12 και 13 Απριλίου 1204. Να τι διαδραματίσθηκε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Τέταρτης Σταυροφορίας:.... άρχισε η χωρίς οίκτο λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν εσφάζοντο επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο. Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, (αφού προηγουμένως το έκαναν κομμάτια), μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε άσεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. [Π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β΄ Μακεδόνα πετάχθηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Ευρωπαίοι μια φλογέρα –ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά»].
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης: τόσο της κλασσικής αρχαιότητας [π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ήρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσάς μας] όσο και της βυζαντινής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλιωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Μόνο οι Βενετοί μπόρεσαν να σώσουν ορισμένα από αυτά, όπως τα περίφημα τέσσερα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου που τα μετέφεραν στη Βενετία και τα τοποθέτησαν στο ναό του Αγίου Μάρκου. Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το βυζαντινό πολιτισμό του οποίου ήταν θαυμαστές και αντιγραφείς, αλλά και λόγω των γνωριμιών τους με τους Έλληνες ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων. Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι. Τα αγάλματα θεών και ηρώων της αρχαιότητας, που οι Βυζαντινοί τα σεβάστηκαν για τόσους αιώνες, που δεν τα κατέστρεψαν (όπως ψευδώς λένε μερικοί), αλλά τα είχαν για να στολίζουν την πόλη τους, καταστράφηκαν σε μια στιγμή από τους βαρβάρους Σταυροφόρους!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Δυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν επίσης παρών στην Άλωση της Πόλης:
"Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..) Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους. (...)"
Αυτή ήταν η απαρχή της Φραγκοκρατίας, και κάνει σαφέστατη την απάντηση στο ερώτημα μερικών: γιατί αντιπαθούσαν τόσο πολύ οι Έλληνες του 1453 τους Λατίνους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου