Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ήμουν παιδί. Θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο παγερό απόγευμα που χουχουλιασμένος στον καναπέ κοντά στο μαγκάλι της γιαγιάς, ξεφύλλιζα ένα χοντρό βιβλίο, που στα μικρά μου χέρια φαινόταν βαρύ και ασήκωτο, με τίτλο «365 παραμύθια» ένα για κάθε μέρα του χρόνου. Πέρασαν έκτοτε αρκετά χρόνια και τώρα διανύοντας την τρίτη δεκαετία της ζωής μου, συχνά μου έρχεται στο μυαλό μια από αυτές τις ιστορίες που ανεξίτηλα χαράχτηκαν στη μνήμη μου...
Μια φορά κι ένα καιρό σ' ένα μικρό παιδάκι του Δημοτικού, δόθηκε σαν θέμα έκθεσης: «Η Μάνα». Κι αυτό, κάπως έτσι άρχισε να το αναπτύσσει: Η μητέρα μου είναι μια άξια γυναίκα που καθημερινά φροντίζει εμάς και το σπίτι μας. Με το ένα χέρι μας πλένει, με το άλλο μας ντύνει, με το άλλο συγυρίζει, με το άλλο μαγειρεύει, με το άλλο, με το άλλο.... Κι εγώ καθώς διά6αζα το παραμύθι, με το μυαλό ενός επτάχρονου τότε αγοριού, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι είδους μάνα ήταν αυτή με τα τόσα πολλά χέρια, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι θα επρόκειτο περί μυθικού πλάσματος κάτι σαν τις θεότητες των ανατολικών θρησκειών.
Σήμερα τολμώ να παραλληλίσω αυτή τη μάνα με τα πάμπολλα χέρια, με την Εκκλησία μας. Πόσα πολλά περισσότερα ...χέρια έχει Αυτή! Πόσο πιο στοργική είναι! Με το ένα χέρι αγκαλιάζει τα παραστρατημένα Της παιδιά, με τ' άλλο γιατρεύει τα τραύματα τους, με τ' άλλο ξεπλένει τις αμαρτίες τους, με τ' άλλο τα κατευθύνει στο στενό δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισο. Συνάζει στη ζεστή Της αγκαλιά το ναρκομανή, την πόρνη, τον εγκληματία, τον διώκτη Της, αποδεχόμενη τη μετάνοιά τους.
Εμείς, τα παιδιά Της, συμβάλλουμε στην τιμή ή στο διασυρμό της μάνας μας, της Εκκλησίας. Αν βαδίζουμε με αίσθημα ευθύνης κι αξιοπρέπειας, την τιμάμε κι Αυτή χαίρεται για την προκοπή μας. Όταν όμως επιστρέφουμε στο βούρκο και στη λάσπη του πρότερου βίου μας, τότε γινόμαστε αφορμή, να βρίζεται και να σχολιάζεται από πολλούς και διαφόρους που την εχθρεύονται και την πολεμούν. Κι όμως, Εκείνη στέκει αγέρωχη, αστραφτερή με τα χέρια πάντα ανοιχτά, προσφέροντάς μας την αγκαλιά, τη θαλπωρή και τη γλύκα Της, όπως η μάνα που μας γέννησε.
Γλυκιά μας μητέρα Εκκλησία, δεν θα Σε εγκαταλείψουμε ποτέ. Θέλουμε παντοτινά να οσφριζόμαστε το λιβάνι που καίει μπροστά στην Αγία Τράπεζα και στις ιερές εικόνες. Ν’ αφουγκραζόμαστε την αγωνία Σου για την προσωπική μας σωτηρία, μαζί με τις ψαλμωδίες των ιεροψαλτών Σου και τα ψυχοσωτήρια κηρύγματα των Ιερέων Σου. Να γευόμαστε το Τίμιο Σώμα και Αίμα του Ιησού μας...
Μέσα από τα σπλάχνα μας, ο καθένας από μας, καθισμένος στο στασίδι του κατά τη διάρκεια της Κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας, αναφωνούμε μυστικά προς τον Κύριο: «Κύριε, αξίωσόν με δουλεύσαι σοι ως εδούλευσα τον Σατανάν καί άξίωσόν με αγαπήσω σε, ως ηγάπησα την αμαρτίαν». Αμήν.
Δ. Β.
(Από το Περιοδικό «Αποστολή προς τους ενορίτες» - Αγ. Θεράποντα Μυτιλήνης – Αρ. Φυλ. 63)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου