Την ακόλουθη ιστορία τη διηγήθηκε στον Πνευματικό της μια αφιερωμένη στον Θεό παρθένος, κι' εκείνος την έγραψε, όπως ακριβώς την άκουσε από το στόμα της, για να τη μάθουν κι' άλλοι, να ωφεληθούν ψυχικά:
«Οι γονείς, που μ' έφεραν στον κόσμο, ήσαν εντελώς ασύμφωνοι στον χαρακτήρα και με αντίθετες κατευθύνσεις στη ζωή. Ο πατέρας μου ήταν πολύ αγαθός άνθρωπος, πράος, ταπεινός, επιεικής, αφάνταστα ελεήμων, σώφρων κι' εγκρατής...
Πολύ ευαίσθητος στην υγεία του. Αφ' ότου είμαι σε θέση να θυμάμαι, τον έβλεπα τον περισσότερο καιρό άρρωστο στο κρεβάτι, ωχρό και αδύνατο. Υπόφερε, όμως, με θαυμαστή υπομονή. Ποτέ δεν τον άκουσε κανείς να παραπονιέται για τη βασανιστική αρρώστια του. Στά μικρά διαστήματα, που ανάρρωνε, επιστατούσε στα κτήματά του. Το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη του τα μοίραζε στους φτωχούς. Με το υπόλοιπο συντηρούσε τη μικρή του οικογένεια, δηλαδή τον εαυτό του, τη μητέρα μου κι' έμενα. Κοντά στις άλλες του αρετές, ο καλός μου πατέρας είχε αποκτήσει και τη σιωπή. Σπάνια μιλούσε -πολλοί τον νόμιζαν άλαλο- κι' αυτό γιατί προσευχόταν διαρκώς στον Θεό με το νου και την καρδιά του.
Η μητέρα, αντιθέτως, ήταν τύπος γυναίκας του κόσμου. Αγαπούσε με πάθος την καλοπέραση, τις διασκεδάσεις, τα πολλά στολίδια καί φορέματα. Έκανε τόσο πολυδάπανη ζωή, που είχαμε πάντα οικονομικές στενοχώριες. Θύμωνε καί φιλονικούσε διαρκώς μέσα κι' έξω από το σπίτι. Τόσο δε φλύαρη καί πολυπράγμων ήταν η καημένη, που ήξερε καλά όλα τα νέα της μικρής μας πόλεως κι' ακόμη ό,τι γινότανε έξω απ’ αυτήν. Φίλαυτη καθώς ήταν, φρόντιζε πρώτα για τον εαυτό της κι' υστέρα για την οικογένειά της. Για τον άνδρα της δεν έδειχνε καμιά στοργή και με τη φανερή της αντιπάθεια μεγάλωνε τα βάσανά του. Παρ’ όλα της τα ελαττώματα και την άκρατη ζωή που έκανε, είχε υγεία καί γεροδεμένο σώμα. Ποτέ δε θυμάμαι ν' αρρώστησε.
Ενώ ήμουν ακόμη μικρό κοριτσάκι, ο πατέρας πέθανε ύστερα από βασανιστική αρρώστια. Συνέβη κι' αυτό ακόμη στο θάνατό του, που μου έκανε τρομακτική εντύπωση: Έγινε τέτοια πρωτοφανής κακοκαιρία, αέρας, βροχή, κεραυνοί, που ήταν αδύνατο να βγούμε να τον θάψομε! Κρατήσαμε έτσι το λείψανο τρεις μέρες άταφο στο σπίτι. Τέλος, δυο άνδρες από τους συγγενείς μας αναγκάστηκαν, με πολλή δυσκολία, να το μεταφέρουν στο κοιμητήρι καί να το θάψουν πρόχειρα, γιατί δεν αντέχαμε άλλο να βλέπομαι τον νεκρό στο σπίτι. Περιφρονημένος και στον θάνατό του, ο καλός μου πατέρας, αφού ούτε κηδεία του έγινε. Μερικοί κακοί γείτονες, μάλιστα, βλέποντας τις τόσες κακομοιριές, τον κακολογούσαν:
- Ποιος ξέρει τί αμαρτίες έχει κάνει, έλεγαν, αφού δεν αφήνει ο Θεός ούτε να ταφεί.
Η μητέρα μου, ύστερα από το θάνατο του πατέρα, ανεμπόδιστα πια, πήρε τον ηθικό κατήφορο καί μετάβαλε το σπίτι μας σε τόπο ακολασίας. Αλλά δεν έζησε πολύ. Πέθανε ξαφνικά, ενώ είχε σπαταλήσει στο μεταξύ ό,τι είχε απομείνει από την περιουσία του πατέρα μου. Οι φίλοι της, όμως, της έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία. Κι' ήταν ένας καιρός θαυμάσιος. Αυτό το πρόσεξα ιδιαιτέρως.
Εγώ, που είχα περάσει πια την παιδική μου ηλικία κι' είχαν αρχίσει να με κυριεύουν οι νεανικές ανησυχίες, βρέθηκα ολομόναχη στον κόσμο καί σε μεγάλη αμηχανία τι δρόμο ν' ακολουθήσω. Οι σκέψεις με βασάνιζαν.
- Πρέπει, χωρίς άλλο, να φτιάξω μόνη μου τη ζωή μου, αφού δεν έχω πια προστάτες, έλεγα στον εαυτό μου. Αλλά ποιόν δρόμο να διαλέξω; Έχω μπροστά μου δυο διαφορετικά παραδείγματα: της μητέρας καί του πατέρα. Εκείνος, καλός, μα δυστυχής. Κατατρεγμένος στη ζωή και στο θάνατο -αδύνατο να φύγει από το νου μου το άταφο σώμα του. Αν άρεσε στο Θεό, γιατί τον βασάνισε τόσο; Η μητέρα δεν είχε κάνει ηθική ζωή- το είχα καλά αντιληφθεί. Είχε όμως όσα αγαθά μπορεί κανείς να επιθυμήσει, υγεία, καλοπέραση, πολλές γνωριμίες κι’ έφυγε ευχαριστημένη από τον κόσμο, μπορεί να πει
κανείς.
Όσο πιο πολύ συλλογιζόμουν το πράγμα κι' έκανα με το μικρό μυαλό μου σύγκριση, τόσο περισσότερο έκλινα η ταλαίπωρη ν' ακολουθήσω τη ζωή της μητέρας. Ο φιλάνθρωπος Θεός όμως με σπλαχνίστηκε και μ' οδήγησε στον ίσιο δρόμο, μ' αυτό τον παράδοξο τρόπο: Μια νύχτα, που έπεσα να κοιμηθώ, κάνοντας πάλι τις ίδιες σκέψεις, είδα ένα αποκαλυπτικό όνειρο. Ένοιωσα, ξαφνικά, ν' ανοίγει η πόρτα του δωματίου μου και να μπαίνει μέσα ένας νέος με φωτεινό πρόσωπο κι' αφάνταστα μεγαλοπρεπής. Ήλθε κοντά μου. Μου έριξε βλέμμα διαπεραστικό, σαν να ήθελε να ερευνήσει τα πιο απόκρυφα της καρδίας μου.
— Τί σκέπτεσαι; με ρώτησε με φωνή ασυνήθιστα αυστηρή, αλλά μελωδική.
Ξαφνιάστηκα, τρόμαξα καί κόπηκε η μιλιά μου. Εκείνος επέμενε:
— Φανέρωσε ευθύς τις σκέψεις σου.
Όσο πιο αυστηρός γινόταν ο άγνωστος εξεταστής, τόσο εγώ παρέλυα από φόβο. Αφού δεν έπαιρνε απάντηση, φανέρωσε μονάχος τις σκέψεις που τόσο με βασάνιζαν. Μου έλεγε με ακρίβεια το κάθε τι που είχε περάσει από το νου μου και που εγώ γνώριζα, ώστε δεν μπορούσα ν' αρνηθώ, ούτε να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Έπεσα τότε σαν καταδίκη στα πόδια του καί τον παρακαλούσα με λυγμούς να με συγχωρήσει. Έδειξε πως με λυπήθηκε, γιατί άλλαξε αμέσως ύφος.
— Ακολούθησε με, πρόσταξε.
Με πήρε από το χέρι καί, σαν αστραπή, μ' έφερε σε μια απέραντη πεδιάδα γεμάτη φως καί ομορφιά. Δε θα επιχειρήσω να την περιγράψω, γιατί δεν περιγράφονται τ' απερίγραπτα. Ευτυχισμένα όντα απολάμβαναν με γαλήνη τα υπερκόσμια εκείνα κάλλη. Ανάμεσα τους αναγνώρισα τον πατέρα μου. Με είδε κι' εκείνος. Ήλθε κοντά μου. Με πήρε στην αγκαλιά του. Πόση ασφάλεια και ευτυχία ένοιωσα εκεί μέσα! Δεν ήθελα ποτέ πια να τον αποχωριστώ. Σφίχτηκα επάνω του καί τον παρακαλούσα να μη μ' αφήσει να φύγω.
— Κράτησε με για πάντα κοντά σου, καλέ μου πατέρα.
— Τώρα δε γίνεται αυτό που ζητάς. Η φωνή του έγινε σοβαρότερη.
— "Αν ακολουθήσεις τα ίχνη μου, θα ετοιμάσεις εδώ διαμονή. Από τη θέλησή σου εξαρτάται.
Με κοίταξε με τρυφερότητα κι' φίλησε τα μάτια μου για να σκουπίσει τα δάκρυά μου. Ο συνοδός μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω πάλι. Εγώ όμως δεν εννοούσα να φύγω από την αγκαλιά του πατέρα μου. Τότε εκείνος ήλθε και με τράβηξε από το χέρι.
— Είναι ανάγκη, είπε, να ιδείς και τη μητέρα σου.
Τον ακολούθησα, λυπημένη που με χώρισε από την ευτυχία μου. Τώρα κατεβαίναμε. Κατεβαίναμε όλο και πιο βαθιά σ' ένα τόπο ακάθαρτο, σκοτεινό, πληκτικό. Κόπηκε η αναπνοή μου από τη βρωμιά και το φόβο. Τερατώδεις μορφές περιφέρονταν παντού. Δυστυχισμένες ψυχές βασανίζονταν, χωρίς οίκτο, από φλόγα άσβεστη. Ανάμεσα τους είδα τη μητέρα μου, βυθισμένη ως το λαιμό σ' εκείνο που μου φάνηκε σαν βρωμερή λάβα. Οι κραυγές της έβγαιναν σπαραχτικές, οι στεναγμοί της αδιάκοποι, το τρομερό τρίξιμο των δοντιών ξέσκιζε την καρδιά σου. Θα μ' αναγνώρισε, γιατί ξέσπασε σε ασυγκράτητο θρήνο.
— Αλλοίμονο, σε μένα την αθλία. Να τι κέρδισα για τόσο λίγη ηδονή. Απελπισία και βάσανα χωρίς τέλος.
Λόγια απεγνωσμένα. Κόντευα να μείνω νεκρή από τη θλίψη μου. Η δυστυχισμένη μητέρα μου γύρισε καί με είδε.
— Λυπήσου, παιδί μου, εκείνη που σε γέννησε και σε μεγάλωσε, άρχισε να φωνάζει απελπισμένα. Άπλωσε το χέρι σου να με βγάλεις απ’ αυτή την οδύνη.
Τι να έκανα; Σπάραζε η ψυχή μου από τη λύπη. Άπλωσα το χέρι, νομίζοντας πως μπορούσα να βοηθήσω εκείνη που με είχε φέρει στον κόσμο. Μα ένοιωσα τέτοιο πόνο αγγίζοντας τη λάβα, πού ξέσπασα σε δυνατές κραυγές. Αναστάτωσα τη γειτονιά. Σέ λίγο το σπίτι γέμισε κόσμο. Με βρήκαν σε κακά χάλια. Πολλοί νόμιζαν πως είχα χάσει τα λογικά μου. Ήταν αδύνατον να εξηγήσω τι μου συνέβαινε. Έδειχνα τη φοβερή πληγή που μου άφησε στο χέρι εκείνο το κάψιμο, για να τους δώσω να καταλάβουν πως εξ’ αιτίας της βασανιζόμουν. Έμεινα πολύ καιρό στο κρεβάτι, βαριά άρρωστη. Όταν, με τη Χάρη του Θεού, έγινα καλά, ακολούθησα χωρίς δισταγμό το δρόμο του πατέρα μου κι’ ελπίζω στο έλεος του Κυρίου μου πως θα με σώσει και θα με αξιώσει να συμμεριστώ την ευτυχία του.
Από το Γεροντικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου