Κάποτε ο Μέγας Πατήρ του Κοινοβιακού συστήματος, ο Όσιος Παχώμιος, βρισκόταν σε μια από τις πολυάριθμες Μονές που ο ίδιος είχε ιδρύσει. Ξαφνικά πήρε ειδοποίηση πως ένας Αδελφός από το Μοναστήρι των Χηνοβοσκών, βαρειά άρρωστος τον ζητούσε. Έφυγε βιαστικά με την προαίσθηση πως κάτι σοβαρό συνέβαινε. Πήρε μαζί του και δυό – τρεις από τους γεροντότερους Μοναχούς...
Δεν είχε φθάσει καλά – καλά στο μέσο του δρόμου η μικρή συνοδεία, όταν ο Όσιος στάθηκε εκστατικός. Ο αέρας είχε γεμίσει από μελωδικούς ήχους ψαλμωδίας. Ο άνθρωπος του Θεού ύψωσε το βλέμμα στον Ουρανό και είδε την ψυχή του Αδελφού να ανεβαίνει, ενώ προπορεύονταν τάγματα αγγελικά που έψαλλαν τα υπερκόσμια εκείνα άσματα. Οι μοναχοί που συνόδευαν τον Όσιο, ούτε έβλεπαν, ούτε άκουγαν τίποτε ασυνήθιστο και απορούσαν γιατί είχε σταθεί έτσι στην μέση του δρόμου.
- Ας μην αργοπορούμε, Πάτερ, του υπενθύμισαν, για να προλάβουμε τον ετοιμοθάνατο.
- Περιττό, τους αποκρίθηκε εκείνος, και η ικανοποίηση ήταν διάχυτη στην μορφή του. Ο Αδελφός μας πορεύεται τη στιγμή αυτή τη μακαρία οδό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου