Εν ειρήνη τελειούται
«Ήλθε η Κυριακή 11η Ιουνίου 1961, μέρα πού γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες πού έλαμψαν καί αγίασαν στην Αγία Ρωσία, Ήταν επτά παρά τέταρτο το πρωί, όταν οι πιστοί ετοιμάζονταν για την πανηγυρική θεία Λειτουργία. Ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς, ανάσαινε κάπως βαριά. Πήρε δύο φορές αναπνοή καί άλλες δύο φορές πιο σιγά. Η ψυχή του φτερούγισε για τον ουρανό...
Ο ομολογητής αρχιεπίσκοπος έφυγε για να προλάβει να λειτουργήσει αυτή τη μεγάλη μέρα με τους Ρώσους αγίους στο επουράνιο θυσιαστήριο.
Το θλιβερό νέο για την οσιακή κοίμησή του διαδόθηκε σαν αστραπή. Έθλιψε βαθύτατα το αγαπημένο ποίμνιό του, αλλά καί όλους όσοι τον γνώρισαν. Άρχισαν να καταφθάνουν στη Συμφερούπολη άνθρωποι απ’ όλη την Κριμαία καί από μακρινές περιοχές. Το μικρό διαμέρισμά του ήταν γεμάτο κόσμο, ενώ πολλοί περίμεναν στην αυλή για να έλθει η σειρά τους να τον ασπασθούν. Οι επιμνημόσυνες δεήσεις από τους ιερείς διαδέχονταν η μία την άλλη. Την πρώτη νύχτα το σκήνωμά του έμεινε στο διαμέρισμά του. Τη δεύτερη μέρα μεταφέρθηκε στο ναό των Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Την τρίτη στον καθεδρικό ναό. Οι ιερείς διαδοχικά διάβαζαν το Ευαγγέλιο, η ανάγνωση του οποίου διακοπτόταν από τις επιμνημόσυνες δεήσεις. Ασταμάτητη η ροή των ανθρώπων πού έρχονταν να τον αποχαιρετήσουν. Μπροστά στο σκήνωμά του ξεσπούσαν σε καυτά δάκρυα, σε αναφιλητά. Έδειχναν τη βαθιά τους θλίψη καί θρηνούσαν για την κοίμηση του ταπεινού καί στοργικού πατέρα. Με λυγμούς έλεγαν: «Έφυγε ο άγιός μας... Έφυγε ο ευαγγελιστής μας... ο πατέρας μας». Καί δεν σταματούσαν να ομολογούν καί να διηγούνται περιστατικά από τη ζωή του, τις ευεργεσίες του, θυμούνταν το λόγια του, τις νουθεσίες του, τις αρετές του. Διηγούνταν το πώς παρηγορούσε, πώς θεράπευε. Ανέφεραν τα θαύματά του. Ακόμη καί άνθρωποι που δεν είχαν σχέση με την Εκκλησία, έδειχναν το σεβασμό τους καί την εκτίμηση τους, στην «εξαίρετη προσωπικότητά του». Στην εβραϊκή συναγωγή έγινε ειδική σύναξη καί προσευχή. Τα μέλη τους, όπως είδαμε, τον αγαπούσαν ιδιαίτερα.
Η ΕΞΟΔΙΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ - Ο ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΌΣ
Η κοίμησή του έφερε αναστάτωση καί στο κόμμα, αλλά καί στην ΚGΒ. Περίμεναν ώρα με την ώρα το θάνατό του καί ετοιμάζονταν για αντιπερισπασμό. Αμέσως μετά το θάνατο του οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με μεγάλα αντιθρησκευτικά άρθρα. Για το νεκρό αρχιεπίσκοπο γιατρό κανένα δημοσίευμα καμία είδηση, ούτε στα ψιλά! Ο διωγμένος, ο άοπλος, ο αδύναμος, ο ασθενικός αρχιεπίσκοπος ήταν μία απειλή για το πανίσχυρο άθεο κράτος, περισσότερο κι από τα οπλικά συστήματα του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου... Ακόμη καί νεκρός ήταν επικίνδυνος. Ήθελαν να τελειώνουν γρήγορα με αυτόν. Όλος ο λαός επιθυμούσε να γίνει μεγαλόπρεπη κηδεία καί η σορός του να διασχίσει τη Συμφερούπολη απ’ τον καθεδρικό ναό ως το κοιμητήριο, πού απείχε τρία χιλιόμετρα. Οι κομματικοί φοβήθηκαν. Έτρεμαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έστειλαν γρήγορα τηλεγράφημα στη Μόσχα για να «πάρουν γραμμή». Η Μόσχα βέβαια ήταν αρνητική. Οι αρχές της Συμφερούπολης κάλεσαν τα παιδιά του αρχιεπισκόπου καί τους ανακοίνωσαν πώς απαγορεύεται η εκφορά του νεκρού με τα πόδια από την κεντρική λεωφόρο της πόλης. Ο λόγος; Μα τι άλλο; Η νεκρική πομπή θα εμποδίσει την ομαλή κυκλοφορία! Καί βέβαια υπάρχει κίνδυνος να «πάθουν τίποτα έξι-εφτά γριούλες!» Πρότειναν λοιπόν να περάσει η πομπή από τους απομακρυσμένους δρόμους της πόλης καί όχι από τους κεντρικούς. Έλεγαν συγκεκριμένα τα παιδιά του:
«Ή ηγεσία της πόλης δεν τσιγκουνεύτηκε τα λεωφορεία. Μας πρότειναν τριάντα λεωφορεία, μόνο να μην υπάρξει πορεία πεζών, μόνο να φτάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα η σορός του πατέρα στο κοιμητήριο. Συμφωνήσαμε. Αλλά όλα μας ήρθαν διαφορετικά».
Η απόφαση αυτή προκάλεσε τη λαϊκή αγανάκτηση. Ακόμη καί αλλόδοξοι αντιδρούσαν. Ένας ηλικιωμένος Εβραίος έλεγε:
- Γιατί απαγορεύουν να τιμήσουμε αυτόν το δίκαιο άνθρωπο;
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν στο ναό μεταξύ των κομματικών καί του αρχιεπισκόπου Μιχαήλ (εκπροσώπου του Πατριάρχου) αλλά καί των πιστών μπροστά στο σκήνωμα. Σέ μια στιγμή οι αρχές απαγόρεψαν στον αρχιεπίσκοπο Μιχαήλ να τελέσει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Διηγείται ο ίδιος για τις συγκλονιστικές αυτές ώρες:
«Μετά από τηλεφώνημα στη Μόσχα επέτρεψαν τελικά να γίνει η νεκρώσιμη ακολουθία, αλλά έθεσαν όρους, σύμφωνα με τους οποίους οι αρχές της πόλης θά ήθελαν να γίνει η κηδεία. Όσοι συνοδεύουν τη σορό θα πρέπει να ανέβουν στα λεωφορεία. Σέ καμία περίπτωση να μη σηκώσουν το φέρετρο στα χέρια, ούτε ψαλμωδίες, ούτε μουσική. Η κηδεία έπρεπε να γίνει ήσυχα, γρήγορα, απαρατήρητα καί στίς 13 Ιουνίου, στίς πέντε το απόγευμα (ούτε ένα λεπτό αργότερα) η σορός του αρχιεπισκόπου να βρίσκεται στο χώμα. Μετά από διαπραγματεύσεις στο κτίριο της εκτελεστικής επιτροπής του Κ.Κ. της πόλης, ο πρόεδρος ήρθε πάλι στην οδό Γκοσπιτάλναγια καί πάλι έλεγε για τους ρυθμούς της πόλης, οι οποίοι δεν μπορούν να διαταραχτούν, για το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί στίς κεντρικές αρτηρίες κ.λπ.
»Έδωσα εντολή να μη σταματήσει το λαϊκό προσκύνημα. Όλη τη νύχτα έρχονταν άνθρωποι στον καθεδρικό ναό. Οι μέρες ήταν ζεστές, αποπνικτικές, αλλά όσοι ήλθαν να αποχαιρετήσουν, λες καί δεν καταλάβαιναν την κουφόβραση. Οι άνθρωποι στριμώχνονταν στο ναό καί γύρω από το ναό για ολόκληρο μερόνυχτο».
Το μεσημέρι της 13ης Ιουνίου 1961 τελέστηκε η νεκρώσιμη ακολουθία από τον αρχιεπίσκοπο Μιχαήλ καί όλο τον κλήρο της Κριμαίας. Ήλθε η ώρα της εκφοράς. Κατά την ώρα αύτη, όταν ο νεκρός οδηγείται στο κοιμητήριο, οι ιεροψάλτες ψάλλουν το « Άγιος ο Θεός...». Οι αρχές είχαν απαγορέψει την εκφορά, γι' αυτό καί ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς είχε εκφράσει την αμφιβολία του στην ανιψιά του; «Θα σας αφήσουν άραγε να μου ψάλετε το Άγιος ο Θεός;»
ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ - Η ΛΑΪΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Ο περισσότερος κόσμος δεν γνώριζε την απαγόρευση καί περίμεναν να γίνει κανονικά η εκφορά. Τότε άρχισε από στόμα σε στόμα να κυκλοφορεί, απ’ όσους το είχαν πληροφορηθεί καί είχαν ζήσει, τις δραματικές διαπραγματεύσεις. Η αγανάκτηση πλημμύρισε τις καρδιές καί τότε εντελώς αυθόρμητα καί όχι κατευθυνόμενα, έγινε επανάσταση. Διηγείται η Άννα Δημητρίεβνα Στάντνικ, χοράρχης της χορωδίας του ναού της Αγίας Τριάδος:
«Ήρθε η μέρα της κηδείας. Είδαμε πως το ιερό γέμισε ανθρώπους (του κόμματος). Κάτι συζητούσαν με τους ιερείς, τους έδιναν εντολές. Διαισθανόμασταν ότι κάτι μαγειρεύεται». Τη συνέχεια την αφήνουμε στον αρχιεπίσκοπο Μιχαήλ. «Το μεσημέρι της 13ης Ιουνίου, όταν κάναμε την περιφορά της σορού του αρχιεπισκόπου γύρω από το ναό, στην είσοδο περίμενε ήδη η νεκροφόρα, από πίσω ένα αυτοκίνητο ως επάνω φορτωμένο με τα λουλούδια, μετά ένα αυτοκίνητο για τον αρχιεπίσκοπο, λεωφορεία για τους συγγενείς, τους κληρικούς, τους ψάλτες. Υπήρχαν κάμποσα λεωφορεία για τους πιστούς που ήθελαν να συμμετάσχουν στον αποχαιρετισμό, αλλά σ' αυτά τα λεωφορεία δεν ήθελε να ανέβει κανένας. Οι κομματικοί ήθελαν να φύγει η νεκροφόρα καί έτσι να αναγκαστούν οι πιστοί να μπουν στα λεωφορεία . Ο κόσμος περιτριγύρισε τη νεκροφόρα, γαντζώθηκαν πάνω της. Δεν ήθελαν να αφήσουν τον αρχιερέα τους να φύγει. Τα αυτοκίνητα για πολλή ώρα δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν. Ο εξουσιοδοτημένος του κόμματος, ιδρωμένος, με βραχνή φωνή, έτρεχε από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, προσπαθούσε να βάλει τους ανθρώπους στα λεωφορεία, παρακαλούσε τους "μη έχοντας εργασίαν" να περάσουν παραπέρα, να μην ενοχλούν. Δεν τον άκουγε κανένας...».
Από τη δική της σκοπιά περιγράφει τη συνέχεια η Άννα Δημητρίεβνα Στάντνικ;
«Καί να, ήλθε η ώρα της εκφοράς. Όταν έψαλλαν το "Άγιος ο Θεός", όλοι προχωρήσαμε προς την πόρτα. Δίπλα, αριστερά, περίμενε ένα άδειο λεωφορείο. Καί όταν βγήκαμε από την αυλή καί η νεκροφόρα σταμάτησε, το λεωφορείο αυτό ξεκίνησε, διασχίζοντας το δρόμο μας. Ήθελε να μας αποκόψει από τη νεκροφόρα, έτσι ώστε να προχωρήσει το λεωφορείο καί ο κόσμος να μείνει πίσω, να μη γίνει η εκφορά του αρχιεπισκόπου.
Καί τότε φώναξα:
-Μη φοβόσαστε!
Οι γυναίκες ούρλιαζαν από το φόβο τους αφού το λεωφορείο ερχόταν κατά πάνω τους. Τους λέω:
- Μη φοβάστε! Δεν θα μας πατήσει, δεν θα τολμήσουν να το κάνουν αυτό! Κρατηθείτε!
Καί τότε όλοι γαντζώθηκαν από τη νεκροφόρα, όσο ήταν δυνατόν, καί προχωρήσαμε».
Επιτέλους η πομπή ξεκίνησε. Αφού προχώρησαν περίπου εκατό μέτρα, ήθελαν να στρίψουν στην κεντρική οδό. Οι αρχές καί πάλι αντέδρασαν. Προσπάθησαν να εμποδίσουν την πομπή καί να τη στείλουν από περιφερειακούς δρόμους.
Η δασκάλα κα Γκαλίνα, (σήμερα -1998- 85 χρόνων) μας είπε για τη συνέχεια:
«Μόλις πήγε η νεκροφόρα να στρίψει, οι γυναίκες, πάλι εντελώς αυθόρμητα, πέσαμε στις ρόδες του αυτοκινήτου καί φωνάζαμε:
-Μόνο πάνω από τα πτώματά μας θα πάτε από εκεί πού θέλετε!
Ο κόσμος είχε αρχίσει να στρώνει το δρόμο με τριαντάφυλλα. Ο τότε δήμαρχος της πόλης θύμωσε, άρπαξε ένα πανέρι με τριαντάφυλλα καί το πέταξε μακριά λέγοντας:
-Γιατί κάνετε σκουπίδια καί ρυπαίνετε το δρόμο!
Ένας πιστός αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά του, άρπαξε το καπέλο του καί το πέταξε μακριά, λέγοντας του:
-Εμείς έτσι θέλουμε να κηδέψουμε τον αρχιεπίσκοπό μας. Αλλά να ξέρεις, η δική σου κηδεία δεν θα είναι έτσι. (Σέ λίγο καιρό ο δήμαρχος είχε πολύ άσχημο τέλος. Τον μετέθεσαν σε άλλη πόλη καί εκεί τον δολοφόνησαν)».
ΜΙΑ ΥΠΕΡΟΧΗ ΠΟΡΕΙΑ
Τελικά οι κομματικοί υποχώρησαν. Αισθάνθηκαν φοβερά αδύναμοι, αυτοί οι πανίσχυροι. Η πομπή κατευθύνθηκε στον κεντρικό δρόμο της Συμφερούπολης, στη λεωφόρο Κίρωφ. Θα μπορούσε η πομπή να περάσει μέσα σε είκοσι λεπτά τον κεντρικό δρόμο. Όμως τα αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να αυξήσουν ταχύτητα. Προχωρούσαν πολύ αργά, με την ταχύτητα πού προχωρούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες. Η πορεία κράτησε τρεισήμισι ώρες! Οι αρχές ήθελαν να κρατήσει μόνο τρία λεπτά...
Συνεχίζει την αφήγησή της η Άννα Δ. Στάντνικ.
«Ήταν μια υπέροχη πορεία. Πολύς κόσμος. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι. Σταμάτησε παντού η κυκλοφορία των αυτοκινήτων... Οι άνθρωποι, είχαν ανέβει, στα μπαλκόνια, στίς ταράτσες των σπιτιών. Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει, αλλά ούτε καί θα γίνει στο μέλλον. Τέτοια κηδεία ήταν απόδοση φόρου τιμής».
Η φαρμακοποιός Οβέρτσενκο θυμάται:
«Ήταν πραγματική διαδήλωση. Ήταν σα να παραβρέθηκε όλη η πόλη στην κηδεία. Θυμάμαι τους ανθρώπους στα μπαλκόνια, στίς ταράτσες, στα δέντρα...».
Ο κ. Βίκτωρ, νεωκόρος σήμερα στο ναό του κοιμητηρίου, μας είπε:
«Ήμουν μικρό παιδί τότε, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα την κηδεία. Τί κόσμος ήταν αυτός! Όλοι τον αγαπούσαν καί μιλούσαν για τις ευεργεσίες του... Η γιαγιά μου, που ήταν Ελληνίδα, όταν αρρώσταινε σ' αυτόν πήγαινε να την εξετάσει, καί πάντα μου μιλούσε με πολύ συγκίνηση για τον αρχιεπίσκοπο».
Η Ε. Π. Λέικφελντ αφηγείται:
«Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη καί οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες καί οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι καί το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Καί μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: "Άγιος ο Θεός. Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησαν ημάς". Ότι καί να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία:
-Κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της μοναχής Γκαλίνας (που υπηρέτησε τον αρχιεπίσκοπο Λουκά στα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του καί ζει σήμερα στη Σεβαστούπολη) κατά την ώρα της εκφοράς συνέβη κι ένα θαυμαστό περιστατικό. «Καθώς άρχιζε η εκφορά καί μαζί τα επεισόδια, εμφανίστηκε ένα σμήνος από αμέτρητα περιστέρια πάνω από το σκήνωμα του αγίου. Έκαναν κύκλους πάνω απ’ το λείψανό του, έπειτα πετούσαν κατά μήκος της λεωφόρου ως το κοιμητήριο. Ξαναγύριζαν, έκαναν πάλι κύκλους, ακολουθούσαν την πομπή, πετούσαν μέχρι το κοιμητήριο καί πάλι ξαναγύριζαν. Καί αυτό επαναλαμβανόταν συνέχεια. Συμμετείχε κι αυτή η άλογη φύση στην κηδεία του αγίου μας. Όταν φτάσαμε στο κοιμητήριο, κάθησαν πάνω στη στέγη του ναού των Αγίων Πάντων καί έπειτα εξαφανίστηκαν. Το γεγονός αυτό έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση σε όλους. Ακόμη καί οι άθεοι προβληματίστηκαν. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο γεγονός. Ποτέ δεν είχαμε δει τόσα περιστέρια...»
Η πομπή έφτασε αργά το απόγευμα στο κοιμητήριο. Το μαρτυρικό σώμα του αρχιεπισκόπου Λουκά εναπετέθη στον τάφο, δίπλα στο φίλο του αρχιμανδρίτη Τύχωνα καί στον επίσης αγιασμένο αρχιεπίσκοπο Γούρια Κάρπωφ. Ο τάφος του λιτός καί απέριττος, σκεπασμένος πάντα με λουλούδια, από τους ανθρώπους που καθημερινά καταφθάνουν. Στην κορυφή ένας μαρμάρινος σταυρός για να θυμίζει τη λυτρωτική σταυρική θυσία του Χριστού, αλλά καί τη δική του σταυρική πορεία. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο στόλισμα που όλοι οι χριστιανοί τοποθετούν στους τάφους, αλλά η ένδειξη καί το σύμβολο ότι αυτός που είναι θαμμένος από κάτω σήκωσε πραγματικά το σταυρό του. Το σταυρό που τόσο αγάπησε, που μ' αυτόν πορεύθηκε, καί που αυτόν κήρυξε «έργω καί λόγω».
Από το βιβλίο "Αρχιεπίσκοπος Λουκάς" του Αρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου - Εκδ. Ακρίτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου