Στη Γαλατία της Ασιατικής Παφλαγονίας ζούσε κάποιος γεωργός που λεγόταν Μέτριος, και ήταν αρκετά ευκατάστατος. Αυτός λοιπόν, βλέποντας πως ο γείτονάς του είχε γιους, που τους ευνούχισε για να τους στείλει στην Κωνσταντινούπολη και να τους κάνει αξιωματούχους του βασιλιά, ζήλεψε κι άρχισε να παρακαλεί το Θεό:
— Κύριε, αν είμαι άξιος, χάρισε καί σε μένα ένα αρσενικό παιδί, για να το 'χω στήριγμα στα γηρατειά μου καί να δοξάζω τ' όνομά Σου το άγιο...
Στό μεταξύ έφτασε η εποχή που γινόταν το ετήσιο πανηγύρι της Παφλαγονίας. Ο Μέτριος φόρτωσε τη βοϊδάμαξά του με διάφορα πράγματα και κίνησε για το πανηγύρι. Εκεί, αφού άλλα πούλησε και άλλα αντάλλαξε, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μετά από ώρα, θέλοντας να ξεκουράσει τα βόδια του, στάθηκε για λίγο σ' ένα λιβάδι με τρεχούμενο νερό. Καθώς όμως κοιτούσε καταγής, βλέπει ένα παλιό πουγκί. Το παίρνει και, χωρίς να τ' ανοίξει, το πετάει στ' αμάξι. Μετά από λίγο σηκώθηκε καί συνέχισε την πορεία του. Σάν έφτασε στο σπίτι του, απόθεσε το πουγκί, έτσι καθώς ήταν σφραγισμένο, σε σίγουρο μέρος. Δε θέλησε ούτε το περιεχόμενό του να δει, ούτε να μιλήσει σε κανένα γι' αυτό! Μα τι ήταν, αλήθεια, αυτός ο γεωργός; Απαθής; Άγιος; Άγγελος;...
Τον άλλο χρόνο, την ίδια εποχή, φορτώνει πάλι ο Μέτριος τ' αμάξι του, παίρνει μαζί του και το πουγκί, και ξεκινάει για το πανηγύρι. Αφού έκανε χωρίς χασομέρι τις συνηθισμένες αγοραπωλησίες του, μάζεψε ό,τι ήταν να πάρει για το σπίτι του κι έφυγε πρώτος από την αγορά. Σταθμεύει και φέτος στο ίδιο λιβάδι. Λύνει τα βόδια και τ' αφήνει να βοσκήσουν. Ο ίδιος κάθεται παράμερα καί παρατηρεί διακριτικά τους διαβάτες. Δεν αργεί να φανεί ένας άνθρωπος με ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τη θλίψη. Πλησιάζει, κάθεται κοντά στο Μέτριο κι αναστενάζει βαθιά.
- Ποιος είσαι, αδελφέ μου; τον ρωτάει ο καλοκάγαθος γεωργός. Και για ποιο λόγο θλίβεσαι και στενάζεις;
Ο άλλος, από τη μεγάλη του οδύνη, δε μπορούσε να μιλήσει. Ο Μέτριος τον ξαναρώτησε με στοργή. Τότε ο άγνωστος αποκρίθηκε:
- Καί τι θα βγει, αδελφέ μου, αν σου πω τον πόνο μου;
— Πες τον εσύ, καί που ξέρεις; Μπορεί να σε παρηγορήσω, έστω και μ' ένα λόγο.
Ο άλλος στέναξε πάλι βαθιά.
— Άκου τότε, είπε. Εγώ που με βλέπεις, αδελφέ, ήμουνα έμπορος τρανός. Πέρυσι λοιπόν, τέτοιον καιρό, πήρα χίλια φλουριά δικά μου, δανείστηκα κι άλλα ξένα, αγόρασα εμπορεύματα και ήρθα στο πανηγύρι. Αφού πούλησα τις πραμάτειες μου, έβαλα σ' ένα πουγκί χίλια πεντακόσια φλουριά, το 'δεσα σφιχτά με μεταξωτό κορδόνι, το σφράγισα κι έφυγα. Περνώντας όμως από τούτο το λιβάδι, όπου στάθηκα λίγο να ξεκουραστώ, το 'χασα. Όσο κι αν έψαξα, δε μπόρεσα να το βρώ. Λες κι άνοιξε η γη και το κατάπιε. Έτσι, κατάντησα σε μεγάλη φτώχεια... Κι εσένα όμως, αδελφέ μου, σε βλέπω φτωχό καί κακοντυμένο. Σέ τί μπορείς λοιπόν να με βοηθήσεις;
Ο Μέτριος πείστηκε ότι σ' εκείνον ανήκε το πουγκί. Το πήρε αμέσως από τ' αμάξι καί του το έδειξε.
— Μήπως είναι τούτο το πουγκί που έχασες; ρώτησε.
Ο έμπορος δεν πρόλαβε να πει ούτε λέξη. Αναγνωρίζοντας τη χαμένη περιουσία του, από την έκπληξη και τη χαρά έπεσε κάτω λιπόθυμος. Ο Μέτριος έφερε νερό από την πηγή, του έβρεξε το πρόσωπο και τον συνέφερε.
- Πες μου, αδελφέ, ξαναρώτησε μειλίχια. Δικό σου είναι το πουγκί;
Ο έμπορος, με δάκρυα στα μάτια, έπεσε στα πόδια του γεωργού.
— Ναι, Άγγελε του Θεού! έλεγε μέσα στους λυγμούς του. Δικό μου είναι! Και, καθώς βλέπω, ούτε καν το άνοιξες. Είναι σφραγισμένο, όπως το είχα.
- Άνοιξέ το μπροστά μου, σε παρακαλώ, είπε ο Μέτριος. Κι αν έχει μέσα όσα φλουριά μου είπες, τότε πιστεύω πώς σου ανήκει.
Το άνοιξαν και μέτρησαν τα νομίσματα. Ήταν πραγματικά χίλια πεντακόσια!
Ύστερα απ’ αυτό ο έμπορος παρακάλεσε το Μέτριο να πάρει σα δώρο τα πεντακόσια. Εκείνος όμως ούτε να τ' ακούσει δεν ήθελε. Έπεσε στα πόδια του ο άλλος καί τον ικέτευε να δεχτεί τουλάχιστον λίγα φλουριά. Μα ο αφιλάργυρος γεωργός ήταν αμετάπειστος. Σηκώθηκαν λοιπόν κι οι δυο, προσευχήθηκαν στο Θεό, αποχαιρέτισαν ο ένας τον άλλο καί τράβηξαν χαρούμενοι για τα σπίτια τους.
Την ίδια νύχτα ο Μέτριος είδε στον ύπνο του έναν ολόλαμπρο άγγελο.
— Ο Θεός, του είπε, για ν' αμείψει την πράξη σου, σου χαρίζει παιδί αρσενικό, που θα γίνει όπως ποθείς. Θα πάει στην Κωνσταντινούπολη, θ' αποκτήσει δόξα μεγάλη και θα φέρει πολλά καλά στη γενιά σου.
Ξύπνησε ο γεωργός καί δόξασε το Θεό για το καλό άγγελμα. Δεν πέρασε πολύς καιρός καί η γυναίκα του γέννησε αγόρι. Το όνομα που θα έπαιρνε στο άγιο βάπτισμα, το αποκάλυψε στο Μέτριο πάλι άγγελος Κυρίου.
— Κωνσταντίνος θα ονομαστεί το παιδί σου, του είπε.
Ο μικρός Κωνσταντίνος λοιπόν, αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, οδηγήθηκε στη Βασιλεύουσα. Η πρόνοια του Θεού τον έφερε στα χέρια της βασίλισσας, που τον έβαλε κοντά στο βασιλιά Λέοντα, το Σοφό. Ο βασιλιάς πάλι τόσο πολύ τον συμπάθησε καί τον τίμησε, που τον ανέβασε στα ανώτατα αξιώματα του κράτους, κάνοντας τον πατρίκιο καί παρακοιμώμενο. Από τη θέση αυτή, όπως είχε προαναγγείλει ο άγγελος στο Μέτριο, ο Κωνσταντίνος ευεργέτησε τους γονείς του και όλους τους συγγενείς του.
Αυτόν λοιπόν τον ευλογημένο καί χαριτωμένο Μέτριο πρέπει να μιμούνται και οι σημερινοί χριστιανοί, για ν' απολαύσουν καί την ευτυχία του. Καί σαν πέφτει στα χέρια τους χαμένο πράγμα, να μην το κρατούν, αν μάλιστα γνωρίζουν σε ποιόν ανήκει. Αυτή η πράξη λογίζεται σαν κλοπή. Αντίθετα, να ψάχνουν για τον κύριο του πράγματος καί, όταν τον βρίσκουν, να του το παραδίνουν, χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα. Αυτό είναι το χρέος των χριστιανών, σύμφωνα με το 10ο κανόνα του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, πού λέει: «Τους την εντολήν πληρούντας, εκτός πάσης αισχροκέρδειας πληρούν δει, μήτε μήνυτρα, ή σώστρα, ή εύρετρα, ή ω ονόματι ταύτα καλούσιν, απαιτούντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου