Πριν από πολλά χρόνια, στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, σ’ αυτή την Ελληνική αλλά σκλαβωμένη στους τούρκους πολιτεία, συνέβη ένα μεγάλο και θαυμαστό γεγονός που απεδείχθη ως πραγματική ευλογία του Θεού για ολόκληρη την Χριστιανοσύνη.
«Ημέρα λαμπροφόρος πάσιν εξέλαμψε…» στις 28 Ιουνίου του 1852 στις Κυδωνίες, όταν αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο, η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, όπως ονομάστηκε, εξαιτίας του πλήθους των θαυμάτων τα οποία η Θεοτόκος πραγματοποίησε, για να ενδυναμωθεί η πίστη των Χριστιανών και να διαλυθούν οι αμφιβολίες των άθεων και αδιάφορων ανθρώπων στους δύσκολους καιρούς της τουρκοκρατίας...
Σαν αστραπή μεταδόθηκε εκείνη την ημέρα το χαρμόσυνο μήνυμα από στόμα σε στόμα σε όλη την πολιτεία. Η εικόνα της Παναγίας είχε βρεθεί. Ευλογία μεγάλη για όλη την πολιτεία είχε φέρει το θεϊκό αυτό σημείο. Ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Οι καμπάνες στις Εκκλησίες χτυπούσαν γιορτινά. Οι δύσπιστοι απορούσαν και έτρεχαν να ιδούν από κοντά με τα μάτια τους, το αναπάντεχο θαύμα. Παράμερα στα ανασκαμμένα αναχώματα, μια απλοϊκή, φτωχή κοπέλα, η Ευαγγελινή, γονατιστή με σκυμμένο το πρόσωπο, προσπαθούσε να κρύψει τα αναφιλητά και τα δάκρυά της. Συγκινημένη καθώς την παρηγορούσαν οι Αϊβαλιώτισσες γυναίκες, ένιωθε ανακούφιση και δικαίωση, καθώς είδε τους εργάτες να βρίσκουν επιτέλους και να βγάζουν από τη γη, μετά από κουραστική εργασία την Αγία Εικόνα με την πανσεβάσμια μορφή της Παναγίας.
Αρκετό καιρό πριν, η Ευαγγελινή, ζούσε με αγωνία την όλη υπόθεση. Από την πρώτη στιγμή που άρχισε να ενυπνιάζεται επανειλημμένα την Παναγία και να της υποδεικνύει κάποιο σημείο στη γη του Αϊβαλιού, όπου υπήρχε κρυμμένη η εικόνα Της, η κοπέλα με δισταγμό είχε εμπιστευθεί τη θεία αυτή αποκάλυψη σε ανθρώπους που πίστευε ότι θα την βοηθούσαν. Όμως οι ειρωνείες, ακόμα και οι απειλές τους, δεν την πτόησαν. Παρακίνησε κάποιους πιο έμπιστους Αϊβαλιώτες να ανασκάψουν στο μέρος εκείνο, σ’ έναν κήπο που καθώς λένε τον ονόμαζαν «περιβόλι του Σαλιόκολα» και ήταν κοντά στη γνωστή ενορία της Κάτω Παναγιάς, της Ζωοδόχου Πηγής, σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων από την παραλία, τον «Καντηλί γιαλό». Όσο οι εργάτες έσκαβαν και δεν έβρισκαν τίποτα, η αγωνία κορυφωνόταν καθώς και οι επικρίσεις και οι αντιδράσεις. Ώσπου ήρθε η ευλογημένη στιγμή που με τις προσευχές ενός ευλαβέστατου παπά της Αγίας Τριάδας, του παπα-Χαράλαμπου, βρέθηκε η εικόνα! Ο κασμάς κάποιου εργάτη, ονόματι «Γιουργή», χτύπησε σε σταθερό σημείο. Ήταν μια εικόνα μικρών διαστάσεων. Μάλιστα, το τελευταίο χτύπημα άφησε ένα σημάδι πάνω στο πρόσωπο της Παναγίας. Μαζί βρέθηκε και το αγίασμα που εξέβλυσε στο σημείο αυτό. Οι παρευρισκόμενοι χαιρόντουσαν για την εύρεση της εικόνας. Η χαρά ήταν έκδηλη σε όλους. Το Αϊβαλί είχε την ημέρα εκείνη Ανάσταση. Οι άνθρωποι πανηγύριζαν σα να είχαν απελευθερωθεί.
Μέσα σ’ αυτό το γιορτινό κλίμα, λίγο πιο πέρα από το σημείο που βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης, στο ισόγειο ενός φτωχικού σπιτιού των Κυδωνιών, είχε φθάσει και εκεί η χαρμόσυνη είδηση. Όμως οι άνθρωποι εκεί ζούσαν τη δική τους αγωνία, που γρήγορα μετατράπηκε σε μεγάλη χαρά, αφού την ίδια στιγμή που οι κουρασμένοι εργάτες εύρισκαν την εικόνα και ο παπα-Χαράλαμπος την ανέδυε με ευλάβεια και συντριβή από τη γη, στο σπίτι εκείνο μια εγκυμονούσα γυναίκα, εξαντλημένη από τους πόνους της γέννας, ελευθερωνόταν και έφερνε στον κόσμο ένα χαριτωμένο κορίτσι, κάνοντας ευτυχισμένους όλους όσους βρίσκονταν γύρω της. Όλοι έβλεπαν ότι η γέννηση του παιδιού ήταν καλό σημάδι, αφού ήρθε σε μια στιγμή που οι Αϊβαλιώτες δακρυσμένοι προσκυνούσαν τη θαυματουργό εικόνα που είχε βρεθεί. Κάποιοι, πιο πνευματικοί άνθρωποι, σκέφτηκαν μήπως δεν ήταν τυχαία η ταυτόχρονη εύρεση της εικόνας και η γέννηση του παιδιού, που ίσως να είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία. Ύστερα από λίγο καιρό το κορίτσι βαφτίστηκε. Ονομάστηκε Αναστασία, παίρνοντας το όνομα της Αναστάσεως που είχαν την ημέρα της γεννήσεως της οι Κυδωνίες. Απόμεινε το πλήρωμα του χρόνου και τα γεγονότα που θα επισφράγιζε η θεία οικονομία.
Μετά την ανεύρεση της εικόνας, πλήθος θαυμάτων επακολούθησαν. Για αρκετά χρόνια, άνθρωποι πονεμένοι, άρρωστοι, ακόμα και μουσουλμάνοι, προσερχόντουσαν από κάθε γνωστό μέρος στο αγίασμα της Παναγίας Φανερωμένης. Άνθρωποι δαιμονισμένοι, σεληνιαζόμενοι, πάσχοντες από διάφορες ασθένειες, τυφλοί, κωφοί, παράλυτοι, άλαλοι, αφού προσκυνούσαν, νήστευαν και παρέμεναν για λίγες ημέρες στο αγίασμα, έβρισκαν τη γιατρειά τους με θαυμαστό τρόπο. Πολλές φορές η εικόνα μεταφερόταν στα σπίτια και στα χωράφια, όπου τελούσαν αγιασμούς, παρακλήσεις ή διάβαζαν ασθενείς. Εύνοια μεγάλη για τους Αϊβαλιώτες, που έβλεπαν να γίνονται θαύματα στον τόπο τους και κόσμος πολύς να επισκέπτεται και να προσκυνάει την εικόνα της Παναγίας. Όλοι ήθελαν να αντλήσουν λίγο νερό από το αβαθές πηγάδι του αγιάσματος και να πάρουν λίγο χώμα από το σημείο που είχαν βρει την εικόνα. Η εικόνα φυλασσόταν στον ενοριακό ναό του Ιερού Νοσοκομείου, τον Άγιο Χαράλαμπο. Η Παναγία η Φανερωμένη έγινε από τότε η προστάτιδα και «Η Βασίλισσα» της πόλεως των Κυδωνιών» μέχρι που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου!
Το έτος 1922, η πόλη των Κυδωνιών έπρεπε να εκκενωθεί. Οι τούρκοι είχαν κηρύξει ανελέητο διωγμό κατά των Ελλήνων Χριστιανών. Συγκινητική φιγούρα μεταξύ των διωκομένων, η κυρά Αναστασία Μπακλά. Ήταν εκείνη η κοπελίτσα που γεννήθηκε την ίδια ημέρα που βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας και όταν ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε τον πρωτοψάλτη της Ζωοδόχου Πηγής, τον Δημήτριο Μπακλά. Απέκτησαν 7 παιδιά, εκ των οποίων 4 παλικάρια, όλοι ψαλτάδες. Τώρα γριούλα πλέον, βλέποντας το κακό και τη συμφορά που ερχόταν, κατάλαβε ότι έπρεπε να εγκαταλείψει και εκείνη το Αϊβαλί, την πολιτεία την αγαπημένη όπου είχε ζήσει όλη της τη ζωή. Ως τελευταία επιθυμία της, σ’ αυτό τον τόπο, στη γη την Αιολική, που ποτίζεται για μια ακόμη φορά με το αίμα του Ελληνισμού της Μικρασίας, αποφασίζει και βγαίνει μόνη της από το σπιτικό της. Τα βήματά της την οδηγούν στο ναό του Αγίου Χαράλαμπου, όπου φυλασσόταν η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης η θαυματουργή, που βρέθηκε στις Κυδωνίες, την ίδια ημέρα που γεννήθηκε και από τότε ήταν δίπλα της, έχοντας ζήσει τα θαύματα και τις ευεργεσίες που είχε κάνει σε πολλούς ανθρώπους. Η κυρά Αναστασία, γονατίζει και δέεται όπως είχε μάθει να κάνει από μικρή, με δάκρυα στα μάτια. Παρακαλεί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Κάνοντας μετάνοιες σταυροκοπιέται και ικετεύει για τα δεινά που προμηνύονται. Γνωρίζει ότι οι Χριστιανοί έχουν μεγάλη ανάγκη την παρουσία της Παναγίας. Αποφασίζει και βγάζει με προσοχή από το εικονοστάσι τη θαυματουργή εικόνα, την αγκαλιάζει δακρυσμένη και την παίρνει μαζί της για να μην πέσει στα χέρια των τούρκων που θα έμπαιναν στις Κυδωνίες. Κρύβει την εικόνα πάνω της και φεύγει για να βρει τους δικούς της, ώστε να φύγουν για το απέναντι νησί. Δίνει την ευχή της στους δυο γιους της, τον Ευάγγελο και τον Απόστολο, που θα έμεναν με τον Δεσπότη Κυδωνιών Γρηγόριο, για να προσπαθήσουν ματαίως να εξευμενίσουν τους θηριώδεις τούρκους ώστε να μην πειράξουν την πολιτεία τους.
Η κυρά Αναστασία έφερε την εικόνα στην Θερμή της Λέσβου όπου διέμεινε ως το 1932 που απεβίωσε, αφήνοντας ως ευλογία την εικόνα στους συγγενείς της, αφού διακαής πόθος της ήταν το πότε θα ανοίξουν τα σύνορα για να επιστρέψουν στα σπίτια τους στις Κυδωνίες για να ξανατοποθετήσει την εικόνα στο προσκυνητάρι του Άη Χαράλαμπου.
Στρατής Ανδριώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου