15 έτη από την κοίμησή του.
1. «…Γνώρισα εκ πείρας ότι σ’ αυτή τη ζωή οι άνθρωποι είναι χωρισμένοι σε δυό κατηγορίες. Τρίτη δεν υπάρχει, ή στη μια θα είναι ή στην άλλη. Η μια, λοιπόν, κατηγορία των ανθρώπων μοιάζει με τη μύγα. Η μύγα έχει την εξής ιδιότητα: να πηγαίνει πάντα και να κάθεται σε ότι βρώμικο υπάρχει. Για παράδειγμα, αν ένα περιβόλι είναι γεμάτο λουλούδια, που ευωδιάζουν, και σε μια άκρη του περιβολιού κάποιο ζώο έχει κάνει μια ακαθαρσία, τότε μια μύγα, πετώντας μέσα σ’ αυτό το πανέμορφο περιβόλι, θα πετάξει πάνω απ’ όλα τα άνθη και σε κανένα δεν θα καθίσει. Μόνο όταν δει την ακαθαρσία, τότε αμέσως θα κατέβει και θα καθίσει πάνω σ’ αυτήν και θα αρχίσει να την ανασκαλεύει, αναπαυόμενη στη δυσωδία που προκαλείται από το ανακάτεμα αυτό, και δε θα ξεκολλά από εκεί.
Αν τώρα έπιανες μια μύγα, και αυτή μπορούσε να μιλήσει και τη ρωτούσες να σου πει μήπως ξέρει αν πουθενά υπάρχουν τριαντάφυλλα, τότε εκείνη θα απαντούσε πως δε γνωρίζει καν τι είναι αυτά. «Εγώ, θα σου πει, ξέρω που υπάρχουν σκουπίδια, τουαλέτες, ακαθαρσίες ζώου, μαγειρεία, βρωμιές». Η μία λοιπόν κατηγορία των ανθρώπων μοιάζει με τη μύγα. Είναι η κατηγορία των ανθρώπων που έχει μάθει πάντα να σκέφτεται και να ψάχνει να βρει ότι κακό υπάρχει, αγνοώντας και μη θέλοντας ποτέ να σταθεί στο καλό.
Η άλλη κατηγορία των ανθρώπων μοιάζει με τη μέλισσα. Η ιδιότητα της μέλισσας είναι να βρίσκει και να κάθεται σε ότι καλό και γλυκό υπάρχει. Ας πούμε για παράδειγμα, πως σε μια αίθουσα, που είναι γεμάτη ακαθαρσίες έχει κάποιος τοποθετήσει σε μια γωνιά ένα λουκούμι. Αν φέρουμε εκεί μια μέλισσα, εκείνη θα πετάξει και δεν θα καθίσει πουθενά έως ότου βρεί το λουκούμι και μόνον εκεί θα σταθεί.
Αν πιάσεις τώρα τη μέλισσα και τη ρωτήσεις που υπάρχουν σκουπίδια, αυτή θα σου πει ότι δεν γνωρίζει. θα σου πει «εκεί υπάρχουν γαρδένιες, εκεί τριανταφυλλιές, εκεί θυμάρι, εκεί μέλι, εκεί ζάχαρη, εκεί λουκούμια» και γενικά θα είναι γνώστης όλων των καλών και θα έχει παντελή άγνοια όλων των κακών. Αυτή είναι η δεύτερη ομάδα, των ανθρώπων εκείνων που έχουν καλούς λογισμούς και σκέπτονται και βλέπουν τα καλά.
Όταν σε ένα δρόμο βρεθούν να περπατούν δύο άνθρωποι, οι οποίοι ανήκουν στις δύο αυτές κατηγορίες, τότε φτάνοντας στο σημείο εκείνο όπου ένας τρίτος έκανε την «ανάγκη» του, ο άνθρωπος της πρώτης κατηγορίας, θα πάρει ένα ξύλο και θ’ αρχίσει να σκαλίζει τις ακαθαρσίες.
Όταν όμως περάσει ο άλλος, της δεύτερης κατηγορίας, που μοιάζει με την μέλισσα, προσπαθεί να βρεί τρόπο να τις σκεπάσει με χώμα και με καμιά πλάκα, για να μην αισθανθούν και οι άλλοι περαστικοί τη δυσωδία αυτή, που προέρχεται από τις βρωμιές…».
2. Ο Γέροντας θέλοντας να μας δείξει το πώς ο Θεός προνοεί και κρίνει για τα πλάσματά του, ενώ εμείς πολλές φορές αγανακτούμε και δεν καταλαβαίνουμε τις ενέργειές Του, μας διηγήθηκες ιστορίες όπως αυτή: « Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία που υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται. Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε:
- Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου. Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ’ ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού. Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.
Ο γέροντας, όταν τ’ άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ’ ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος. Εκεί κοντά ήταν μια βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά. Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιεί νερό και να ξεκουραστεί. Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε. Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα. Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν’ αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά. Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ’ απ’ τα χωράφια. Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει. Την ώρα που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμησε επάνω του. Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε. Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα κι έφυγε λυπημένος.
Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα απ’ την κουφάλα και θαύμαζε. Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο, έλεγε:
- Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισέ μου, Σε παρακαλώ, πως υπομένει η αγαθότητά Σου τέτοια αδικία. Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!
Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο Άγγελος Κυρίου και του είπε:
- Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού. Αλλά απ’ αυτά που συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατ’ οικονομία. Άκουσε λοιπόν: Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του τα δώσει για πενήντα φλουριά. Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι’ αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά. Εκείνος πάλι ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο. Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα. Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο που έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!». Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή που εκδήλωσε τη μετάνοιά του. Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών Του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο. Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο –όπως του το είχε ζητήσει- και τον πήρε κοντά Του, χαρίζοντάς του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι’ αυτό του το φιλότιμο! Ο άλλος τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του. Τον άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου, για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια. Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!
Λοιπόν, που, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος Θεός. Γι’ αυτό, στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες. Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται σον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας: «Δίκαιος ει, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου» (Ψαλμ. ριη΄ 137)».
Βιβλιογραφία: «Ο Γέρων Παΐσιος», Ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου