Αλλά ουδέποτε γίνεται πνευματικώς ή σωματικώς δούλος του συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός εις τα συμπεφωνημένα αλλά ιδεολογικώς αδέσμευτος.
Τούτο όμως δεν σημαίνει πάλιν ότι δέχεται μόνον τα ρωμαίικα καί τίποτε το ξένον. Δέχεται ο,τιδήποτε το καλόν καί το κάμνει ρωμαίϊκον. Όπως γίνεται σύμμαχος με όποιον συμφέρει εθνικώς, κατά τον ίδιον τρόπον αποκτά όλα όσα χρειάζονται από την σοφίαν των επιστημόνων του κόσμου, αλλά τα προσαρμόζει εις τον ρωμαίϊκον πολιτισμόν του. Ουδέποτε συγχέει τάς θετικάς έπιστήμας με τον πολιτισμόν, αφού γνωρίζει ότι καί ο βάρβαρος δύναται να έχει ή να απόκτηση καί να προαγάγει τάς θετικάς επιστήμας, δια να χρησιμοποιήσει αυτάς εις την υποδούλωσιν καί καταστροφή των ανθρώπων.
Δια τούτο ο Ρωμηός γνωρίζει ότι είναι πνευματικός ηγέτης καί εις αυτούς πού είναι ως τεχνοκράται καί ως οικονομική δύναμις ηγέται».
«Ναί μεν ο Ρωμηός έχει απόλυτον πεποίθησιν εις την Ρωμηοσύνην του, αλλά ούτε φανατικός ούτε μισαλλόδοξος είναι καί ούτε έχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Αντιθέτως αγαπά τους ξένους ουχί όμως αφελώς.
Τούτο διότι γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους καί όλας τάς φυλάς καί όλα τα έθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν. Ο Ρωμηός γνωρίζει ότι η Ρωμηοσύνη του κατέχει την αλήθειαν καί είναι η υψίστη μορφή των πολιτισμών. Αλλά κατανοεί άριστα το γεγονός ότι ο Θεός αγαπά τον Ρωμηόν, όχι όμως περισσότερον από τους άλλους. Ο Θεός αγαπά τον κάτοχον της αληθείας άλλ' εξ ίσου αγαπά τον κήρυκα του ψεύδους. Αγαπά τον άγιον, αλλ' αγαπά εξ ίσου ακόμη καί τον διάβολον.
Δια τούτο η Ρωμηοσύνη είναι αυτοπεποιθήσις, ταπεινοφροσύνη, καί φιλότιμον καί όχι κίβδηλος αυτοπεποίθησις, ιταμότης καί εγωισμός. Ο ηρωισμός της Ρωμηοσύνης είναι αληθής καί διαρκής κατάστασις του πνεύματος καί όχι αγριότης, βαρβαρότης καί αρπακτικότης.
Οι μεγαλύτεροι ήρωες της Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ των αγίων».
Πραγματικά, Ρωμηοί είναι οι μεγάλοι άγιοι πού μετέχουν της καθαρτικής, φωτιστικής καί θεοποιού ενεργείας του Θεού καί μέσα από αυτήν την μέθεξη αγιάζουν όλον τον τρόπο ζωής, προσωπικής καί κοινωνικής, δημιουργούν πολιτισμό καί αναπτύσσουν τις τέχνες, προσλαμβάνουν καί τα νέα στοιχεία ζωής καί τα εντάσσουν μέσα στόν αυθεντικό τρόπο ζωής της Ρωμηοσύνης.
Θέλουμε να ζούμε στην Ευρώπη ως Ρωμηοί για να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας καί να βοηθήσουμε όσους Ευρωπαίους αναζητούν την Ρωμηοσύνη, της προ του Καρλομάγνου Ευρώπης.
Με αυτές τις προϋποθέσεις καταλαβαίνουμε καλά ότι δεν ανήκουμε ούτε στην Ανατολή ούτε στην Δύση, αλλά ζούμε σε Ανατολή καί Δύση, όντες Ρωμηοί στο φρόνημα καί την ζωή.
«Η Ρωμηοσύνη θα χαθεί όντις ο κόσμος λείψει»
Πηγή: «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί» του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου, κ. Ιεροθέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου