Κατά τον καιρό του βασιλέως Αναστασίου (491—518μ.Χ.), έγινε στάση στις Εκκλησίες μεταξύ των Αρχιερέων, μερικοί εκ των οποίων ήταν στην αίρεση των μονοφυσιτών Διοσκόρου καί Σεβήρου, καθώς επίσης καί ο βασιλεύς, ο οποίος ανεβίβαζε στους αρχιερατικούς θρόνους τους αναθεματίζοντες την εν Χαλκηδόνι Σύνοδο, τους δε Ορθοδόξους εξόριζε, καθώς αδίκως εξόρισε και τον μακάριο Ηλία τον της Παλαιστίνης Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος παρεκάλεσε τον μέγα Σάββα καί άλλους μερικούς ενάρετους Πατέρες να μεταβούν στον βασιλέα, να τον παρακαλέσουν να ειρηνεύσει τα σκάνδαλα...
Έγραψε δε και επιστολή ο Πατριάρχης λέγοντας: «Βασιλεύ πολυχρονεμένε, ιδού στέλλω πρέσβεις καί μεσίτες προς το κράτος σου τους οικιστάς της ερήμου και εξόχως τον μέγα Σάββα, των Ασκητών το κεφάλαιο. Λοιπόν ευλαβήσου τον κόπο των καί τους θείους ιδρώτες των καί παύσον τον πόλεμο των Εκκλησιών μη αφήνεις να προχωρεί το κακό, φιλόχριστε, εάν θέλεις να ευαρεστήσεις τον Κύριο, όστις σου χάρισε την βασιλεία καί το διάδημα».
Όταν λοιπόν έφθασαν στην βασιλεύουσα οι Όσιοι, οικονόμησε ο Πανάγαθος, ο οποίος δοξάζει τους Αυτόν αντιδοξάζοντες, και είδε ο βασιλεύς μια οπτασία για τον Άγιο, και από τότε πολλά τον ετίμησε. Όταν εισήλθαν οι Πατέρες στο παλάτι, τους μεν άλλους άφησαν οι φυλακές καί εισήλθαν, τον δε Σάββα, όταν τον είδαν ενδεδυμένο με ευτελή καί πτωχικά ιμάτια, δεν τον αφήκαν και γι’ αυτό στεκόταν έξω. Ήταν δε τότε εβδομήντα τριών ετών. Διαβάζοντας δε την επιστολή ο βασιλεύς, ρώτησε ποιος ήταν ο Σάββας, καί μαθαίνοντας ότι έμεινε έξω, έστειλε δορυφόρους να τον βρουν. Όταν εισήλθε ο Άγιος στο Ανάκτορο, είδε ο βασιλεύς Άγγελο αστραπόμορφο με λαμπρή στολή, ο οποίος προπορευόταν του Αγίου καί του έκαμνε τόπο να περιπατεί ανεμποδίστως. Αυτά είδε ο βασιλεύς, όχι για την αρετή του, επειδή ως αιρετικός δεν ήταν άξιος να δει τέτοια θαυμάσια, αλλά για να γνωρίσει, ότι ο Σάββας ήταν Άγιος άνθρωπος και ευθύς σηκώθηκε από του θρόνου καί του έκαμε μεγάλη τιμή. Αφού εκάθησαν όλοι οι Όσιοι, τους ρώτησε ο βασιλεύς να πει ο καθένας τι χάρισμα ήθελε από αυτόν, αυτοί δε άφησαν την καινή της Εκκλησίας υπόθεση καί ζήτησαν σωματικές δωρεές καί χαρίσματα. Ο βασιλεύς ικανοποίησε τα αιτήματα όλων αυτών, θαύμασε δε για τον Σάββα, πως δεν ομίλησε καί είπε προς αυτόν' «Σύ, Πάτερ τίμιε, πώς έλαβες τοσούτον κόπο, να έλθεις έως ημάς καί δεν μας ζήτησες τίποτε;». Ο δε απεκρίθηκε' «Εγώ, κράτιστε βασιλεύ, πρώτον μεν ήλθα να προσκυνήσω την σήν ευσέβεια, πριν αποθάνω, έπειτα να σε παρακαλέσω δια την Αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ καί τον Αρχιεπίσκοπο αυτής, να μη έχεις κατ’ αυτού καμμία δυσαρέσκεια και το σπουδαιότερο, να ειρηνεύσεις τις Εκκλησίες. Όταν αυτά ποιήσεις, τότε θέλεις έχει τον Θεό φίλο και θέλει σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, δίδοντας εις σε καί τα κατά των εχθρών νικητήρια».
Θαυμάσας ο βασιλεύς για την ελευθερία του Σάββα καί διότι δεν ζήτησε πρόσκαιρα καί χαμαίζηλα πράγματα, αλλά την ειρήνευση της Εκκλησίας, τους μεν άλλους απέλυσε, σ’ εκείνον χάρισε χίλια φλωριά, να τα εξοδεύσει στα Μοναστήρια του, του έδωκε δε καί εξουσία, για να εισέρχεται ακωλύτως στο παλάτι, οπόταν θέλει. Περί του Πατριάρχου Ηλία όμως ομίλησε λόγους κατηγορητικούς και ήταν σφόδρα θυμωμένος κατ' αυτού, αλλ' ο μακάριος Σάββας με πολλή γνώση καί παρρησία επέτυχε να καταπραΰνει τον θυμό αυτού καί τον έπεισε να αναθεωρήσει την άδικη απόφασή του, περί ισοβίου εξορίας του και του επέτρεψε να παραμείνει καί πάλι στον θρόνο του δια την αγάπη του Σάββα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου