KAZANSKAYIA
Ένα έτος και εννέα μήνες προ της κοιμήσεώς του αξιώθηκε ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ να τον επισκεφθεί η Υπεραγία Θεοτόκος. Αυτό έγινε ενωρίς το πρωί της εορτής του Ευαγγελισμού στις 25 Μαρτίου του 1831. «Δύο ήμερες ενωρίτερα, διηγήθηκε η μοναχή του Ντιβιέγιεβο Ευπραξία, ο πατερούλης πρόσταξε να πάω κοντά του. Όταν έφθασα μου ανακοίνωσε: «Θα δούμε την Μητέρα του Θεού»...
Εγώ έπεσα στο δάπεδο, εκείνος με κάλυψε με τον μανδύα του και διάβασε ορισμένες ευχές. Κατόπιν με σήκωσε και μου είπε: «Λοιπόν, τώρα κρατήσου από μένα και μη φοβάσαι τίποτε». Την στιγμή αυτή ακούσθηκε θόρυβος παρόμοιος με του δάσους, όταν φυσά δυνατός αέρας. Όταν ησύχασε ο θόρυβος, ακούσθηκε ψαλμωδία. Η πόρτα του κελιού άνοιξε μόνη της, το κελί φωτίσθηκε ολόκληρο από ένα φως λαμπρότερο του φωτός της ημέρας και το κελί γέμισε ευωδία που έμοιαζε με αυτή της σμύρνας. Ο πατερούλης ήταν γονατιστός με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Εγώ φοβήθηκα, αλλά εκείνος σηκώθηκε και είπε: «Μη φοβάσαι παιδί μου, εδώ δεν υπάρχει κίνδυνος• ο Θεός μας στέλνει το έλεός Του. Να, η Υπερένδοξη και Άχραντη Δέσποινά μας, η Υπεραγία Θεοτόκος έρχεται προς εμάς!» Μπροστά βάδιζαν δύο άγγελοι κρατώντας, ο ένας στο δεξί και ο άλλος στο αριστερό χέρι, από ένα κλαδάκι με άνθη πού μόλις είχαν ανθίσει. Τα μαλλιά τους ήσαν χρυσόξανθα και έπεφταν στους ώμους τους. Τους ακολουθούσαν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Τα ενδύματα τους ήσαν λευκά και έλαμπαν. Μετά απ’ αυτούς ερχόταν η Θεοτόκος καί ακολουθούσαν δώδεκα παρθένες. Η Βασίλισσα των ουρανών φορούσε ένα μανδύα, όπως φαίνεται στην εικόνα της την λεγομένη «Παναγία η θλιβομένη». Ο μανδύας ήταν υπέρλαμπρος, αλλά τι χρώμα είχε δεν θα μπορούσα να πω. Πάντως ήταν ανεκλάλητα όμορφος, κουμπωμένος κάτω από το λαιμό με μεγάλη στρογγυλή πόρπη, με σιρίτι στολισμένο με υπέροχα σταυρουδάκια• πώς ήσαν δεν ξέρω• θυμούμαι μόνο ότι έλαμπαν με ένα ασυνήθιστο φως. Το ιμάτιο κάτω από το μανδύα είχε πράσινο χρώμα καί επάνω από την μέση ήταν περιζωσμένο με ζώνη. Επάνω από τον μανδύα φορούσε κάτι πού έμοιαζε με επιτραχήλι και στα χέρια είχε επιμάνικα, όλα ήσαν στολισμένα με σταυρουδάκια. Στό ανάστημα φαινόταν υψηλότερη από όλες τις παρθένες. Στό κεφάλι Της φορούσε στέμμα διακοσμημένο με υπέροχα, θαυμαστά σταυρουδάκια• Έλαμπε δε με τέτοιο φως που ήταν αδύνατον να το κοιτάξεις, όπως επίσης ήταν αδύνατον να κοιτάξεις στην πόρπη, στο σιρίτι και στο ίδιο το πρόσωπο της Βασίλισσας των Ουρανών. Τα μαλλιά Της ήσαν λυτά στους ώμους, μακρύτερα και ωραιότερα από των αγγέλων. Οι παρθένες την ακολουθούσαν ανά δύο με στεφάνους καί ενδύματα διαφόρων χρωματισμών. Είχαν διαφορετικό μεταξύ τους ανάστημα, έκφραση και χρώμα μαλλιών, τα οποία έπεφταν επίσης στους ώμους τους. Όλες ήσαν ωραιότατες. Μας περικύκλωσαν. Η Βασίλισσα των Ουρανών ήταν στο κέντρο. Το κελί έγινε ευρύχωρο και η οροφή γέμισε ολόκληρη φλόγες ωσάν από αναμμένα κεριά. Το φως ήταν λαμπρότερο του ηλιακού• ήταν ιδιαιτέρας φύσεως και δεν έμοιαζε με το φως της ημέρας. Εγώ φοβήθηκα και έπεσα κατά γης. Η ουράνια βασίλισσα με πλησίασε και αφού με άγγιξε με το δεξί Της χέρι ευδόκησε να μου πει: «Σήκω παρθένε και μη μας φοβάσαι. Παρθένες σαν και σένα ήλθαν εδώ μαζί μου». Εγώ ούτε κατάλαβα πώς σηκώθηκα. Εκείνη ευαρεστήθηκε να επαναλάβει: «Μη φοβάσαι, εμείς ήλθαμε να σας επισκεφθούμε». Ο π. Σεραφείμ δεν ήταν πια γονατιστός αλλά όρθιος εμπρός στην Υπεραγία Θεοτόκο, Εκείνη μιλούσε μαζί του στοργικότατα, όπως ομιλεί κανείς με πολύ οικείο πρόσωπο. Εγώ έπλεα σε πελάγη χαράς και ερώτησα τον πατέρα Σεραφείμ που είμαστε. Νόμιζα ότι πλέον δεν ζούσα. Έπειτα, όταν τον ερώτησα, ποιους βλέπομε τώρα, η Υπεραγία Θεοτόκος με πρόσταξε να πλησιάσω τις παρθένες και να τις ερωτήσω μόνη. Εκείνες έστεκαν και από τις δύο πλευρές με τη σειρά που είχαν έλθει: Πρώτες ήσαν οι μεγαλομάρτυρες Βαρβάρα και Αικατερίνα, δεύτερες η αγία πρωτομάρτυς Θέκλα καί η μεγαλομάρτυς Μαρίνα, τρίτες η μεγαλομάρτυς βασίλισσα Ειρήνη και η οσία Ευπραξία, τέταρτες οι μεγαλομάρτυρες Πελαγία και Δωροθέα, πέμπτες η οσία Μακρίνα και η μάρτυς Ιουστίνη, έκτες η μεγαλομάρτυς Ιουλιανή καί η μάρτυς Ανυσία. Η κάθε μία μου είπε το όνομά της, τους άθλους του μαρτυρίου ή τους αγώνες της δια Χριστόν ζωής της, ακριβώς όπως έχουν αυτά περιγραφεί στους βίους των Αγίων. Όλες μου έλεγαν: «Δεν μας χάρισε τυχαία ο Θεός αυτή την δόξα, αλλά χάριν του μαρτυρίου και της ταπεινώσεως. Και συ θα μαρτυρήσεις». Η Υπεραγία Θεοτόκος είπε πολλά στον πατέρα Σεραφείμ, τα οποία δεν μπόρεσα ν' ακούσω. Ό,τι άκουσα ήταν το εξής: «Μη εγκαταλείψεις τις παρθένες μου» (του Ντιβιέγιεβο). Αυτός απάντησε: «Ώ, Βασίλισσά μου! εγώ τις συγκεντρώνω, αλλά δεν μπορώ μόνος να τις καθοδηγήσω». Και η Θεοτόκος αποκρίθηκε: «Εγώ αγαπημένε μου, θα σε βοηθώ σε όλα. Όρισέ τους διακόνημα και αν το εκπληρώσουν, τότε θα είναι μαζί σου και πλησίον μου, διαφορετικά δεν θα συναριθμηθούν με τις παρθένες αυτές που βρίσκονται κοντά μου• ούτε τέτοια θέση ούτε τέτοιους στεφάνους θα έχουν. Θα νικηθεί από μένα όποιος τις αδικήσει. Όποιος όμως τις υπηρετήσει χάριν του Κυρίου, θα τον μνημονεύσω ενώπιον του Θεού». Κατόπιν στράφηκε σε μένα καί μου είπε: «Κοίταξε, λοιπόν, αυτές τις παρθένες και τους στεφάνους τους. Αυτές εγκατέλειψαν τις επίγειες απολαύσεις καί τον πλούτο, επειδή πόθησαν την αιώνια καί ουράνια βασιλεία. Αγάπησαν εκουσίως την πτώχεια• αγάπησαν τον Μοναδικό Κύριο, γι' αυτό, καθώς βλέπεις, αξιώθηκαν τόσης δόξης και τιμής. Όπως συνέβαινε παλαιότερα, έτσι συμβαίνει και τώρα. Μόνο που οι τότε μάρτυρες μαρτυρούσαν δημοσία, ενώ οι σημερινές μυστικά, με το μαρτύριο της συνειδήσεως. Και οι μεν καί οι δε όμως θα έχουν την ίδια αμοιβή». Το όραμα ολοκληρώθηκε με τους εξής λόγους της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πατέρα Σεραφείμ: «Σύντομα θα είσαι μαζί μας, αγαπημένε μου». Και τον ευλόγησε. Τον αποχαιρέτισαν και όλοι οι παρόντες άγιοι. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος τον ευλόγησαν, ενώ οι παρθένες του ασπάσθηκαν το χέρι και εκείνος το δικό τους. Σέ μένα είπαν ότι το όραμα μου δόθηκε με τις ευχές του π. Σεραφείμ, του Μάρκου, του Ναζαρίου και του Παχωμίου. Κατόπιν όλα έγιναν άφαντα. Το δράμα κράτησε περισσότερο από μία ώρα. Ο πατερούλης απευθύνθηκε στη συνέχεια σε μένα καί μου είπε: «Να, μητερούλα, τι χάρη έδωσε σε μας τους άθλιους ο Κύριος. Εγώ είχα από τον Θεό δώδεκα οράματα όμοια μ' αυτό εδώ. Ό Κύριος σε αξίωσε και σένα. Είδες τι μεγάλη χαρά ζήσαμε! Έχομε λόγους να πιστεύομε και πρέπει να ελπίζομε στον Κύριο. Να νικάς τον εχθρό σου τον διάβολο και να είσαι καθ' όλα σοφή στον πόλεμο εναντίον του. Ο Κύριος θα σε βοηθήσει σε όλα. Να επικαλείσαι τη βοήθεια του Κυρίου, της Παναγίας Μητέρας Του και των αγίων Του• να μνημονεύεις και εμένα τον ελεεινό. Στήν προσευχή σου να λες: Κύριε, πώς θα πεθάνω; Πώς θα παρουσιασθώ προ του φοβερού βήματός Σου; Τι απολογία θα δώσω για τις πράξεις μου; Βασίλισσα των ουρανών, βοήθει μοι!».
Εγώ έπεσα στο δάπεδο, εκείνος με κάλυψε με τον μανδύα του και διάβασε ορισμένες ευχές. Κατόπιν με σήκωσε και μου είπε: «Λοιπόν, τώρα κρατήσου από μένα και μη φοβάσαι τίποτε». Την στιγμή αυτή ακούσθηκε θόρυβος παρόμοιος με του δάσους, όταν φυσά δυνατός αέρας. Όταν ησύχασε ο θόρυβος, ακούσθηκε ψαλμωδία. Η πόρτα του κελιού άνοιξε μόνη της, το κελί φωτίσθηκε ολόκληρο από ένα φως λαμπρότερο του φωτός της ημέρας και το κελί γέμισε ευωδία που έμοιαζε με αυτή της σμύρνας. Ο πατερούλης ήταν γονατιστός με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Εγώ φοβήθηκα, αλλά εκείνος σηκώθηκε και είπε: «Μη φοβάσαι παιδί μου, εδώ δεν υπάρχει κίνδυνος• ο Θεός μας στέλνει το έλεός Του. Να, η Υπερένδοξη και Άχραντη Δέσποινά μας, η Υπεραγία Θεοτόκος έρχεται προς εμάς!» Μπροστά βάδιζαν δύο άγγελοι κρατώντας, ο ένας στο δεξί και ο άλλος στο αριστερό χέρι, από ένα κλαδάκι με άνθη πού μόλις είχαν ανθίσει. Τα μαλλιά τους ήσαν χρυσόξανθα και έπεφταν στους ώμους τους. Τους ακολουθούσαν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Τα ενδύματα τους ήσαν λευκά και έλαμπαν. Μετά απ’ αυτούς ερχόταν η Θεοτόκος καί ακολουθούσαν δώδεκα παρθένες. Η Βασίλισσα των ουρανών φορούσε ένα μανδύα, όπως φαίνεται στην εικόνα της την λεγομένη «Παναγία η θλιβομένη». Ο μανδύας ήταν υπέρλαμπρος, αλλά τι χρώμα είχε δεν θα μπορούσα να πω. Πάντως ήταν ανεκλάλητα όμορφος, κουμπωμένος κάτω από το λαιμό με μεγάλη στρογγυλή πόρπη, με σιρίτι στολισμένο με υπέροχα σταυρουδάκια• πώς ήσαν δεν ξέρω• θυμούμαι μόνο ότι έλαμπαν με ένα ασυνήθιστο φως. Το ιμάτιο κάτω από το μανδύα είχε πράσινο χρώμα καί επάνω από την μέση ήταν περιζωσμένο με ζώνη. Επάνω από τον μανδύα φορούσε κάτι πού έμοιαζε με επιτραχήλι και στα χέρια είχε επιμάνικα, όλα ήσαν στολισμένα με σταυρουδάκια. Στό ανάστημα φαινόταν υψηλότερη από όλες τις παρθένες. Στό κεφάλι Της φορούσε στέμμα διακοσμημένο με υπέροχα, θαυμαστά σταυρουδάκια• Έλαμπε δε με τέτοιο φως που ήταν αδύνατον να το κοιτάξεις, όπως επίσης ήταν αδύνατον να κοιτάξεις στην πόρπη, στο σιρίτι και στο ίδιο το πρόσωπο της Βασίλισσας των Ουρανών. Τα μαλλιά Της ήσαν λυτά στους ώμους, μακρύτερα και ωραιότερα από των αγγέλων. Οι παρθένες την ακολουθούσαν ανά δύο με στεφάνους καί ενδύματα διαφόρων χρωματισμών. Είχαν διαφορετικό μεταξύ τους ανάστημα, έκφραση και χρώμα μαλλιών, τα οποία έπεφταν επίσης στους ώμους τους. Όλες ήσαν ωραιότατες. Μας περικύκλωσαν. Η Βασίλισσα των Ουρανών ήταν στο κέντρο. Το κελί έγινε ευρύχωρο και η οροφή γέμισε ολόκληρη φλόγες ωσάν από αναμμένα κεριά. Το φως ήταν λαμπρότερο του ηλιακού• ήταν ιδιαιτέρας φύσεως και δεν έμοιαζε με το φως της ημέρας. Εγώ φοβήθηκα και έπεσα κατά γης. Η ουράνια βασίλισσα με πλησίασε και αφού με άγγιξε με το δεξί Της χέρι ευδόκησε να μου πει: «Σήκω παρθένε και μη μας φοβάσαι. Παρθένες σαν και σένα ήλθαν εδώ μαζί μου». Εγώ ούτε κατάλαβα πώς σηκώθηκα. Εκείνη ευαρεστήθηκε να επαναλάβει: «Μη φοβάσαι, εμείς ήλθαμε να σας επισκεφθούμε». Ο π. Σεραφείμ δεν ήταν πια γονατιστός αλλά όρθιος εμπρός στην Υπεραγία Θεοτόκο, Εκείνη μιλούσε μαζί του στοργικότατα, όπως ομιλεί κανείς με πολύ οικείο πρόσωπο. Εγώ έπλεα σε πελάγη χαράς και ερώτησα τον πατέρα Σεραφείμ που είμαστε. Νόμιζα ότι πλέον δεν ζούσα. Έπειτα, όταν τον ερώτησα, ποιους βλέπομε τώρα, η Υπεραγία Θεοτόκος με πρόσταξε να πλησιάσω τις παρθένες και να τις ερωτήσω μόνη. Εκείνες έστεκαν και από τις δύο πλευρές με τη σειρά που είχαν έλθει: Πρώτες ήσαν οι μεγαλομάρτυρες Βαρβάρα και Αικατερίνα, δεύτερες η αγία πρωτομάρτυς Θέκλα καί η μεγαλομάρτυς Μαρίνα, τρίτες η μεγαλομάρτυς βασίλισσα Ειρήνη και η οσία Ευπραξία, τέταρτες οι μεγαλομάρτυρες Πελαγία και Δωροθέα, πέμπτες η οσία Μακρίνα και η μάρτυς Ιουστίνη, έκτες η μεγαλομάρτυς Ιουλιανή καί η μάρτυς Ανυσία. Η κάθε μία μου είπε το όνομά της, τους άθλους του μαρτυρίου ή τους αγώνες της δια Χριστόν ζωής της, ακριβώς όπως έχουν αυτά περιγραφεί στους βίους των Αγίων. Όλες μου έλεγαν: «Δεν μας χάρισε τυχαία ο Θεός αυτή την δόξα, αλλά χάριν του μαρτυρίου και της ταπεινώσεως. Και συ θα μαρτυρήσεις». Η Υπεραγία Θεοτόκος είπε πολλά στον πατέρα Σεραφείμ, τα οποία δεν μπόρεσα ν' ακούσω. Ό,τι άκουσα ήταν το εξής: «Μη εγκαταλείψεις τις παρθένες μου» (του Ντιβιέγιεβο). Αυτός απάντησε: «Ώ, Βασίλισσά μου! εγώ τις συγκεντρώνω, αλλά δεν μπορώ μόνος να τις καθοδηγήσω». Και η Θεοτόκος αποκρίθηκε: «Εγώ αγαπημένε μου, θα σε βοηθώ σε όλα. Όρισέ τους διακόνημα και αν το εκπληρώσουν, τότε θα είναι μαζί σου και πλησίον μου, διαφορετικά δεν θα συναριθμηθούν με τις παρθένες αυτές που βρίσκονται κοντά μου• ούτε τέτοια θέση ούτε τέτοιους στεφάνους θα έχουν. Θα νικηθεί από μένα όποιος τις αδικήσει. Όποιος όμως τις υπηρετήσει χάριν του Κυρίου, θα τον μνημονεύσω ενώπιον του Θεού». Κατόπιν στράφηκε σε μένα καί μου είπε: «Κοίταξε, λοιπόν, αυτές τις παρθένες και τους στεφάνους τους. Αυτές εγκατέλειψαν τις επίγειες απολαύσεις καί τον πλούτο, επειδή πόθησαν την αιώνια καί ουράνια βασιλεία. Αγάπησαν εκουσίως την πτώχεια• αγάπησαν τον Μοναδικό Κύριο, γι' αυτό, καθώς βλέπεις, αξιώθηκαν τόσης δόξης και τιμής. Όπως συνέβαινε παλαιότερα, έτσι συμβαίνει και τώρα. Μόνο που οι τότε μάρτυρες μαρτυρούσαν δημοσία, ενώ οι σημερινές μυστικά, με το μαρτύριο της συνειδήσεως. Και οι μεν καί οι δε όμως θα έχουν την ίδια αμοιβή». Το όραμα ολοκληρώθηκε με τους εξής λόγους της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πατέρα Σεραφείμ: «Σύντομα θα είσαι μαζί μας, αγαπημένε μου». Και τον ευλόγησε. Τον αποχαιρέτισαν και όλοι οι παρόντες άγιοι. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος τον ευλόγησαν, ενώ οι παρθένες του ασπάσθηκαν το χέρι και εκείνος το δικό τους. Σέ μένα είπαν ότι το όραμα μου δόθηκε με τις ευχές του π. Σεραφείμ, του Μάρκου, του Ναζαρίου και του Παχωμίου. Κατόπιν όλα έγιναν άφαντα. Το δράμα κράτησε περισσότερο από μία ώρα. Ο πατερούλης απευθύνθηκε στη συνέχεια σε μένα καί μου είπε: «Να, μητερούλα, τι χάρη έδωσε σε μας τους άθλιους ο Κύριος. Εγώ είχα από τον Θεό δώδεκα οράματα όμοια μ' αυτό εδώ. Ό Κύριος σε αξίωσε και σένα. Είδες τι μεγάλη χαρά ζήσαμε! Έχομε λόγους να πιστεύομε και πρέπει να ελπίζομε στον Κύριο. Να νικάς τον εχθρό σου τον διάβολο και να είσαι καθ' όλα σοφή στον πόλεμο εναντίον του. Ο Κύριος θα σε βοηθήσει σε όλα. Να επικαλείσαι τη βοήθεια του Κυρίου, της Παναγίας Μητέρας Του και των αγίων Του• να μνημονεύεις και εμένα τον ελεεινό. Στήν προσευχή σου να λες: Κύριε, πώς θα πεθάνω; Πώς θα παρουσιασθώ προ του φοβερού βήματός Σου; Τι απολογία θα δώσω για τις πράξεις μου; Βασίλισσα των ουρανών, βοήθει μοι!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου