Όταν βασιλιάς του Βυζαντίου ήταν ο Ηράκλειος Α΄ (610-641) και πατρίκιος ο Νικήτας, έγινε στην Αφρική το παρακάτω θαύμα. Κάποιος αξιωματικός του βασιλικού στρατού βρισκόταν στην Καρθαγένη. Επειδή όμως έπεσε στην πόλη θανατικό, πήρε τη γυναίκα του και κατέφυγε σ' ένα προάστιο, οπού ήταν η κατοικία του, για να γλιτώσει τάχα το θάνατο. Στήν πραγματικότητα όμως έφυγε, επειδή ο διάβολος τον παρακίνησε ν' αμαρτήσει. Σπέρνοντάς του δηλαδή σαρκικούς λογισμούς, τον κατάφερε να πέσει σε μοιχεία με τη γυναίκα του κηπουρού του. Δεν πέρασε πολύς καιρός από την πτώση του, κι αρρώστησε βαριά από βουβωνοκήλη, πού τον οδήγησε τελικά στο θάνατο...
Τρεις ώρες όμως μετά την ταφή του, ακούστηκαν κραυγές μέσ’ από το μνήμα:
«Ελεήστε με! Ελεήστε με»! Έτρεξαν καί σήκωσαν την ταφόπλακα. Τι να δουν τότε! Ό αξιωματικός ήταν ζωντανός! Ζωντανός, μα άλαλος. Δε μπορούσε να μιλήσει. Το παράδοξο γεγονός έφτασε μέχρι τ' αυτιά του Θαλάσσιου, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, πού έτρεξε αμέσως επιτόπου για να παρηγορήσει τον ταλαίπωρο αξιωματικό.
Πέρασαν τέσσερις μέρες. Τότε η φωνή του λύθηκε κι άρχισε να διηγείται: «Λίγο πριν βγει η ψυχή μου από το σώμα, έβλεπα να με κυκλώνουν μερικοί μαύροι, φοβεροί στην όψη. Μετά είδα να με πλησιάζουν δυο ωραίοι νέοι. Ήταν άγγελοι! Μόλις τους αντίκρισα, η ψυχή μου γέμισε χαρά. Με πήραν μαζί τους κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε στον ουρανό. Στήν εναέρια πορεία μας συναντούσαμε κάθε τόσο τα τελώνια , εκείνους τους μαύρους, που εξέταζαν κάθε αμαρτία μου. Άλλο τελώνιο ήταν του ψεύδους, άλλο του φθόνου, άλλο της πλεονεξίας... Οι άγγελοι, πάντως, τους εξουδετέρωναν, παρουσιάζοντας τις αγαθές μου πράξεις. Όταν όμως φτάσαμε στην πύλη τ' ουρανού, συναντήσαμε ένα ολόκληρο τάγμα τελωνίων, το τάγμα της πορνείας. Αυτοί παρουσίασαν τη μοιχεία πού είχα κάνει πριν από λίγο καιρό. Κι έτσι νίκησαν! Μ' άρπαξαν καί μ’ έσυραν στα βάθη της γης. Εκεί οι ψυχές των αμαρτωλών δοκιμάζουν τέτοια μαρτύρια, πού η ανθρώπινη γλώσσα δε μπορεί να τα διηγηθεί. Καθώς έπιασα να θρηνώ εκεί κάτω, φάνηκαν πάλι μπροστά μου οι δυο εκείνοι νέοι. "Ελεήστε με", τους ικέτεψα κλαίγοντας, "καί δώστε μου καιρό να μετανοήσω". Στράφηκε τότε ο ένας και λέει στον άλλο: "Παίρνεις την ευθύνη γι' αυτόν; Να του δώσουμε καιρό να μετανοήσει;". "Να του δώσουμε", αποκρίθηκε ο άλλος. Με πήραν τότε καί μ’ έφεραν στον τάφο. Εκεί βρήκα το σώμα μου να 'χει γίνει σα λάσπη καί βούρκος, γι’ αυτό καί δεν ήθελα να μπω μέσα του. Οι άγγελοι όμως μου το ξέκοψαν: "Είναι αδύνατο να μετανοήσεις αλλιώς, παρά μόνο με το σώμα σου, αφού μ' αυτό αμάρτησες". Τότε μπήκα στο σώμα μου. Κι αυτό ζωντάνεψε και άρχισα να φωνάζω».
Εδώ τελείωσε τη διήγηση του ο αξιωματικός. Καί αφού έζησε σαράντα μέρες ακόμα με τέλεια ασιτία, με θρήνους και οδυρμούς, κοιμήθηκε πάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου