Στον τάφο του Αγίου Νικολάου -στα Μύρα της Λυκίας περί του έτους 650μ.Χ.- συνέρεαν προσκυνητές από κάθε σημείο της γης καί έπαιρναν πλούσια τη χάρη από το μύρο πού ανέβλυζε. Κάποτε, λοιπόν, κάποιους χριστιανούς, πού κατοικούσαν σε περιοχή μακριά από τη Λυκία καί χρειάζονταν πολλές ημέρες, για να φτάσουν εκεί, τους κατέλαβε θερμός πόθος να μεταβούν στον τάφο του Αγίου, καί για να αντλήσουν μύρο καί για να απολαύσουν τη χάρη του αγιάσματος. Προς πραγματοποίηση του ιερού πόθου τους έβαλαν στο πλοίο τα απαραίτητα τρόφιμα καί επρόκειτο πλέον να αποπλεύσουν με προορισμό τη Λυκία...
Τότε ακριβώς ένα πονηρό δαιμόνιο, πού παλαιότερα κατοικούσε στο βωμό της Αρτέμιδας καί το είχε απομακρύνει από εκεί μαζί με τα άλλα ο σπουδαίος Νικόλαος γκρεμίζοντας το βωμό, έμαθε ποιος ήταν ο σκοπός του θαλασσινού αυτού ταξιδιού. Το δαιμόνιο, λοιπόν, κρατώντας κακία για τον Άγιο, επειδή καί το ναό της θεάς κατέστρεψε καί το ίδιο το είχε εκδιώξει από εκεί, φρόντιζε με όλη του τη δύναμη να αντιταχθεί στην πραγματοποίηση του ταξιδιού αυτού. Γι’ αυτό καί ήθελε να στερήσει τους πιστούς άνδρες από τον αγιασμό καί, ακόμη, να τους εξασθενίσει κατά κάποιο τρόπο τον ιερό πόθο.
Έτσι έβαλε μπροστά το δόλιο σχέδιό του. Εμφανίστηκε με μορφή γυναίκας, πού κρατούσε ένα δοχείο γεμάτο λάδι καί τους παρακαλούσε να το μεταφέρουν στον τάφο του Αγίου, επειδή η «ίδια» φοβόταν να αποτολμήσει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι από τη θάλασσα καί το γεγονός αυτό «την» εμπόδιζε να πραγματοποιήσει την επιθυμία «της» να επισκεφτεί τον τάφο καί να προσφέρει το δώρο «της». Ισχυριζόταν μάλιστα ότι δεν είναι δυνατόν σε γυναίκα να αποτολμάει ταξίδι σε τόσο μεγάλο πέλαγος. «Σας παρακαλώ, λοιπόν, τους έλεγε, πάρτε το δοχείο να το μεταφέρετε στον τάφο καί να βάλετε το λάδι στο καντήλι του Αγίου». Τέτοια έλεγε εκείνο το βδελυρό δαιμόνιο καί παρακαλούσε τους ευσεβείς αυτούς ανθρώπους για τη μεταφορά του δοχείου στον τάφο του Αγίου. Αυτό, επομένως, ήταν μια δόλια ενέργεια καί άξια εξολοκλήρου του διαβόλου πού την είχε μηχανευτεί.
Ύστερα, λοιπόν, από πολλά παρακάλια τους έπεισε καί πήραν μαζί τους το δοχείο με το λάδι. Όταν τελείωσε η πρώτη ημέρα του πλου —δικό σου βεβαίως είναι καί το έργο αυτό, μέγιστε του Θεού θεράποντα καί δεξιέ προστάτη εκείνων πού κινδυνεύουν— , εμφανίστηκε τη νύχτα ο Άγιος σ' έναν από τους συμπλέοντες καί του έδωσε την εντολή να πετάξουν το δοχείο στη θάλασσα μακριά από το πλοίο. Εκείνος ανακοίνωσε το όραμα καί την εντολή καί στους άλλους. Έτσι σηκώθηκαν αμέσως πρωί πρωί καί εκτέλεσαν την εντολή. Τότε διαπιστώθηκε το δόλιο σχέδιο πού ο διάβολος είχε ετοιμάσει. Πραγματικά, μόλις το δοχείο έπεσε στη θάλασσα, σηκώθηκε αμέσως φλόγα ψηλά στον αέρα καί έβγαιναν δυσώδεις οσμές. Το νερό, εξαιτίας της εκρήξεως αυτής του δοχείου, διαχωρίστηκε καί κόχλαζε από βαθιά καί έβγαζε κρότους βρασμού' οι σταγόνες είχαν μεταβληθεί σε σπίθες φωτιάς, το πλοίο, αφού βρέθηκε σε τόσο μεγάλη θαλασσοταραχή, λίγο χρόνο είχε πλέον καί θα βυθιζόταν.
Οι προσκυνητές, καταφοβισμένοι από το παράλογο του κινδύνου αυτού, έχασαν κάθε ελπίδα σωτηρίας, κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με εξαγριωμένο το βλέμμα καί βρίσκονταν σε παντελή αμηχανία. Ο άγιος Νικόλαος όμως, πού από μακριά φρόντιζε για τη σωτηρία τους καί έδωσε την εντολή να πετάξουν το δοχείο στη θάλασσα μακριά από το πλοίο, εμφανίστηκε καί εδώ καί με τρόπο θαυμαστό τους διέσωσε από το φοβερότατο κίνδυνο. Όντως, καί το πλοίο μετακινήθηκε, θαυματουργικά, λίγο πιο πέρα από την κόλαση αυτή της φωτιάς και της θαλασσοταραχής, καί οι άνθρωποι απαλλάχτηκαν από το φόβο. Αεράκι απαλό καί ευωδιαστό έπνευσε σ' αυτούς καί η ψυχική τους διάθεση έγινε πολύ χαρούμενη.
Πηγή: «Η ζωή και τα θαύματα του Αγίου Νικολάου» Συμεών του Μεταφραστού – Επιμέλεια Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου – Εκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου