Ο Αββάς Αγάθων που πήγαινε στην πόλη να δώσει το εργόχειρό του και να προμηθευθεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά ένα πτωχό γέρο ανάπηρο.
- Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσεις κι’ εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
- Πόσα λεπτά πήρες Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
- Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
- Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάγω.
- Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε κάθε καλάθι που πουλούσε εξόδευε τα χρήματα, χάρη του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος, χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάσθηκε να φύγει από την αγορά.
- Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
- Ναι τελείωσα πια τη δουλειά μου.
- Αϊ τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι κι’ από κει φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και με δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασε στο σταυροδρόμι κι’ ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκιά φωνή να του λέγει:
- Ευλογημένος να είσαι Αγάθων, από τον Θεό και στη γή και στον Ουρανό!
Εσήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δεί εκείνον που του ομιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από τον Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
Από το Γεροντικό- Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσεις κι’ εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
- Πόσα λεπτά πήρες Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
- Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
- Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάγω.
- Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε κάθε καλάθι που πουλούσε εξόδευε τα χρήματα, χάρη του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος, χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάσθηκε να φύγει από την αγορά.
- Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
- Ναι τελείωσα πια τη δουλειά μου.
- Αϊ τώρα θα κάνεις αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι κι’ από κει φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο αγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και με δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασε στο σταυροδρόμι κι’ ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκιά φωνή να του λέγει:
- Ευλογημένος να είσαι Αγάθων, από τον Θεό και στη γή και στον Ουρανό!
Εσήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δεί εκείνον που του ομιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από τον Θεό να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου