Διονυσίου Ιερομονάχου
Ένας αναχωρητής ασκήτευε στην έρημο, δεόμενος του Θεού' και παρεκάλει μετά δακρύων, να του δείξει μερικές κρίσεις αυτού όπου γίνονται, και δεν τις γνωρίζουν οι άνθρωποι, αλλά νομίζουν ότι είναι παράξενα καμώματα. Ο δε Θεός δεν ήθελε να του δείξει τίποτε για πολύ καιρό, επειδή δεν δύναται ποτέ άνθρωπος να διαλέξει και να βρεί όλα τα Μυστήρια του Θεού' και ο ασκητής δεν έπαυε νύκτα καί ημέρα από την δέηση εκείνη...
Λοιπόν μία των ημερών θέλων ο Θεός να τον πληροφορήσει, έβαλε στην καρδιά του λογισμό, να σηκωθεί να υπάγει να ιδεί ένα γέροντα ασκητή, οπού ήταν σε άλλον τόπο πολλών ημερών δρόμο διάστημα. Και ωσάν άρχισε τον δρόμο ο αναχωρητής, απέστειλε ο Θεός έναν Άγγελο, εν σχήματι καλογήρου, και συναντά τον αναχωρητή τούτον, και τον χαιρετά ωσάν καλόγηρος, λέγων Εύλόγησον Πάτερ' και ο αναχωρητής έδωκε σ’ αυτόν την πρέπουσα απόκριση. Και είπε ο Άγγελος προς τον Γέροντα' που υπάγεις Αββά; και ο Γέρων είπε, ότι υπάγω προς τον δείνα ασκητή να τον ιδώ. Και είπε ο Άγγελος, ότι και εγώ εκεί υπάγω, και ας υπάγομαι οι δύο συνοδεία.
Και περιπατούντες οι δύο την πρώτη ημέρα, υπήγαν προς εσπέρα και εκόνεψαν σ’ ένα χωριό, οπού ήταν ένας άνθρωπος ευλαβής καί τους φιλοξένησε, και έφερε στην τράπεζα δίσκο αργυρό καί αφού έφαγαν, επήρε ο Άγγελος τον δίσκο εκείνον, και τον επέταξε στον αέρα, και ο Γέρων, ως είδε τούτο, ελυπήθη. Ύστερα βγήκαν απ’ εκεί και επήγαν την δεύτερη ημέρα καί εκόνεψαν σ’ άλλο χωριό, στο σπίτι ενός χριστιανού φιλοχρίστου, και εκείνος ομοίως τους εφιλοξένησε, και έχων ένα υιό μονογενή, τον έφερε να τον ευλογήσουν και να τον ευχηθούν. Ο δε Άγγελος, όταν ήθελε να πηγαίνει μετά του ασκητού, έπιασε το παιδί εκείνο από τον λαιμό και το έπνιξε' και βλέπων τούτο ο Γέρων, εξεπλάγη, καί δεν είχε τί να ειπεί. Περιπατήσαντες και την τρίτη ημέρα, υπήγαν και εκόνεψαν σε μία αυλή, επειδή δεν βρήκαν κανένα να τους υποδεχθεί' και εκείνη η αυλή ήταν έρημος, και είχε ένα τοίχο, καί στην σκιά του τοίχου κάθισαν, και έβγαλε ο Γέρων από τα παξιμάδια οπού είχε στο σακούλι του και έφαγαν. Και εκεί οπού έτρωγαν, στοχάζεται ο καλόγηρος, δηλαδή ο Άγγελος εκείνος, ένα τοίχο, οπού έμελλε να κρημνιστεί, και σηκώθηκε και ανασκουμπώθηκε, και τον εχάλασε, καί τον ξανάκτισε παρευθύς εκ θεμελίων.
Βλέποντας αυτά ο Γέρων, δεν μπορούσε να βαστάξει, αλλά άρχισε και έλεγε προς αυτόν. Τί είναι αυτά τα παράξενα οπού βλέπω; Άγγελος είσαι, ή δαίμων, ή τί είσαι; τα έργα οπού έκαμες δεν είναι ανθρώπου έργα. Καί είπε ο Άγγελος' τί έποίησα; Και ο Γέρων είπε' χθες και προχθές μας δέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι και μας φιλοξένησαν, και συ του μεν ενός τον αργυρό δίσκο επήρες και επέταξες στον αέρα, και αφανίσθηκε, του δε ετέρου τον υιό απέπνιξες' και εδώ ήλθαμε, και δεν μας έδωκαν καμία παρηγοριά, ή φιλοξενία, και έπιασες καί κτίζεις; Τότε είπε σ’ αυτόν ο Άγγελος' άκουσον Αββά, και εγώ να σου φανερώσω την αλήθεια των πραγμάτων. Εκείνος ο πρώτος οπού μας εδέχθη, είναι άνθρωπος θεοφιλής, και δίκαιος, καί κατά Θεόν διοικεί και κυβερνά τα υπάρχοντα αυτού' ο δε αργυρός εκείνος δίσκος ήταν από αδίκου κληρονομιάς, και για να μη χάσει σιμά σ’ εκείνον και τον μισθό των αγαθών, για τούτο ήταν θέλημα Θεού και με πρόσταξε να τον αφανίσω, για να είναι η φιλοξενία του καθαρή και άδολος' και ο έτερος δε οπού μας φιλοξένησε, καί εκείνος ευλαβής και καλής αρετής άνθρωπος είναι, και αν ήθελε ζήσει ο υιός του εκείνος, έμελλε να γένει εργαλείο του σατανά, να ξεχασθούν τα έργα του πατρός του' για τούτο όρισε ο Θεός να αποθάνει και εκείνο έτσι μικρό, για να σωθεί και η ψυχή εκείνου, και του πατρός αυτού' Καί είπε ο Γέρων' καλώς έκαμες αυτά όλα' αλλά εδώ τί έχεις να ειπείς; Και είπε ο Άγγελος' γνώρισε πάτερ, και περί τούτου, ότι ο οικοκύρης της αυλής αυτής είναι άτυχος άνθρωπος και αδικητής, και θέλει να κακοποιήσει πολλούς, αλλά δεν δύναται από της πτώχειας του. Ο δε πάππος αυτού, όταν έκτιζε τον τοίχο εκείνον, έκρυψε μέσα σ’ αυτόν χρήματα πολλά και αν τον ήθελα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός οπού τον εξουσιάζει, αφορμή για να τον κτίσει, ανακατώνοντας, ήθελε εύρει τον βίο αυτόν, να τον χρειασθεί στα κακά του καμώματα' και για τούτο ήταν θέλημα Θεού να στερεωθεί ο τοίχος, να μη βρεθεί ο βίος από τον άνθρωπο τούτον, οπού έμελλε να τον σκορπίσει σε κακά θελήματα και σε βλάβη ανθρώπων, αλλά έχει ο Θεός καιρό να τον φανερώσει σε άνθρωπο όπου πρέπει να τον χρειασθεί σε καλά έργα. Αυτά είναι από τις κρίσεις του Θεού, οπού εζήτεις νά μάθεις. Λοιπόν πήγαινε στο κελλί σου καί μη σε μέλει για τα πράγματα του κόσμου, πως και γιατί γίνονται' διότι «Τα κρίματα του Θεού άβυσσος πολλή, όπως είπε ο Προφήτης, καί οι οδοί αυτού είναι ανεξιχνίαστοι», δηλαδή, οι δρόμοι του Θεού είναι ανεξιχνίαστοι και ανεξερεύνητοι, και δεν δύναται ο άνθρωπος με ακρίβεια να γνωρίσει τα πάντα' μόνον, όπως λέγει η Γραφή' «Ο δίκαιος εκ Πίστεως ζήσεται»' δηλαδή ο δίκαιος άνθρωπος από την Πίστη θέλει σωθεί, πιστεύοντας ότι ο Θεός είναι δίκαιος, και δεν κάμνει καμία αδικία, μόνον όσα αφήνει καί γίνονται, όλα δικαίως γίνονται. Αυτά ακούσας ο ασκητής από τον Άγγελο, δόξασε τον Θεό' και στραφείς στο κελί του, πλέον δεν εξέταζε τίποτε.
Βιβλιογραφία: «Μαργαρίται» Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου