του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
«Τὸ Γιάννη τὸ Νυφιώτη καὶ τὸν Ἀργύρη τῆς Μυλωνοῦς τοὺς ἔκλεισε τὸ χιόνι ἀπάν᾿ στὸ Κάστρο, τ᾿ν πέρα πάντα, στὸ Στοιβωτὸ τὸν ἀνήφορο, τ᾿ ἀκούσατε;»
Οὕτως ὡμίλησεν ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων καὶ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου, τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 186... Παρόντες ἦσαν, πλὴν τῆς παπαδιᾶς, τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων καὶ τοῦ δωδεκαετοῦς υἱοῦ, ὁ γείτονας ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, πεντηκοντούτης, οἰκογενειάρχης, ἀναβὰς διὰ νὰ εἴπῃ μίαν καλησπέραν καὶ νὰ πιῇ μίαν ρακιά, κατὰ τὸ σύνηθες, εἰς τὸ παπαδόσπιτο· κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἡ Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ἐλθοῦσα διὰ νὰ φέρῃ τὴν προσφοράν της, χήρα ἑξηκοντούτις, εὐλαβής, πρόθυμος νὰ τρέχῃ εἰς ὅλας τὰς λειτουργίας καὶ νὰ ὑπηρετῇ δωρεὰν εἰς τοὺς ναοὺς καὶ τὰ ἐξωκκλήσια...
«Τ᾿ ἀκούσαμε κι ἡμεῖς, παπᾶ» ἀπήντησεν ὁ γείτονας ὁ Πανάγος, «ἔτσ᾿ εἴπανε».
«Τί εἴπανε; Εἶναι σίγουρο, σᾶς λέω» ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Φραγκούλης. «Οἱ βλοημένοι, δὲ θὰ βάλουν ποτὲ γνώση. Ἐπῆγαν μὲ τέτοιον καιρὸ νὰ κατεβάσουν ξύλα, ἀπάν᾿ ἀπ᾿ τοῦ Κουρουπῆ τὰ κατσάβραχα, στὸ Στοιβωτό, ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ γίδι νὰ πατήσῃ. Καλὰ νὰ τὰ παθαίνουν!»
«Μυαλὸ δὲν ἔχουν αὐτὸς οὑ κόσμους, θὰ πῶ» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ. «Τώρα οἱ ἀθρώποι γινῆκαν ἀποκότοι».
«Νὰ εἴχανε τάχα τίποτα κ᾿μπάνια μαζί τ᾿ς;» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Ποιὸς τοὺ ξέρ᾿;» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ.
«Θὰ εἴχανε, θὰ εἴχανε κουμπάνια» ὑπέλαβεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. «Ἀλλοιῶς δὲ γενεται. Πήγανε μὲ τὰ ζεμπίλια τους γεμάτα. Καὶ τουφέκι θὰ εἶχαν, καὶ θηλειὲς νὰ σταίνουν γιὰ τὰ κοτσύφια. Εἶχαν πάρει κι ἁλάτι μπόλικο μαζί τους, γιὰ νὰ τ᾿ ἁλατίσουν γιὰ τὰ Χριστούγεννα».
«Τώρα, Χριστούγεννα θὰ κάμουν ἀπάν᾿ στὸ Στοιβωτὸ τάχα;» εἶπε μετ᾿ οἴκτου ἡ παπαδιά.
«Νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τοὺς ἔφερνε βοήθεια...» ἐψιθυρισεν ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐφαίνετο κάτι μελετῶν μέσα του.
Ἦτον ἕως πενήντα πέντε ἐτῶν ὁ ἱερεύς, μεσαιπολιος, ὑψηλός, ἀκμαῖος καὶ μὲ ἀγαθωτάτην φυσιογνωμίαν. Εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξε ναυτικός, κι ἐφαίνετο διατηρῶν ἀκόμη λανθανούσας δυνάμεις, ἦτο δὲ τολμηρὸς καὶ ἀκάματος.
«Τί βοήθεια νὰ τοὺς κάμουνε;» εἶπεν ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός. «Ἀπ᾿ τὴ στεριά, ὁ τόπος δὲν πατιέται. Ἐρριξε, ἐρριξε χιόνι, κι ἀκόμα ρίχνει. Χρόνια εἶχε νὰ κάμῃ τέτοια βαρυχειμωνιά. Ὁ Ἅη-Θανασης ἐγιν᾿ ἕνα μὲ τὰ Κάμπια. Ἡ Μυγδαλιὰ δὲν ξεχωρίζει ἀπ᾿ τοῦ Κουρούπη».
Ὁ Πανάγος ὠνόμαζε τεσσάρας ἀπεχούσας ἀλλήλων κορυφὰς τῆς νήσου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐπανέλαβεν ἐρωτηματικῶς:
«Κι ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, μαστροΠανάγο;» «Ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, παπά, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτοῦνα, κιαμέτ. Ὅλο καὶ φρεσκάρει. Ξίδι μοναχό. Ποῦ μπορεῖς νὰ ξεμυτίσης ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ λιμάνι, κατὰ τ᾿ Ἀσπρόνησο!»
«Ἀπὸ σοφραν τὸ ξέρω, Πανάγο, μὰ ἀπὸ στχβετ;» Ὁ ἱερεὺς ἐπροφερεν οὕτω τοὺς ὅρους 8θρΓ3 νβηίο καὶ 8θίίθ νθπιο, ἤτοι τὸ ὑπερήνεμον καὶ ὑπήνεμον, ἐννοῶν εἰδικώτερον τὸ βορειοανατολικὸν καὶ τὸ μεσημβρινοδυτικόν.
«Ἀπὸ στχβετ, παπά, μὰ εἶναι φόβος μὴν τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο».
«Μὰ τότε, πρέπει νὰ πέσουμε νὰ πεθάνουμε» εἶπεν ὡς ἐν συμπερασματι ὁ ἱερεύς. «Δὲν εἶναι λόγια αὐτά, Πανάγο».
«Ἔ, παπά μ᾿, ὁ καθένας τώρα ἔχει τὸ λογαριασμὸ τ᾿. Δὲν πάει ἄλλος νὰ βάλῃ τὸ κεφάλι του στὸν τρουβᾶ, κατάλαβες, γιὰ νὰ γλυτώσ᾿ ἐσένα».
Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐστεναξεν, ὡς νὰ ὠκτειρε τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ μικροψυχίαν, ἧς ζῶσα ἠχὼ ἐγίνετο ὁ Πανάγος.
«Καὶ τί θὰ πάθουνε, τὸ κάτω κάτω;» ἐπανελαβεν, ὡς διὰ ν᾿ ἀνάπαυση τὴν συνείδησίν του, ὁ μαραγκός. «Νά, θὰ εἶναι χωμένοι σὲ καμμία σπηλιά, τσακμάκι θά ῾χουν μαζί τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι νὰ μοῦ ᾿χε κι ἐμὲ ἡ Παναγαινα ἀπόψε στὴν παραστιὰ μου τὴ φωτιὰ ποὺ θεν᾿ ἔχουν αὐτοί. Γιὰ μία βδομάδα πάντα, θὰ εἴχανε κουμπάνια, καὶ δὲν εἶναι παραπαν᾿ ἀπὸ πέντε μέρες ποὺ ἀγρίεψε ὁ χειμῶνας».
«Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήση τὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο» ἐπανελαβεν ὁ ἱερεύς, «θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. Πέρσυ ποὺ ἦταν ἐλαφροτερος ὁ χειμῶνας, δὲν πήγαμε. Φέτος ποὺ εἶναι βαρύς...»
Καὶ διεκοπη, ὡς νὰ εἶπε πολλά. Ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς εἰχεν ἦθος ἀνθρώπου λέγοντος οἰονει κατὰ δόσεις δ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ. Ἐκ τῶν ὑστέρων θὰ φανῆ ὅτι εἶχε τὴν ἀπόφασίν του καὶ ὅτι ὅλα τὰ προοίμια ταῦτα ἦσαν μεμελετημενα.
«Καὶ γιατί δὲν κάνει κάλον καιρὸ ὁ Χριστός, παπά, ἂν θέλῃ νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του;» εἶπεν αὐθαδῶς ὁ μαστροΠανάγος.
Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξε μὲ λοξὸν βλέμμα καὶ εἰτα ἠπίως τοῦ εἶπε:
«Ἔ, Πανάγο γείτονα, δὲν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε... Ποῦ εἴμαστε ἡμεῖς ἱκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά! Ἄλλο τὸ γενικὸ καὶ ἄλλο τὸ μερικὸ καὶ τὸ τοπικό, Πανάγο. Ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ κάλο, καὶ γιὰ τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγειαν ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε... Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλὴ κι ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώσῃ, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήση κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλας καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα, τί νομίζεις, Πανάγο; Ἔπειτα, πὼς θέλεις νὰ κάμῃ ὁ Χριστὸς καλὸν καιρό, ἀφοῦ ἄλλες χρονιὲς ἔκαμε καὶ ἡμεῖς ἀπὸ ἀμέλεια δὲν πήγαμε νὰ τὸν λειτουργήσουμε;»
Ὅλοι οἱ παρόντες ἠκροασθησαν ἐν σιωπῇ τὴν σύντομον καὶ αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχὴν τοῦ παπά. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ ἔσπευσε νὰ εἴπῃ:
«Ἀλήθεια, παπά μ᾿, δὲν εἶναι κάλο πρᾶμα αὐτοδά, θὰ πῶ, ν᾿ ἀφήνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ Χριστὸ ἀλειτούργητο τὴν ἡμέρα τῆς Γέννας του... Γιὰ τοῦτο θὰ μᾶς χαλάσ᾿ κι οὑ Θεός!»
«Κι εἴχαμε κάμει κι ἕνα τάξιμο πέρυσι τὸ Δωδεκαμερο — ἀλήθεια, παπαδιά;» εἶπεν αἴφνης στραφεῖς πρὸς τὴν συμβίαν του ὁ ἱερεύς.
Ἡ παπαδιὰ τὸν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴν ἐνόει.
«Ὅπου ἦταν ἄρρωστος αὐτὸς ὁ Λαμπράκης» ἐπανελαβεν ὁ ἱερεύς, δεικνύων τὸν δωδεκαετῆ υἱόν του. «Θυμᾶσαι τὸ τάμα ποὺ κάμαμε;»
Ἡ παπαδιὰ ἐσιωπα.
«Ἔταξες, ἂν γλυτώσῃ, νὰ πᾶμε ᾿σα μπροστὰ νὰ λειτουργήσουμε τὸ Χριστό, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του».
«Τὸ θυμοῦμαι» εἶπε σείουσα τὴν κεφαλὴν ἡ παπαδιά.
Τῷ ὄντι, ὁ μόνος υἱὸς τοῦ παπᾶ, ὁ δωδεκαετὴς Σπῦρος, ὃν αὐτὸς ἀπεκαλει εἰρωνικῶς καὶ θωπευτικως Λαμπράκην, ἕνεκα τῆς ἄκρας ἰσχνότητος καὶ ἀδυναμίας, ἐξ ἧς ἐφεγγεν οἰονεὶ τὸ προσωπάκι του, εἶχε κινδυνεύσει ν᾿ ἀποθάνῃ πέρυσι τὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων. Ἡ παπαδιά, ἥτις ἤγγιζεν ἤδη τὸ πεντηκοστὸν καὶ τὸν εἶχε μόνον καὶ ὑστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων ἐπιζώντων κορασιῶν, ὧν αἱ δυὸ πρῶται ἦσαν ὑπανδρευμέναι ἤδη, καὶ μετὰ ὀκτὼ γέννας, ὧν αἱ δυὸ δίδυμων, καὶ πέντε θανάτους, ἡ παπαδιὰ εἶχε τάξει, ἂν ἐγλύτωνε τὸ ἀγόρι της, νὰ ὑπάγῃ τοῦ χρόνου νὰ λειτουργήσῃ τὸν Χριστόν.
Τὸ ἐνθυμεῖτο καὶ τὸ ἐσυλλογίζετο πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς ὁμιλίας τοῦ παπᾶ αὐτὸ μόνον ἐσκέπτετο. Ἀλλ᾿ ἐβλεπεν ὅτι ἐφέτος θὰ ἦτο δυσκολωτατον, φοβερόν, ἀνήκουστον τόλμημα, ἕνεκα τοῦ βαρέος χειμῶνος, καὶ ἐφρόνει ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἦτο συγγνώμων καὶ θὰ παρεχωρει νέαν προθεσμίαν.
Ἐν τούτοις, γνωρίζουσα τὴν συνήθη τακτικὴν τοῦ παπᾶ, ὡς καὶ τὴν ἰσχυρογνωμοσύνην του, ἀπεφασισεν ἐνδομύχως νὰ μὴ ἀντιλέξῃ. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἄλλο τί ἠρωίκωτερον καὶ εἰς πολλοὺς ἀπίστευτον ὅπου ἀποφασίσῃ νὰ ὑπάγῃ ὁ παπάς, νὰ ὑπάγῃ κι αὕτη μαζί του.
Ἦτο γυνὴ δειλοτάτη, ἀλλὰ μόνον ἐνόσῳ εὑρίσκετο μακρὰν τοῦ παπᾶ. Ὅταν ἦτο πλησίον τοῦ παπᾶ της, ἐλάμβανε θάρρος, ἡ καρδία της ἐζεσταίνετο καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τοὺς κινδύνους. Ἐὰν τυχὸν ἀνεχώρει ὁ παπὰς χωρὶς αὐτῆς, νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Κάστρον, ἡ καρδούλα της θὰ ἔτρεμεν ὡς τὸ πουλάκι τὸ κυνηγημένον. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὴν ἔπαιρνε μαζί του, θὰ ἦτο ἡσυχωτάτη.
Ἡ μεγάλη κόρη, ἡ εἰκοσαέτις τὸ Μυγδαλιώ, ἐνόησεν ἀμέσως τὰ τρέχοντα, καὶ ἤρχισε, παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς μητρός της καθημένη, πλησίον τῆς ἑστίας, νὰ ὁλολύζῃ ταπεινῇ τῇ φωνῇ εἰς τὸ οὖς τῆς μητρός της:
«Ποῦ θὰ πᾶτε, θὰ πῶ; Παλαβώσατε, θὰ πῶ; Μὲ τέτοιον καιρό! νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο; Ὤχ, καημένη... Τί νὰ γίνω;»
Ἡ νεώτερα κόρη, ἡ δεκαεξαέτις τὸ Βασώ, ἀρχίσασα καὶ αὕτη νὰ ἐννοῇ, ὑπεψιθύρισε:
«Τί λέει; Θὰ πᾶνε στὸ Κάστρο; Κι ἄρχισες τὰ κλάματα! Μουρλάθηκες; Σιώπα, θὰ μὲ πάρουν κι ἐμὲ μαζί. Θὰ μὲ πάρετε, μά;»
«Σούτ! Λ᾿φάξτε!» εἶπεν αὐστηρῶς ἡ παπαδιά. «Τί τρέχει;» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀκούσασα τοὺς ψιθυρισμοὺς ἐκεῖθεν τῆς ἑστίας.
«Τίποτε, Μαλαμῶ» εἶπε μὲ αὐστηρὸν βλέμμα ὁ παπάς. «Ἡσύχασε, Πανάγο» εἶπε, στραφεῖς πρὸς τὸν γείτονα τὸν μαραγκόν, εὑρὼν εὔσχημον τρόπον νὰ τὸν ἀποπέμψη, «δὲν πᾷς, νὰ ᾿χης τὴν εὐχή, νὰ πῇς τοῦ μπαρμπα-Στεφανὴ τοῦ Μπέρκα νὰ ᾿ρθῇ ἀπὸ ᾿δω; Τόνε θέλω νὰ τ᾿ πῶ».
Ὁ Πανάγος ὁ μαραγκὸς ἠγέρθη, ὑψηλός, μεγαλόσωμος, ὀλίγον κυρτός, τινάαξας τὰ σκέλη του.
«Πηγαίνω, παπά» εἶπε. «Θέλω κι ἐγὼ νὰ πάω νὰ ἰδῶ μὴ μο᾿ ᾿χὴ τίποτα ἡ Παναγαινα γιὰ νὰ φαμ᾿ ἀπόψε».
«Πήγαινε νὰ τοῦ πῇς πρῶτα, κι ὕστερα γυρίζεις καὶ τρῶτε».
«Ἡ εὐχή σας. Καληνυχτᾷ, παπαδιά». Καὶ ἐξῆλθε.
«Τί λέει, θὰ πῶ» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Πανάγου, «θὰ πᾷς στὸ Κάστρο, παπά;»
«Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανης ὁ Μπερκας».
«Ἰγω, ἐναςιμ» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, «ἀ᾿ θε᾿ πᾶς, ἐρχουμι».
«Κι ἰγώ» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Δὲν εἶναι γιὰ νὰ ᾿ρθης ἐσύ, παπαδιά» εἶπεν ὁ ἱερεύς. «Φτάνει ποὺ θὰ κακοπαθησω ἐγώ. Δὲν πρέπει νὰ λείψουμε κι οἱ δυὸ ἀπ᾿ τὸ σπίτι».
«Ἰγω τὸ ᾿καμα τοῦ τάμα» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Μὰ ἂν πάω ἐγώ, τὸ ἴδιο εἶναι».
«Δὲν εἶμαι ἥσυχη, ἂν δὲν εἶμαι κουντά σου, παπά μ᾿» εἶπεν ἡ παπαδιά.
«Κι ἠμας, ποὺ θὰ μᾶς ἀφήσετε!» ἔκραξε μὲ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ Μυγδαλιω.
«Σιωπᾷ, καημένη» εἶπε τὸ Βάσω. «Θὰ μὲ παρ᾿νὲ κι ἐμένα μαζί, σιωπᾷ!»
«Ναί, ἐσενὰ σ᾿ φαίνεται πὼς εἰσ᾿ ἀκόμα μικρή, χαδουλα μ᾿! Γιατί ἐτσ᾿ σ᾿ ἐμάθανε. Δὲ φταὶς ἐσύ!» εἶπε τὸ Μυγδαλιω, ἐκχυνουσα τὴν ἐνδόμυχον ζηλειαν τῆς ἐπὶ τὴ τύχη τῆς ἀδελφῆς της, ἥτις, ὡς μικρότερα, δὲν εἶχε κρυφθῆ ἀκόμη, ἤτοι δὲν ἀπειργετο τῆς κοινωνίας ὡς αἱ πρὸς γάμον ὥριμοι, καὶ ἀπελαυε σχετικῆς τίνος ἐλευθερίας.
Ὁ μικρὸς Λαμπράκης εἶχε πέσει ἐπὶ τὸν τράχηλον τῆς μητρός του.
«Θὰ μὲ πάρετε κι ἔμενα μαζί, μάννα;» ἐψιθυρισε περιπτυσσομενος τὸν λαιμόν της.
«Τί λές, χαδουλη μ᾿! Τί λές, πιδι μ᾿» ἀπήντησε φιλοῦσα αὐτὸν ἡ παπαδιά. «Ἐγώ, ἂν πάω, γιὰ σενα θὰ πάω, γυιὲ μ᾿, κι ἂν ἀπομείνω, γιὰ σενα θ᾿ ἀπομείνω, γυιοκα μ᾿, γιὰ νὰ μὴν κρυώσης. Ὅπως ἀποφασίση ὁ παππας σ᾿, μικρὸ μ᾿. Τώρα, σύρ᾿ νὰ πῇς τὴν προσευχὴ σ᾿ καὶ νὰ κάμῃς μετάνοια τ᾿ παππᾶσ᾿, νὰ πλαγιάσῃς, γιὰ νὰ μὴ μαργώνῃς, κανάρι μ᾿!» «Ναί, θὰ πᾷς, ἀμ᾿ δὲ θὰ πᾷς!» ἔκραξε τὸ Μυγδαλιώ, ἀπαντῶσα εἰς ἓν ρῆμᾳ τῆς μητρός της.
«Σιωπᾶτε! Ἀκόμα δὲν ἀποφασίσαμε τίποτε, κι ἐσηκωσατ᾿ ἐπανάσταση» εἶπεν ὁ παπάς. «Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανης».
Εἰτα στραφεὶς πρὸς τὴν παπαδιά: «Μᾶς φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπαριμ]» Ἡ παπαδιὰ ἔδειξε διὰ τοῦ βλέμματος, σκεπασμενας μὲ ραβδωτὴν διχρουν σινδονα, τὰς ὀλιγας προσφορᾶς, ὄσας εἲ᾿ χᾶν φέρει εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἱερέως τινὲς τῶν ἐνοριτισσῶν, μελλουσαι νὰ μεταλαβωσι τὴ ἐπαύριον, παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ τὰς εἰχεν ἰδεῖ πρὸ πολλοῦ, καὶ προσεπαθει νὰ τὰς ξεσκεπάση οἰονει μὲ τὰς ἀκτῖνας τοῦ βλέμματος, νὰ μαντευσῃ ὡς πόσαι νὰ ἦσαν.
«Μᾶς βρίσκεται καὶ τίποτε παξιμάδι;» ἠρωτησε πάλιν ὁ ἱερεύς.
«Θὰ ἔμεινε κάτι ὀλίγο ἀπ᾿ τῆς Παναγίας. Ὅλο τὸ Σαρανταήμερο ζυμώνομε κι τρῶμε ἀπ᾿ τὰ βλογούδια» εἶπεν ἡ πρεσβύτερα.
Βλογούδια ἦσαν οἱ μικροὶ σταυροσφράγιστοι ἀρτίσκοι, οἱ προσφερόμενοι ὑπὸ τῶν ἐνοριτῶν εἰς τοὺς οἴκους τῶν ἱερέων κατὰ τὸ Σαρανταήμερον. Ἀντὶ ὅμως ἀρτισκων, αἱ περισσοτεραι* ἐνοριτισσαι κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους ἐπροτιμων νὰ προσφερωσιν ἁπλουν ἄλευρον, καὶ διὰ τοῦτο ἡ παπαδιὰ εἶπεν ὅτι «ἐζυμωναν ἀπ᾿ τὰ βλογούδια».
Βῆμα ἠκουσθη εἰς τὸν πρόδομον. Ἠνοιχθη ἡ θύρα καὶ εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ὁ Μπέρκας, ὑψηλός, στιβαρός, σχεδὸν ἑξηκοντούτης, μὲ παχὺν φαιὸν μύστακα, μὲ σκληρὸν καὶ ἠλιοκαὲς δέρμα, φορῶν πλατὺν κοῦκκον καὶ καμιζόλαν μάλλινην βαθυκυανον, μὲ τὸ ζωνάρι κόκκινον, δυὸ πιθαμὲς πλατύ. Κατόπιν τούτου ἐφανη καὶ ἄλλη μορφή, ὀρθὴ ἱστάμενη παρὰ τὴν θύραν. Ἦτο ὁ Πανάγος ὁ μαραγκός, ὅστις, ἂν καὶ εἰχεν ἀφήσει τὴν καλὴν νύκτα, εἰπὼν ὅτι θὰ μετέβαινεν οἴκαδε νὰ δειπνήσῃ, οὐχ ἧττον, κεντηθείσης, φαίνεται, τῆς περιεργείας του νὰ μάθῃ τί τὸν ἤθελαν τὸν μπαρμπα-Στεφανὴ τὸν Μπέρκαν, ἀνέβη καὶ πάλιν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ παπά.
«Καπετὰν Στεφανή» εἶπεν ὁ ἱερεύς, «τί λές, μ᾿ αὐτὸν τὸν καιρὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ πάῃ στὸ Κάστρο μὲ τ᾿ βάρκα, ἀπὸ στχβετ;»
«Ἀπὸ στχβετ; Μὲ τ᾿ βάρκα; Στὸ Κάστρο;» ἠκούσθη ἀπὸ τῆς θύρας ὡς καινή τις πρωθύστερος καὶ ἀνάστροφος ἐρωτηματικὴ ἠχώ.
Ἦτο ὁ μαστρο-Πανάγος ὁ μαραγκός, μὲ τὴν κεφαλὴν προέχουσαν εἰς τὸ ἀνώφλιον, μὲ τὴν μίαν πλευρὰ οἰονεὶ κολλημένην ἐπὶ τοῦ παραστάτου.
Ἀλλ᾿ ὁ μπαρμπα-Στεφανης, μόλις ἠκουσε τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἱερέως, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῆ πλέον τοῦ δευτερολέπτου, μὲ τὴν χονδρήν, ταχεῖαν κι ἐμπερδεμενην προφοράν του, ἀνέκραξε:
«Μπράβο, μπράβο! Ἀκοῦς, ἀκοῦς! Στὸ Κάστρο; μετὰ χαρᾶς! Ὄρεξη νὰ ᾿χης, ὄρεξη νὰ ᾿χης, παπά!»
«Νὰ ἄνθρωπος!» εἶπεν ὁ παπάς. «Ἔτσι σὲ θέλω, Στεφάνη! Τί λές, εἶναι κίνδυνος;»
«Κίντυνος, λέει; Ντὶπ καταντίπ, καθολ᾿! Ἐγώ σας παίρνω ἀπάνου μ᾿, παπά. Μοναχὰ πὼς μπορεῖ νὰ κρυώσετε, τίποτε ἄλλο. Θὰ ᾿ρθῆ κι ἡ παπαδιά, θὰ ᾿ρθῆ κι ἄλλος κόσμος, πολὺς κόσμος; Ἡ βάρκα εἶναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νοματοι, κι σαράντα νοματοι, κι μ᾿ οὐλὲς τὶς κουμπχνιές σᾶς, μὲ τὰ σεγίχ σας, μὲ τὰ πράματά σας. Κι ἡ φουρτοῦνα τώρα, κατάλαβες, ὅσο πάει κι πεφτ᾿. Ταχιὰ θὰ ᾿χουμε καλωσυνη, μπονάτσα, κάλμα. Ὅλο κι καλωσ᾿νεύει, νά, τώρα καλωσυνεψε!»
Ὡς διὰ νὰ ψευσῃ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ γέροντος πορθμέως, ὀξὺς συρριγμος παγεροῦ βορρᾶ ἠκουσθη, σείων τὰ δένδρα τοῦ κήπου καὶ τοὺς ξυλοτοίχους τοῦ μαγειρείου ἐπὶ τοῦ σκεπαστοῦ ἐξωστου τῆς οἰκίας, αἱ ὕελοι δὲ καὶ τὰ παράθυρα ἀπήντησαν διὰ γοεροῦ στεναγμοῦ.
«Νά, ἀκοῦς; Καλωσύνεψε!» εἶπε καγχάζων θριαμβευτικως ὁ μαστρο Πανάγος.
«Σιωπᾷ ἐσύ, δὲν ξερ᾿ς ἐσύ» ἀνεκραξεν ὁ Στεφάνης. «Ἐσὺ ξερ᾿ς νὰ πελεκᾷς στραβόξυλα καὶ νὰ καρφώνῃς μαδέρια. Αὕτη εἶναι ἡ στερνὴ δύναμη τῆς φουρτούνας, εἶναι ἀέρας ποὺ ψ᾿χομαχαει. Αὔριο θὰ μαλακωσ᾿ ὁ καιρός, σᾶς λέω ἐγώ. Μπορεῖ νὰ ᾿χουμε ἀκόμα καὶ καμμία μικρὴ χιόνια, δέ σας λέω, μὰ ἠμεις, ἀπὸ στχβετ, ἀνάγκη δὲν ἔχουμε».
«Σιωπᾷ ἐσύ, δὲν ξερ᾿ς ἐσύ» ἀνεκραξεν ὁ Στεφάνης. «Ἐσὺ ξερ᾿ς νὰ πελεκᾷς στραβόξυλα καὶ νὰ καρφώνῃς μαδέρια. Αὕτη εἶναι ἡ στερνὴ δύναμη τῆς φουρτούνας, εἶναι ἀέρας ποὺ ψ᾿χομαχαει. Αὔριο θὰ μαλακωσ᾿ ὁ καιρός, σᾶς λέω ἐγώ. Μπορεῖ νὰ ᾿χουμε ἀκόμα καὶ καμμία μικρὴ χιόνια, δέ σας λέω, μὰ ἠμεις, ἀπὸ στχβετ, ἀνάγκη δὲν ἔχουμε».
«Καὶ σὰν τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο;» ἐπεμεινεν ὁ μαραγκός.
«Κι χωρὶς νὰ τόνε γυρίση στὸ μαΐστρο, ἐγὼ σ᾿ λέω πὼς ἀπ᾿ τὴν Κεχριὰ κι ἐκεῖ θεν᾿ ἔχουμε θχλχσσιτσχ» εἶπε τριβῶν τὰς χεῖρας ὁ Στεφάνης. «Αὐτὰ εἶναι χποθσχλχσιες καὶ δὲ λείπουν, κατάλαβες, κι ὁ κόρφος μπουκάρει ὁλοένα, κι οὖλο στρίβει. Μὰ δέ μας πειραζ᾿ ἠμας αὐτό. Ἐγώ σας παίρνω ἀπάνου μ᾿, ὁ Στεφάνης σας παίρνει ἀπαν᾿ τ᾿!»
«Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ᾿ ἔκαμες ν᾿ ἀποφασίσω. Ἤπιες ρακί; Τράβα κι ἄλλο ἕνα» εἶπεν ὁ παπάς.
«Ἔχω πιεῖ πέντ᾿ ἓξ ὡς τώρα, ἔτσι νὰ ᾿χω τὴν εὐχὴ σ᾿, παπά».·
«Πιὲ κι ἄλλο ἕνα νὰ γίνουν ἑφτά».
Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἐρρόφησε γενναίαν δόσιν ἐκ τῆς μικρᾶς φιάλης, τῆς πάντοτε κενουμένης καὶ οὐδέποτε στειρευούσης, τοῦ ἱερατικοῦ μελάθρου.
«Εἴσαστ᾿ ἕτοιμοι, εἴσαστ᾿ ἕτοιμοι;» εἶπεν ἀκολούθως. «Πῆρες τὰ ἱερά σ᾿, παπά, τὰ χαρτιά σ᾿ οὖλα, τὰ ᾿χεις ἕτοιμα; Ἔχετε τίποτε πράματα νὰ σᾶς κουβαλήσω, γιὰ νά ᾿μαστ᾿ ἀσένιο;»
«Ἀπὸ τώρα;» εἶπεν ὁ παπα-Φραγκούλης. «Ἀπὸ τώρα! Τί λές; Νὰ εἴμαστ᾿ ἀπρόντο, παπά. Ἐγὼ στὲς δυὸ θὰ ᾿ρθω νὰ σᾶς φωνάξω, κι ἐσεῖς νὰ εἴσαστ᾿ ἀλέστα. Διάβασε τί θὰ διαβάσῃς, παπά, κι στὲς τρεῖς νὰ μπαρκάρουμε».
«Ἐγὼ θὰ εἶμαι ξυπνητὸς ἀπ᾿ τὴ μία» εἶπεν ὁ ἱερεύς, «γιατί ἔχω τὸ ξυπνητήρι μου... Κι ἔπειτα, εἶμαι μοναχός μου ξυπνητήρι. Μὰ στὲς τρεῖς, εἶναι πολὺ νωρίς. Νὰ χαράξη, Στεφάνη, καὶ νὰ μπαρκάρουμε».
«Στὲς τρεῖς, στὲς τεσσερες, παπά, γιὰ νὰ μὴν πέση ὁ ἀέρας, νὰ τὸν ἔχουμε πρύμα ὡς τὲς Κουκ᾿ναριές, νά ᾿χουμε μέρα μπροστά μας. Ἀπὸ ᾿κεῖ ὡς τὸ Μανδράκι κι ὡς τὸν Ἀσέληνο, τραβοῦμε σιγὰ σιγὰ μὲ τὸ κουπί. Ἀπὸ ᾿κεί ὡς τὶς Κεχρεὲς κι ὡς τὴν Ἅγια Ἑλένη, θὰ μᾶς παίρνῃ ἀγάλι ἀγάλια μὲ τὸ πανάκι. Κι ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Ἑλένη κι ἐκεῖ, ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ μ᾿ντάρουμε...»
«Ἔ, ὕστερα;»
«Ἐγὼ θαλασσώνω καὶ βγαίνω στὴ στεριά, καὶ σᾶς τραβῶ μὲ τὴν μπαρούμα ὡς τὸν Ἅη Σώστη».
Ἐκάγχασαν ὅλοι πρὸς τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ ἁπλοϊκοῦ ναύτου, ὁ δὲ παπ~[ας, ὅστις ἐφοβεῖτο καὶ αὐτὸς τὴν τροπὴν τοῦ ἀνέμου εἰς τὸ μέρος περὶ οὗ ὁ λόγος, παρετηρησε πρὸς παραμυθίαν τῶν ἀκροατῶν:
«Μὰ ἐγὼ λέω ὅτι θὰ μπορέσουμε στεριὰ νὰ τραβήξουμε στὴν ἀκρογιάλια, τὸν κρεμνα τὸν ἀνήφορο. Ὅσο ψηλὰ κι ἂν τὸ στοίβαξε τὸ χιόνι στὰ βουνά, στὲς ἀκρογιαλιὲς ὁ τόπος πατιέται».
Ἔμειναν σύμφωνοι, νὰ ἔλθῃ ὁ λεμβοῦχος νὰ τοὺς δώσῃ εἴδησιν εἰς τὰς τρεῖς διὰ νὰ ἑτοιμασθοῦν, καὶ εἰς τὰς τεσσάρας νὰ ἐκκινήσωσιν. Ὁ παπα Φραγκούλης διέταξε νὰ τεθῶσιν εἰς σάκκους αἱ προσφοραί, ὅσας εἶχε, καὶ τινὰ δίπυρα, καὶ εἰς δυὸ μεγάλα κλειδοπινάκια ἔθεσεν ἐλαίας καὶ χαβιάρι. Ἐγέμισε δυὸ ἑπταοκάδους φλάσκας μὲ οἶνον ἀπὸ τὴν ἐσοδείαν του. Ἐτυλιξεν εἰς χαρτιὰ δυὸ ἢ τρία ξηροχτάποδα, καὶ μικρὸν κυτίον τὸ ἐγέμισεν ἰσχάδας καὶ μεγαλορράγας σταφίδας. Τὰ δύο παπαδοκόριτσα, μὲ τὰ παράπονα καὶ τοὺς γογγυσμούς της ἡ μία, μὲ τοὺς κρυφίους γέλωτας καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς τοῦ ταξιδιοῦ ἡ ἄλλη, ἔβρασαν ὅσα αὐγὰ εἶχαν, ἕως τεσσάρας δωδεκάδας, καὶ τὰ ἔθεσαν εἰς τὸν πάτον ἑνὸς καλαθιοῦ, τὸ ὁποῖον ἀπεγέμισαν εἶτα μὲ δυὸ πρόσφορα τυλιγμένα εἰς ὀθόνας, μὲ κηρία καὶ μὲ λίβανον. Προσέτι ὁ παπα-Φραγκούλης εἶχε παρακαλέσει τὸν μπαρμπα-Στεφανῆν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὰ σπίτια δυὸ ἐμποροπλοιάρχων φίλων του, ἐκ τῶν παραχειμαζόντων μὲ τὰ πλοῖα των εἰς τὸν λιμένα, νὰ τοὺς παρακαλέσῃ ἐκ μέρους του νὰ τοῦ στείλουν, ἂν τοὺς εὑρίσκετο, ὀλίγον κρέας σάλαθο, ἐξ ἐκείνου τὸ ὁποῖον μαγειρεύουν εἰς τὰ πλοῖα τὰ ἐκτελοῦντα μακροὺς πλοῦς. Ἐκεῖνοι φιλοτιμηθέντες ἔστειλαν δυὸ μεγάλα τεμάχια, ἕως πέντε ὀκάδας τὰ δύο.
Ὅλας ταύτας τὰς προμηθείας ἔκαμνεν ὁ παπᾶς προβλεπτικῶς διὰ τοὺς ἀποκλεισθέντας εἰς τὸ βουνὸν ἀπὸ τὴν χιονα, περὶ ὧν ἔγινε λόγος ἐν ἀρχῇ, καθὼς καὶ δι᾿ ἑαυτὸν καὶ τοὺς μεθ᾿ ἐαυτοῦ συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ᾿ ὅσον ἐνδεχόμενον ἦτο νὰ θυμώσῃ καὶ πάλιν ὁ καιρὸς καὶ νὰ τοὺς κλείσῃ ὁ χειμὼν εἰς τὸ Κάστρον, ἂν ἐν τοσούτῳ ἐμελλον νὰ φθασωσιν εἰς τὸ Κάστρον σῶοι καὶ ὑγιεῖς.
Πρὶν κατακλιθῇ, ὁ παπα-Φραγκούλης ἔστειλε μήνυμα εἰς τὸν συνεφημέριόν του τὸν παπα-Ἀλέξην, ὅστις ἄλλως ἦτο καὶ ὁ ἐφημέριος τῆς ἑβδομάδος, ὅτι δὲν θὰ ἦτο συλλειτουργὸς τὴν ἐπιοῦσαν, παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων, ἐν τῷ ἐνοριακῷ ναῷ, καθ᾿ ὅσον ἀπεφάσισε, σὺν Θεῷ βοηθῷ, νὰ ὑπάγῃ νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ Κάστρον.
Εἶχαν πάρει εἴδησιν ἀφ᾿ ἑσπέρας δυὸ τρεῖς ἐνοριτισσαι, γειτόνισσαι τοῦ παπᾶ, διότι ὁ Πανάγος ἐξελθὼν ἀνεκοίνωσε τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν γυναῖκα του, καὶ αὕτη τὸ διηγήθη εἰς τὰς γειτόνισσας. Ἐπίσης καὶ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἐστάλη νὰ φέρῃ εἴδησιν εἰς τὸν κὺρ Ἀλεξανδρὴν τὸν ψαλτην, μεθ᾿ ὃ ἐξελθοῦσα ἔσπευσε νὰ προσηλυτίσῃ δυὸ ἢ τρεῖς πανηγυριστὰς καὶ ἄλλας τόσας προσκυνητρίας.
Ὅταν ἔμελλον νὰ ἐπιβιβασθῶσιν, εὑρέθησαν δεκαπέντε ἄτομα. Ἡ ἀπόφασις τοῦ παπᾶ καὶ ἡ γενναιότης τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ, μετὰ τὴν πρώτην ἔκπληξιν, ἐνέβαλε θάρρος εἰς ἄνδρας καὶ γυναικάς. Ἦσαν δὲ ὅλοι ἐξ ἐκείνων, οἵτινες συχνὰ τρέχουσιν, ἄρρητον εὑρίσκοντες ἡδονήν, εἰς πανηγύρια καὶ εἰς ἐξωκκλήσια. Ἦσαν ὁ παπα-Φραγκούλης μετὰ τῆς παπαδιᾶς, τῆς Βάσως καὶ τοῦ Σπύρου, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς μετὰ τοῦ δεκαεπταετοῦς υἱοῦ, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ναύτης του, ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ὁ ψάλτης, τρεῖς ἄλλοι πανηγυρισταὶ καὶ τέσσαρες προσκυνήτριαι. Τὴν τελευταίαν στιγμὴν προσετέθη καὶ δέκατος ἕκτος.
Οὗτος ἦτο ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἀργύρη, τοῦ ἀποκλεισμένου ἀπὸ τὰς χιόνας. Ἦλθεν εἰς τὴν ἀποβάθραν μὲ σάκκον πλήρη τροφίμων καὶ μὲ ἄλλα τινα ἐφόδια διὰ τὴν ἐκδρομήν. Ἰδὼν αὐτὸν ὁ ἱερεύς:
«Πῶς τὸ ἔμαθες, Βασίλη;» τοῦ λέγει.
«Τὸ ἔμαθα, παπᾶ, ἀπ᾿ τὸ μαστρο-Πανάγο τὸ μαραγκό».
«Τί ὥρα καὶ ποῦ τὸν εἶδες;»
«Κατὰ τὰς δέκα τὸν ηὗρα εἰς τὸ καπηλειὸ τοῦ Γιάννη τοῦ Μπουμπούνα. Εἶχε φάει ψωμὶ κι ἐβγῆκε νὰ πιῇ δυὸ τρία κρασιὰ μὲ τὸ ἰσνάφι. Ἔλεγε πὼς ἀποφασίσατε νὰ πᾶτε στὸ Κάστρο, καὶ σᾶς ἐκατάκρινε γιὰ τὴν τόλμη. Μὰ ἐγὼ τὸ χάρηκα, γιατὶ ἀνησυχῶ γιὰ κεῖνον τὸν ἀδερφό μου, καὶ θέλω νὰ ᾿ρθῶ μαζί σας, ἂν μὲ παίρνετε».
«Ἂς εἶναι, καλῶς νά ᾿ρθῃς» εἶπεν ὁ ἱερεύς.
Ἐξέπλευσαν. Ἐστράφησαν πρὸς τὸ μεσημβρινοδυτικὸν τοῦ λιμένος, κι ἔβαλαν πλώρη τὸ ἀκρωτήριον Καλαμάκι. Ὁ ἄνεμος ἦτο βοηθητικὸς καὶ ὁ πλοῦς εὐοίωνος ἤρχιζε. Ναὶ μὲν ἐκρύωναν πολύ, ἀλλ᾿ ἦσαν ὅλοι βαρεως ἐνδεδυμένοι. Ὁ παπᾶς ἐκάθισεν εἰς τὸ πηδάλιον φορῶν τὴν γούναν του. Ἡ πρεσβύτερα εἶχε τὸ σάλι της τὸ διπλό, ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ εἶχε τὸ βαρὺ γουνάκι καὶ τὴν κουζουκά της. Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς ἦτο μὲ τὴν νιτσεράδα του, μὲ τὸν κηρωτὸν πῖλον του, μὲ τὸν ἱμάντα δεδεμένον ὑπὸ τὸν πώγωνα, μὲ τὰ μακρὰ πτερύγια σκεπάζοντα τὰ ὦτα, καὶ ὁ υἱός του Σπῦρος, ὁ καλούμενος κοινῶς τὸ Μπερκάκι, μὲ τὰς πρεκνάδας καὶ μὲ τὰς βούλλας εἰς τὸ πρόσωπον, ἦτο μὲ τὰ μανίκια τῆς μάλλινης καμιζόλας του ἀνασφουγγωμένος ὡς τοὺς ἀγκῶνας.
Εὐτυχῶς δὲν ἐχιόνιζεν, ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος ἦτο παγερός. Αἴθριος ὁ οὐρανός, σταυρωμένος ἀπὸ τὸν βορρᾶν. Ἡ σελήνη ἦτο εἰς τὸ πρώτον τέταρτον καὶ εἶχε δύσει πρὸ πολλοῦ. Τὰ ἄστρα ἔτρεμαν εἰς τὸ στερέωμα, ἡ πουλιὰ ἐμεσουράνει, ὁ γαλαξίας ἔζωνε τὸν οὐρανόν. Ὁ πῆχυς καὶ ἡ ἄρκτος καὶ ὁ ἀστὴρ τοῦ πόλου ἔλαμπαν μὲ βαθεῖαν λάμψιν ἐκεῖ ἐπάνω. Ἡ θάλασσα ἐφρισσεν ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ βορρᾶ, καὶ ἠκούοντο τὰ κύματα πλήττοντα μετὰ ρόχθου τὴν ἀκτήν, εἰς ἣν μελαγχολικως ἀπηντα ὁ φλοῖσβος τοῦ ὕδατος περὶ τὴν πρῷραν τῆς μεγάλης καὶ δυνατῆς βάρκας.
Ἔκαμψαν τὸ Καλαμάκι καὶ ἀκόμη δὲν εἶχε χαράξει. Ἤρχισε μόλις νὰ γλυκοχαράζῃ πέραν τῆς ἀγκάλης τοῦ Πλατάνια. Ἔφεξαν εἰς τὸν Στρουφλια, ἀντίκρυ τοῦ τερπνοῦ καὶ συνηρεφοὺς δάσους τῶν πιτυων, ἐξ οὗ ἡ θέσις ὀνομάζεται Κουκ᾿ναριες. Τότε οἱ ἐπιβαται εἰδον ἀλληλους ὑπὸ τὸ πρώτον λυκόφως τῆς ἡμέρας, ὡς νὰ ἔβλεπαν ἀλληλους πρώτην φορᾶν. Πρόσωπα ὤχρα καὶ χείλη μελανά, ρῖνες ἐρυθραι καὶ χεῖρες κοκκαλιασμεναι. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ εἰχεν ἀποκοιμηθῆ δὶς ἤδη ὑπὸ τὴν πρύμνην, ὅπου ἐσκεπε τὸ πρόσωπόν της μὲ τὴν μαύρην μανδηλαν ὡς τὴν ρῖνα, μὲ τὴν ρῖνα σχεδὸν ὡς τὰ γόνατα. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς εἶχε πάρει δυὸ τροπάρια παραπλεύρως αὐτῆς, ὀνειρευόμενος ὅτι ἦτο ἀκόμη εἰς τὴν κλίνην του καὶ ἀπορῶν πώς, αὕτη ἐκινεῖτο εὐρυθμως ὡς βρεφικὸν λίκνον. Ὁ υἱὸς τοῦ παπά, ὁ Σπυρος, ἔκαμνε συχνὲς μετάνοιες, καὶ ὅσον αἷμα εἶχεν, εἶχε συρρεύσει ὅλον εἰς τὴν ρῖνα του, ἥτις ἦτο καὶ τὸ μόνον ὅρατον μέλος τοῦ σώματός του. Ἡ παπαδιά, ἐν τῇ εὐσεβεῖ φιλοστοργία της, εἶχε κρίνει ὅτι ὠφειλε νὰ τὸν πάρη μαζί, ἀφοῦ δι᾿ αὐτὸν ἦτο τὸ ταξιμον. Τὸν ἀπεσπασεν ἀποτομως τῆς κλίνης, τὸν ἔνιψε καὶ τὸν ἐνέδυσε μὲ δίπλα ὑποκάμισα, δυὸ φανελλας, χονδρὸν μάλλινον γελεκιον, διπλοῦν σακκακι κι ἐπανωφόρι, καὶ περιετυλιξε τὸν λαιμόν του μὲ χνοωδες ὅλομαλλινον μανδήλιον, ποικιλοχρουν καὶ ραβδωτόν, μακρὸν καταπῖπτον ἐπὶ τὸ στερνὸν καὶ τὰ νῶτα. Τώρα, παρὰ τὴν πρύμνην, ἀριστεροθεν τοῦ παπά καθημενη, ἀριστερά της εἶχε τὸν Σπυρον, καὶ ζητοῦσα αὐτομάτως νὰ ψηλαφήση τοὺς βραχίονας καὶ τὸ στῆθος του, δὲν εὕρισκε σχεδὸν σάρκα ὑπὸ τὴν βαρεῖαν σκευήν, δι᾿ ἧς εἶχε περιχαρακώσει τὸν υἱόν της. Ὁ παπάς, ὅστις δὲν εἶχεν ἀποβάλει τὴν φαιδρότητά του, οὐδ᾿ ἔπαυε ν᾿ ἀνταλλάσσῃ ἀστείσμους καὶ σκώμματα μὲ τὸν μπαρμπα-Στεφανην, στρεφόμενος πρὸς αὐτὴν ἐνίοτε τῆς ἔλεγε:
«Νά, γι᾿ αὐτονε τὸ Λαμπράκη, τὸ γυιό σου, τὰ παθαίνουμε αὐτά, παπαδιά».
«Καὶ τί πάθαμε, μὲ τ᾿ δυναμ᾿ τ᾿ Θεοῦ;» ἀπηντα ἡ παπαδιά, ἥτις, κατὰ βάθος, πολὺ ἀνησυχεῖ μὲ αὐτὸ τὸ παράτολμον ταξιδιον. Εὐτυχῶς, ἡ παρουσία τοῦ παπά τῆς ἔδιδε θάρρος.
«Δὲ μ᾿ λές, παπαδιά» εἶπε μὲ τὴν τραχείαν φωνὴν τοῦ ὁ μπαρμπα-Στεφανης, θελησας ν᾿ ἀστείσθη καὶ μὲ τὴν πρεσβυτέραν, «δὲ μ᾿ λές, γιατί λένε: Κυρι᾿ ἐλέησον, παπαδιά! πέντε μῆνες δυὸ παιδιά»;
«Γιατί, μαθές, τὸ λένε;» ἀπήντησε χωρὶς νὰ πειραχθῆ ἡ πρεσβύτερα. «Πάρε παράδειγμα ἀπὸ μενα. Ὀχτὼ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θὰ πῇ, τὸ λοιπόν, πὼς οἱ παπαδιὲς εἶναι πολὺ καρπερές. Μὰ γιατί;»
«Γιατί οἱ παπάδες δὲ λείπουν χρονοχρονικης ἀπὸ κοντὰ τοὺς» εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ.
«Νά, τὸ Μαλαμῶ πάλι τὸ κατάλαβε» εἶπεν ὁ παπάς, «δὲν σᾶς τὸ ᾿λεγα ἐγώ; Ἐσὺ κι ὁ ἐξάδερφός σου ὁ Ἀλεξανδρης» — ἐννοῶν τὸν ψαλτην — «ἔχετε μεγάλον νοῦ».
Ὁ παπάς δὲν ἔπαυε ν᾿ ἀστεΐζεται μὲ ὅλας τὰς ἐν τῷ πλοιαρίου ἐνορίτισσάς του. Εἰς τὴν μίαν ἔλεγε: «Μὰ κεῖνος ὁ Θοδωρής» —ἐννοῶν τὸν ἄνδρα της— «κοιμᾶται ὅταν τὰ φτιάνῃ αὐτὰ τὰ παιδιά;» Εἰς τὴν ἄλλην: «Μὰ δὲν εἶναι καμμία ποὺ νὰ μὴ θέλῃ παντρειά! Ἐγὼ ἔχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν᾿ ἀπὸ διακόσια ἀνδρόγυνα, καὶ καμμία δὲν εὑρεθῆ νὰ πῇ πὼς δὲν θέλει!»
Ἀλλὰ τὸ κυριωτερον θῦμα τοῦ παπα-Φραγκούλη ἦτον ὁ Ἀλεξανδρῆς ὁ ψάλτης. Ἔξαφνα τὸν ἠρώτα:
«Δὲ μοῦ λές, Ἀλεξανδρῆ, τί θὰ πῇ, τώρα, στὴν καταβασία τῶν Χριστουγέννων, 'ὁ ἀνυψώσας τὸ κέρας ἡμῶν'; Ποιὸς εἰν᾿ αὐτὸς ὁ ἀνυψώσας;»
«Νά, ὁ ἀνιψιός σας» ἀπήντα ὁ κὺρ Ἀλεξανδρῆς, μὴ ἐννοῶν ἄλλως τὴν λέξιν.
«Καὶ τί θὰ πῇ 'σκῦλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιών;» ἠρωτα πάλιν ὁ παπάς.
«Νά, σκύλα Βαβυλών» ἀπήντα ὁ ψάλτης, νομίζων ὅτι περὶ σκύλας πράγματι ἐπρόκειτο.
Ταῦτα ἐλεγοντο ἐνόσω ἦτο ὑπήνεμος ἡ βάρκα, μὲ τὰς κῶπας βραδυποροῦσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τὸν Ἀναγυρον καὶ τὸν Ἀσέληνον, ἀριστεροθεν πελαγωμένη ἀντίκρυ τῶν Τρίκερων καὶ τοῦ Ἀρτεμισίου. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἐκάθητο κυβερνῶν εἰς τὸ πηδάλιον, οἱ ἄλλοι ἐβοήθουν εἰς τὴν κωπηλασίαν. Καὶ αὐτὸς ὁ κὺρ Ἀλεξανδρής, ἂν καὶ ἀτζαμὴς περὶ τὰ ναυτικὰ πράγματα, ἠσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ κωπηλατήση διὰ νὰ ζεσταθῇ. Κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ ἐκωπηλάτησε σχεδὸν ἐπὶ ἠμισείαν ὥραν. Εὐτυχῶς, ἂν καὶ ἐκρύωναν ὅλοι, καὶ αἱ ψυχραὶ ριπαὶ αἱ κατερχομεναι ἀπὸ τῶν χιονοφόρτων ὀρέων ἐξύριζον τὰ ὦτα καὶ τοὺς λαιμούς των, εἶχον ὅμως τοὺς πόδας θερμούς, τὸ εὐεργετικὸν τοῦτο ἀποτέλεσμα τῆς γειτνιάσεως τοῦ πόντου. Ὁ ἥλιος εἶχε προβάλει ἀπὸ τὰ σύννεφα ἐπ᾿ ὀλίγας στιγμάς («ἥλιος μὲ τὰ δόντια γριὰ μὲ τὰ χταπόδια!» ἀνεκραξεν ὁ Λαμπράκης) διότι, ἐνῷ τὴν νύκτα ἠθρίαζε κι ἐγίνετο «ὁ οὐρανὸς καντῆλι», τὴν ἡμέραν συνηγοντο πάλιν τὰ νέφη, καὶ ὁ βορρᾶς ἐφαινετο ὑποχωρῶν εἰς τὸν ἀπηλιωτην, ὡς νὰ ἠπειλεῖτο βροχή· ἀλλὰ μόλις ἐπροβαλε, κι ἐφάνη ὡς νὰ ἔβλεπε ποιὰ ἦτο ἡ ὑψηλότερα καὶ ἐγγύτερα κορυφὴ ἐκ τῶν κατάλευκων ὀρεων ὁλόγυρα, ἡ τοῦ Πηλίου ἢ ἡ τοῦ Ὄθρυος, διὰ νὰ σπεύσῃ τὸ ταχύτερον νὰ κρυφθῆ. Ἀλλὰ τὰ νέφη σωρευθέντα πάλιν τὸν ἀπήλλαξαν τοῦ κόπου τούτου.
Ἡ ἀκριβὴς ἀπόστασις ἀπὸ τοῦ μεσηβρινοῦ λιμένος ἕως τὸ βορεινότερον ἄκρον τῆς νήσου, ὅπου ἐπλεον, θὰ ἦτο ὡς δέκα ναυτικῶν μιλίων. Ὁ παπὰς ἔβλεπεν ὅτι ἠθελον νυκτώσει, πρὶν φθασωσιν εἰς τὸ Κάστρον. Ἦτο μεσημβρία ἤδη, καὶ δὲν ἔφθασαν ἀκόμη εἰς τὴν Κεγχρεὰν, τὴν ὡραίαν μελαγχολικὴν κοιλάδα μὲ τὰς ἐλαιοφύτους κλιτύς, μὲ τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν πυκνὸν ὀρυμῶνά της, μὲ τὸ ρεῦμα καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς νερομύλους της. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Κεχρεάν, συνέβη ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὁ μὲν κακομάντις Πανάγος προέλεγεν, ὁ δὲ Στεφανὴς δὲν ἠγνὀει, καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης προέβλεπεν. Εἴτε τροπὴ εἰς τὸν μαΐστρον ἦτο, εἴτε ἀποθαλασσια καὶ μπουκάρισμα τοῦ κόρφου, τὰ κύματα ἤρχισαν νὰ ὀγκοῦνται κατάπρωρα τοῦ μικροῦ σκάφους, καὶ ἡ βάρκα μὲ τὸ λευκὸν πανίον της, καὶ μὲ τὸν φλόκκον καὶ τὴν ἀντέννα της, ἤρχισε νὰ σκιρτᾷ ἐπὶ τῶν κυμάτων, ὅμοια μὲ Ἑλληναλβανὸν χορεύοντα ἡρωικοὺς χορούς, μὲ τὸν λευκὸν χιτῶνα ἀνεμίζοντα, μὲ τὸν ἕνα βραχίονα τριγωνοειδὴ εἰς τὴν μέσην, μὲ τὸν ἄλλον ὑψιτενὴ καὶ παίζοντα τὰ δάκτυλα. Αἱ γυναῖκες ἤρχισαν νὰ δειλιῶσιν. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ ἠρώτα τὸν παπά ἂν δὲν ἦτο καλὸν ν᾿ ἀποβιβασθῶσι καὶ ἀνελθωσιν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχρεὰν νὰ λειτουργήσωσιν, ὅπως ἑορτάσωσιν ἐκεῖ τὰ Χριστούγεννα. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρής, ζαλισθείς, ἐζαρωσεν εἰς μίαν γωνίαν, καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιβάται μεγάλως ἀνησυχοῦν. Μόνον δυὸ ἄνδρες δὲν ἐδειλίασαν, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ παπα-Φραγκούλης.
Εἷς τῶν ἐπιβατῶν ἐπροτεινε ν᾿ ἀράξωσι προσωρινῶς εἰς τὴν Κεχρεάν, ἕως ὅτου κοπάσῃ ὁ ἄνεμος. Ὁ Στεφάνης καὶ ὁ ἱερεὺς συνεννοοῦντο διὰ νευμάτων. Ἀπεῖχον ἀκόμη ἀπὸ τὸ Κάστρον ὑπὲρ τὰ τρία μίλια. Δυὸ μέσα ἠδυναντο νὰ δοκιμασωσιν, ἂν τὰ εὕρισκον τελεσφόρα· ἡ νὰ συστειλωσι τὰ ἱστία καὶ νὰ προχωρησωσι μὲ τὰς κωπας, καταφρονοῦντες τὸν ἀφόρητον, διὰ τὰς γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι ἀπὸ τὰ θραυόμενα καὶ εἰσπηδωντα εἰς τὸ σκάφος κύματα, ριγοῦντες καὶ δεινως πάσχοντες, ἡ ν᾿ ἀποβιβασθωσιν εἰς τὴν ξηρὰν καὶ νὰ δοκιμασωσιν ἂν θὰ εὕρισκον ὄρομισκον τινά, δχὶ πολὺ πλακωμένον ἀπὸ τὴν χιονα, ὥστε νὰ εἶναι βάτος εἰς ἀνθρώπους. Πτυαρια καὶ ἀξίνας δυὸ τρεῖς εἶχε πάρει μαζί του ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνούς, προβλέπων ὅτι ἴσως θὰ ἐχρησιμευον διὰ ν᾿ ἄνοιξη ὄρομον πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ ἀποκλεισμένου ἀδελφοῦ του. Ὁ παπα-Φραγκούλης ἀπεφανθη ὅτι, ἀφοῦ ἐξ ἅπαντος θὰ ἐνυχτωναν, καλλιον θὰ ἦτο νὰ δοκιμασωσι τὸ πρώτον, διότι κέρδος θὰ ἦτο, εἶπεν, ὅσον ὀλίγον καὶ ἂν ἠδυναντο νὰ προχωρησωσι διὰ θαλασσής, καὶ ὕστερον θὰ εἶχον καιρὸν νὰ καταφυγωσι καὶ εἰς τὴν δευτεραν μέθοδον.
Ἤδη ὁ ἥλιος, ἐπιφανεὶς ἀκόμη μίαν φοράν, ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν. Ἦτο τρίτη καὶ ἡμίσεια ὥρα. Καὶ ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνε. Καὶ ἡ βαρκούλα τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ, μὲ τὸ ἀνθρώπινον φορτίον της, ἐχορευεν, ἐχορευεν ἐπάνω εἰς τὸ κῦμα, πότε ἀνερχόμενη εἰς ὑγρὰ ὅρη, πότε κατερχόμενη εἰς ρευστας κοιλάδας, νῦν μὲν εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ καταποντισθῆ εἰς τὴν ἄβυσσον, νῦν δὲ ἑτοίμη νὰ κατασυντριβῇ κατὰ τῆς κρημνώδους ἀκτῆς. Καὶ ὁ ἱερεὺς ἔλεγε μέσα τοῦ τὴν παράκλησιν ὅλην, ἀπὸ τὸ «Πολλοις συνεχόμενος» ἕως τὸ «Πάντων προστατεύεις». Κι ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς ἐστενοχωρεῖτο, μὴ δυνάμενος ἐπὶ παρουσία τοῦ παπά νὰ ἔκχυση ἐλευθερως τὰς ἀφελεῖς βλασφημίας του, τὰς ὁποίας ἔμασα κι ἔπνιγε μέσα του, ὑποτονθορυζων: «Σκύλιασε ὁ διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θὰ σκάσης, ἀντίχριστε, Τοῦρκο! Τὸ Μουχαμέτή σου, μέσα!» Κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, ἔλεγε τὸ «Θεοτόκε Παρθένε», κι ἐπανελαμβανεν: «Ἔλα, Κ᾿στέ μ᾿! Βοήθα, Παναΐα μ᾿!» Καὶ τὰ κύματα ἔπληττον τὴν πρῷραν, ἐπληττον τὰ πλευρὰ τοῦ σκάφους, καὶ εἰσορμωντα εἰς τὸ κύτος ἔκτυπων τὰ νῶτα, ἔκτυπών τους βραχίονας τῶν ἐπιβατῶν. Καὶ ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνε. Καὶ ἡ βαρκούλα ἐκινδύνευε ν᾿ ἀφανισθῇ. Καὶ ἡ ἀπόρρωξ βραχώδης ἀκτὴ ἐφαινετο διαφιλονεικοῦσα τὴν λείαν πρὸς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης.
Τέλος, ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Ἐνύκτωσεν ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν θὰ ἐβλεπον ἀντίκρυ τὸ Κάστρον, οὗ ἀπεῖχον τώρα δυὸ ἀκόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα πρὸς ἀνατολὰς ἠμπόδιζον νὰ φανῇ τὸ παρήγορον φέγγος τῆς σελήνης. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος, ἀντὶ νὰ πέσῃ, ἐδυνάμωνε καὶ ἀγρίευε καὶ ἐθεριευε, καὶ ὁ πλοῦς κατέστη ἀδύνατός του λοιποῦ. Δὲν ἔβλεπον πλέον οὔτε ἐμπρὸς οὔτε δεξιὰ τίποτε, εἰμη δυὸ δγκοὺς φαιούς, ἀμαυρούς. Εὐτυχῶς, ὁ μπαρμπα-Στεφανης ἐγνώριζε καλὰ τὸ μέρος.
«Ἐδῶ, ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα λιμανάκι, παπά, κατ᾿ ἀπ᾿ τὸ Πρυΐ, ἀποκατ᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Ἀναστασία, στὰ Μποστάνια».
«Θυμᾶσαι καλά, Στεφανῆ;»
«Ὅπως ξερ᾿ς ἡ ἁγιωσύνη σ᾿ τὰ γράμματα τσ᾿ ἐκκλησιᾶς ἀπ᾿ ὀξου, παπά, ἔτσι κι ἐγὼ τὰ ξέρω ἀπ᾿ ὀξου ὅλα τὰ λιμανάκια, τοὺς κάβους, κι τ᾿ς ἀμμουδιές, ὅλες τὶς ξέρες κι τὰ γκριφια κι τὰ θαλάμια».
Καὶ προσηγγισαν μὲ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα καὶ βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Ἐκεῖ, ἐκεῖ διανασταει».
Ὑπῆρχεν ἓν θαλάσσιον μάρμαρον, ὡς φυσικὴ ἀποβάθρα, πότε καλυπτόμενον ἀπὸ τὸ κῦμα, πότε ἀνέχον ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Τὴν φορᾶν ταύτην τὸ ἐκάλυπτε καὶ δὲν τὸ ἐκάλυπτε τὸ κῦμα. Ἐπλησίασαν καὶ ἠσθανθησαν πάραυτα τὸ εὐάρεστον αἴσθημα τῆς παύσεως τοῦ σάλου καὶ τῆς προσεγγίσεως εἰς σκεπαστὸν καὶ εὐλίμενον μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» εἶπε ποιῶν τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρης, ὅστις τότε ἐξεζαλίσθη κι ἐσταθη εἰς τοὺς πόδας του.
Ἐπηδησαν εἰς εἰς ἐξω· ἐξεφορτωσαν τὰς ἀποσκευὰς καὶ ἠλάφρυναν τὴν βαρκαν. Ἀνάμεσα εἰς τὸ μάρμαρον καὶ εἰς τὴν κρημνώδη ἀκτὴν ἐσχηματιζετο μικρὰ ἀμμουδιά, ὅση θὰ ἠρκει διὰ νὰ σύρῃ ἁλιεὺς τὴν ψαροπούλαν του, γυρμενην ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν ἐπὶ τῆς ἄμμου, καὶ νὰ ἐξαπλωθῆ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν νὰ κοιμηθῆ θεωρῶν τοὺς ἀστέρας.
«Τώρα νὰ σύρουμε τὴ βάρκα, παπά» εἶπεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής, «κι ὕστερα οἱ ἄνδρες νὰ φορτωθοῦμε ὅλα τὰ πράγματα καὶ ν᾿ ἀρχίσουμε σιγὰ σιγὰ ν᾿ ἀνεβαίνουμε. Ἂς πάρουν κι οἱ.γυναῖκες δ,τι μποροῦν».
«Νὰ τώρα τί ἄξιζε νὰ ᾿χα τὸ μ᾿λαρι μαζὶ μ᾿» εἶπεν ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνούς. «Σοῦ εἶπα, μπαρμπα-Στεφανη, νὰ τὸ μπαρκάρουμε, δὲ θέλησες».
Ἔσυραν τὴν λέμβον. Ἤναψαν τὰ δυὸ φανάρια ποὺ εἶχαν. Ὁ Βασίλης ἔλαβε τὰ πτυάρια καὶ τὰς ἀξίνας του, καὶ ἀπομακρυνθεῖς προσωρινῶς ἤρχισε νὰ κατοπτεύῃ ποὺ θὰ εὕρισκε μονοπάτι ὄχι πολὺ πατημένον ἀπὸ τὴν χιονα, ὥστε νὰ δύνανται ἄνθρωποι νὰ βαδισωσιν. Ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο ὡς τὸ Κάστρον, τὸ ὁποῖον διεκρινετο ὡς πελώριος ἀμαυρὸς ὄγκος ὑψηλὰ πρὸς βορρᾶν, ἡ ὁδὸς δὲν θὰ ἦτο πλέον τῆς ὥρας, ἀλλ᾿ εἰς ἣν κατάστασιν ἦτο τώρα ὁ ὄρομος ἀπὸ τὰς χιονας, τὶς οἶδεν ἂν θὰ ἠρκει καὶ τὸ τριπλάσιόν του χρόνου ὅπως φθασωσιν. Ἐδείπνησαν ὅλοι ἐπὶ ποδὸς μὲ διπυρα καὶ μὲ ἐλαίας καὶ ἐπιον ὀλίγον οἶνον ἡ ρακήν.
Ὁ Βασίλης ἐπανελθὼν ἀνηγγειλεν ὅτι ἄνευρε τὸ μονοπάτι, πλακωμένον πολὺ ἀπὸ τὴν χιονα, ἀλλ᾿ ὅτι μὲ πολὺν κόπον, ἂν προπορευωνται δυὸ ἄνθρωποι καὶ ξεχιονιζουν, ἐλπίζει νὰ φθάσουν εἰς τὸ Κάστρον τὸ γρηγορωτερον... ἕως τὰ μεσανυκτα. Ἐφορτωθησαν τὰς ἀποσκευας. Ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἔλαβε τὸ ἕνα φανάρι καὶ μία τῶν γυναικῶν τὸ ἄλλο. Ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνοῦς, ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ υἱός του ἔλαβον τὰ πτυάρια καὶ τὰς ἀξίνας καὶ προπορευόμενοι ἤρχισαν νὰ ξεχιονιζωσιν. Ὁ ὁρμίσκος ἀνήρχετο ἕρπων εἰς τὸν κρημνὸν κατ᾿ ἀρχάς, εἰτα κατηρχετο εἰς ἐν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Ἐπατουν προσεκτικως, ὡς νὰ ἐμετροῦσαν τὰ βήματα τῶν. Ἡ σελήνη εἰχεν ἀπαλλαγῆ τῶν νεφῶν καὶ προσεπαθει νὰ φέξη τὸν ὄρομον μὲ τὸ κρυερον φῶς της. Ἐνίοτε ἔχαναν τὸ χάραγμα τοῦ ὄρομου, ἀπεπλανωντο κι εὑρίσκοντο αἴφνης ἐπὶ τῆς κορυφῆς πελώριων βράχων, κάτω τῶν ὁποίων ἄβυσσος ἠνοιγε τὸ στόμα της, καὶ πάλιν κατεβαῖνον μὲ τρεμουλιαστὰ γόνατα, κρατούμενοι ἐκ τῶν πετρῶν καὶ τῶν θάμνων. Ἀνεῖρπον εἰς τὸν κρημνὸν ὡς μικρὸν κοπαδιον αἰγῶν ἀποπλανηθὲν καὶ ἀπαγόμενον ὀπίσω εἰς τὴν μάνδραν ἀπὸ τοὺς δυὸ βοσκούς του, οἵτινες τὸ ἀνεζητησαν κρατοῦντες φανάρια, καὶ μακροθεν ἂν τοὺς ἔβλεπε τίς, ἠδυνατο νὰ τοὺς ἐκλάβη ὡς συστρεφόμενον κρικωτον τέρας, φωσφορίζον τὴν κεφαλὴν καὶ τὴν οὐράν, μὲ τοὺς δυὸ φανούς. Μὲ ὅλον τὸ ξεχιονισμα, τὸ ὁποῖον ἐννοεῖ τὶς ποσὸν ἀτελῶς ἐνηργεῖτο, ἐπατουν ἐνίοτε σφαλερῶς κι ἐχωνοντο ὡς τὸ γόνυ καὶ ὡς τὸν μηρὸν εἰς τὴν χιονα.
Ἐπλησίαζε μεσάνυκτα ὅταν ἔφθασαν ὑπὸ τὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου, μισοπνιγμενοι, παγωμένοι, ἁλμυροὶ ἀπὸ θάλασσαν καὶ λευκοὶ ἀπὸ χιονα, μελανιασμένοι τὰ χείλη, ἀλλὰ θερμοὶ τὴν καρδίαν.
Ἐκεῖ ἐπάνω, πρὶν διελθωσι τὴν γέφυραν, ἀπὸ τὴν σιδερόπορταν τοῦ Κάστρου ἠκουσθησαν φωναίι:
«Ποιοὶ εἶστε; Ποιοὶ εἶστε;»
Καὶ ἀντήχησε βαρὺς ὁ τριγμὸς τῶν ἐσκωριασμενων στροφέων, ὡς νὰ ἐδοκίμαζε τὶς νὰ κλείση ἔσωθεν τὴν σιδηρᾶν πύλην. Ἠκουσθη δὲ καὶ μικρὸς κρότος, ὡς ὁ τῆς ὑψώσεως σκανδάλης τουφεκιοῦ.
«Καλοί! Καλοί! Πατριῶτες!» ἀπηντησεν ὁ μπαρμπα-Στεφανής. «Μὰ ἐσεῖς ποιοὶ εἶστε;»
«Πέστε μας τὰ ὀνόματά σας!»
«Ἡμεῖς εἴμαστε...» ἤρχισεν ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς, καὶ συγχρόνως διὰ τοῦ βλέμματος ἐσυμβουλευετο τὸν παπάν.
«Μπά! αὕτη εἶναι ἡ φωνὴ τ᾿ ἀδερφοῦ μου» ἀνεκραξεν ὁ Βασίλης τῆς Μυλωνούς.
Καὶ εἶτα ἐντεινας τὴν φωνήν:
«Ἀργύρη, ἐγὼ εἶμαι!» ἐφώναξε.
«Τόσο καλύτερα... μᾶς ἔβγαλαν κι ἀπὸ ἕναν κόπο» ἐψιθυρισεν ὁ ἱερεύς.
Ἀνέβησαν εἰς τὸ Κάστρον, ὅπου συνηντησαν τὸν Ἀργύρην τῆς Μυλωνοῦς καὶ τὸν σύντροφόν του, τὸν Γιάννην τὸν Νυφιωτην. Οὗτοι ἐν ὀλιγοις διηγήθησαν πὼς τοὺς εἶχε κλείσει τὸ χιόνι ἐπάνω στὸ Στοιβωτό, ὅπου ἐτρυπωσαν δυὸ νύκτας εἰς μίαν σπηλιάν, καὶ πὼς τὴν προχθές, ἤτοι εἰς τὰς 22 τοῦ μηνός, ἐλθόντες τοὺς ἀπηλευθέρωσαν ἐκεῖθεν, ἐκτοπίσαντες μεγάλους ὄγκους χιόνος, δυὸ αἰγοβοσκοί, ὁ Γιαλῆς ὁ Κονιζᾶς καὶ ὁ Γιώργης ὁ Μπάντας, οἵτινες καὶ εὑρίσκοντο τὴν στιγμὴν ταύτην μὲ ὅλον τὸ αἰπόλιόν των εἰς τὸ φρούριον.
Τὸ φρούριον τοῦτο, ὅπερ ἀλλαχοῦ περιεγραψαμεν, ἦτο γιγαντιαῖος βράχος, φυτρωμένος ἐκεῖ παρὰ τὸ πέλαγος, προεκβολὴ τῆς γῆς πρὸς τὸν πόντον, ὡς νὰ ἔδειχνεν ἡ ξηρὰ τὸν γρόνθον εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ τὴν προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, ἁλίκτυπος, ὅπου γλαῦκες καὶ λάροι ἠριζον περὶ κατοχῆς, διαφιλονεικουντες ποὺ ἀρχίζει ἡ κυριότης τοῦ ἑνὸς καὶ ποὺ σταματᾷ ἡ δικαιοδοσία τοῦ ἄλλου. Προσφιλὴς σκοπὸς τοῦ βορρᾶ καὶ τῶν γειτόνων του, τοῦ καικιου καὶ τοῦ ἀργεστου, ὧν τὸ στάδιον εὐρὺ ἐκτείνεται ἀναμεσον τῆς Χαλκιδικης, τοῦ Θερμαίκου, τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου μεμονωμένος ὑψιτενης βράχος, ἐφ᾿ οὗ οἱ κάτοικοι ἐξ ἀνάγκης εἶχον κλεισθῆ διὰ φύλαξιν κατὰ τῶν πειρατῶν καὶ τῶν βάρβαρων, ἐγκαταλιποντες αὐτὸν ἔρημον μετὰ τὸ 1821, ὅτε ἐκτίσθη ἡ σημερινὴ μεσημβρινὴ πολίχνη. Μέχρι πρὸ ὀλίγων ἐτῶν ἐσωζοντο ἀκόμη οἰκιαι τινὲς μὲ τὰς στεγας καὶ τὰ πατωματὰ τῶν ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀλλὰ τελευταῖον, ἡ ὀλιγωρία τῶν δημοτικῶν ἄρχων, ὁ ὀκνὸς τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ νὰ ἐπισκεπτωνται τὸ Κάστρον συχνοτερα, καὶ ἡ ἀσυνειδησία ὀλίγων τίνων συλαγωγων, πλεονεκτῶν ἡ οἰκοδομῶν, εἶχε καταστήσει ἐρειπιὼν σωρὸν τὸ Κάστρον. Ἐντεῦθεν ἀμελησαντες καὶ οἱ ἐφημέριοί της σημερινῆς πολίχνης, ἄφηναν ἀπὸ ἐτῶν ἤδη ἀλειτούργητον τὸν ναὸν τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς.
Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ δχὶ πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδεία τοῦ φθασαντες εἰσηλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία τῶν ἠσθανθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθυρισε μετ᾿ ἐνδομύχου συγκινήσεως τὸ «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκον σου», κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾿στάνα της τὴν βρεγμενην κι ἐφόρεσεν ἄλλην, στεγνήν, καὶ τὸ γ᾿νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἰχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμόκλαδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδηλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δυὸ μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σῳζόμενου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῇς, κι ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σῳζόμενον ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καὶ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.
Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κι ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημενον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης Βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ Θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναι παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τὶς ὅτι στιλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλαλει, φαντάζεται τὶς ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ»!
Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρεμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολυκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾿ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσιων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημίδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγόν τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ ὁρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ του ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾿ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἅγιας Ἰουλιττης. Δία δώρων καὶ θυσιῶν ἐζητει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύση τὸ παιδιον, καὶ διὰ τοῦ παιδιοῦ τὴν μητέρα. Ἀλλ᾿ ὁ παῖς, καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, καὶ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.
Καὶ εἰς τὴν χηβαδα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὑψηλά, ἐφαινετο στεφανουμενη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτερω, περὶ τὸ θυσιαστήριον, ἵσταντο, ἄρρητον.σεμνότητα ἀποπνεουσαι, αἱ μορφαι τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθεου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, καὶ ἐφαινοντο ὡς νὰ ἐχαιρον διότι ἐμελλον ν᾿ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχας καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὖς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονιζετο περιτεχνως ὅλον τὸ Δωδεκαορτον καὶ τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων, καὶ ἡ βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσηλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε, ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, ἂν καὶ ἐνυσταζον τινὲς αὐτῶν, ἠσθανθησαν τόσον τὴν χαράν του νὰ ζωσι καὶ τοῦ νὰ ἐχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κύριου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. Οἱ αἰπόλοι, εὑρόντες ἐνασχόλησιν καὶ πρόφασιν ὅπως καπνιζωσι καθήμενοι, καὶ ἐνίοτε ὅπως ἐξαπλωνωνται καὶ κλεπτωσιν ἀπὸ κανέναν ὕπνον τυλιγμένοι μὲ τὲς καππες τῶν παρὰ τὸ πῦρ, εἶχον ἀνάψει ἔξω δυὸ πυρσούς, τὸν ἕνα ἔμπροσθεν τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ βόρειον μέρος. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τὴ βοήθεια τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν. Καὶ εἶχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρῶν ξύλων καὶ κλάδων οἱ ἐκεῖ καταφυγοντες αἰπόλοι, μὲ τὰς ὀλιγας αἶγας καὶ τὰ ἐρίφιά των, ὅσα δὲν εἶχον ψοφήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν βαρὺν χειμῶνα τοῦ ἔτους ἐκεινοῦ, οἱ τραχεῖς αἰπόλοι, οἵτινες εἶχον σώσει καὶ τοὺς δυὸ ὑλοτόμους ἐκ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς χιονος. Καὶ εἰτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾿ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμενοι, ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (ἄ! ἐμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως, ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔρρινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμίμητου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξελιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾿ εὐλαβῶς καὶ μετ᾿ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς, οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἣν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἕν, πότε δυὸ καὶ ἥμισυ τὰ διήρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας...
Ἀλλ᾿ ὀτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθων ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποὺ ἐγεννηθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἅγίων ἐφανησαν ὡς νὰ ἐφαιδρυνθησαν εἰς τοὺς τοίχους. «Ἀκολουθησωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», καὶ ἐσεισθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψιστοις λέγοντες τῷ σήμερον ἐν σπηλαιῳ τεχθεντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρισαντες οἰκεῖον αὐτοὶς τὸν ὕμνον.
Καὶ εἰτα ὁ ἱερεὺς ἐπῆρε καιρὸν καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως.
Αἴφνης ἠκούσθησαν φωναὶ ἔξωθεν τοῦ ναοῦ. Ἐξηλθον τινὲς τῶν ἀνδρῶν νὰ ἴδωσι τί τρέχει. Ἐξῆλθε κι ἡ θειὰ τὸ Μαλαμῶ, κι ὁ κὺρ Ἀλεξανδρης ἔμεινε μὲ τὰ γυαλιὰ εἰς τὰ ὄμματα, βλέπων πρὸς τὴν θύραν ἀριστερά του, καὶ διέκοψε τὴν ψαλμῳδίαν του. Ὁ παπὰς ἔρριψεν αὐστηρὸν βλέμμα πρὸς τὸν ψαλτην καὶ τὸν ἐκαρφωσεν εἰς τὴν θέσιν του.
τὰς φωνας εἶχον ρηξει ὁ εἷς τῶν αἰπόλων καὶ ὁ εἷς τῶν ὑλοτόμων, οἵτινες ἔτυχον καθήμενοι παρὰ τὸν πυρσόν, ἀνατολικως τοῦ ναισκου. Δία τῶν φωνῶν τούτων εἶχον ἀπαντήσει εἰς τίνας κραυγὰς ἐλθούσας ἀπ᾿ ἀντίκρυ, ἐκ τῆς θαλάσσης.
Ἐκεῖ, ἐν μέσῳ τοῦ Κάστρου καὶ τῆς βραχώδους ἀκτῆς τοῦ Κουρουπη, ἐσχηματίζετο ἐπισφαλὴς ὅρμος, ὁ Μικρὸς Γιαλός. Αἱ κραυγαι ἠρχοντο ἀκριβῶς ἐκ τῆς γειτονιᾶς τῶν ἀπεσπασμένων βράχων καὶ σκοπέλων, ὑπὸ τὴν φοβερὰν ἀκτὴν τοῦ Κουρουπῆ.
Παρῆλθε πολλὴ ὥρα ἕως οὐ ἐννοησωσι τί τρέχει. Ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι εἶχον ἐξέλθει τοῦ ναοῦ. Ἔμειναν μόνοι ὁ ἱερεύς, ὅστις ἐκρατεῖτο ἀκλόνητος εἰς τὸ χρέος του, φορεμενος ἤδη τὰ ἱερὰ ἄμφια, ἑτοιμαζόμενος νὰ προσέλθη εἰς τὴν προσκομιδήν, καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρης, τὸν ὁποῖον ἐκρατει τὸ βλέμμα τοῦ ἱερέως.
Ἐν τουτοις, κατ᾿ εἰκασίαν μᾶλλον ἡ ἐκ βεβαιας πληροφορίας, ἐνοησαν ὅτι ἐκεῖ, ὑπὸ τὸν Κουρουπη, εἶχε προσαράξει πλοῖον ἀπὸ τοῦ πελάγους ἐρχόμενον. Ἡ σελήνη εἶχε δύσει καὶ ὁ πυρσὸς δὲν ἐρριπτε πόρρω τὸ φῶς. Ἐβλεπον ἀμυδρῶς ἐκεῖ ἀπέναντι, εἰς ἀπόστασιν μιλιοῦ σχεδόν, ἐπὶ τοῦ μαυρισμένου ὄγκου τῶν ἁλικτυπων βράχων, ἐβλεπον σῶμα τί ἀμυδρῶς κινούμενον, μελανωτερον τῶν βράχων. Ἀντηχοῦν ἐν τῇ σιγῇ τῆς νυκτός, μεγεθυνομεναι ἀπὸ τὰς ἠχοῦς, κραυγαι ἀγωνιᾷς καὶ ταραχῆς, ὅμοιαι μ᾿ ἐκεινας τὰς ὁποίας ἐκχυνουσι κινδυνεύοντες ἄνθρωποι ἡ ναυαγοὶ σαστισμένοι.
Οἱ ἄνδρες ἔσπευσαν νὰ ῥίψωσιν ἐπὶ τῆς πυρᾶς ὅσα κλαδιὰ εἶχον πρόχειρα ἀκόμη, σχηματίζοντες ὀγκωδεστέραν τὴν φλόγα. Ἄλλο μέσον βοήθειας δὲν εἶχον ταχύ.
Ἐν τουτοις, ὁ Στεφάνης ὁ πορθμεὺς καὶ ὁ Μπάντας καὶ ὁ Νυφιωτης ὁ Γιάννης καὶ ὁ Ἀργυρῆς καὶ ὁ ἀδελφός του ἔλαβον ἀνὰ ἕνα δαυλὸν καὶ τὰ δυὸ φανάρια, καὶ ἀπεφασισαν νὰ κατελθωσι τρέχοντες εἰς τὸν Μικρὸν Γιαλόν. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὁ κρημνώδης ὁρμίσκος δὲν ἦτο χιονισμένος, θὰ ἐχρειαζετο σχεδὸν ἠμίσεια ὥρα διὰ νὰ κατέλθῃ τις ἐκεῖ ἀπὸ τὸ Κάστρον, καὶ τώρα ὅπου ἦτο χιονισμένος, καὶ ἦτο νύξ, τρίτη ὥρα μετὰ τὰ μεσανυκτα, οὔτε μία ὥρα δὲν θὰ ἤρκει. Εἰς μίαν δὲ ὥραν ἠδύναντο νὰ κατασυντριβῶσι δεκάδες πλοίων καὶ νὰ πνιγῶσιν ἑκατοντάδες ἀνθρώπων.
Οὐχ ἧττον οἱ ἄξεστοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, ἐκ τῆς αὐθορμήτου ἐκεινῆς φιλανθρωπίας, ἥτις εἶναι οἰονεὶ φυσικὴ ὁρμή, ὡς συμπάθεια τῆς σαρκὸς πρὸς τὴν σάρκα, καὶ εἶναι τὸ πρώτον καὶ τελευταῖον αἴσθημα τὸ συγκινοῦν τὴν καρδίαν, μετὰ τὴν πρώτην ἔκπληξιν, καὶ πρὶν προφθασασα πνεύση ἡ παγερὰ πνοὴ τῆς φιλαυτίας καὶ ἀδιαφορίας, οἱ ἄνθρωποι, λέγω, ἐκεῖνοι ἔλαβον τοὺς δαυλούς των καὶ ἔτρεξαν ἔξω τῆς πύλης καὶ τῆς γέφυρας, καὶ ἤρχισαν νὰ τρέχωσι τὸν κατήφορον.
Οἱ λοιποί, μειναντες ἐπάνω, ἠσχολοῦντο ν᾿ ἀνανέωσιν ὁλονεν τὴν φλόγα, μὴ παύοντες νὰ ριπτωσι ξηρὰ κλαδιὰ εἰς τὸ πῦρ.
Ὁ ἱερεὺς ἐβραδυνεν ἐπίτηδες εἰς τὴν πρόθεσιν, κι ἐμνημόνευσε τὴν πρωίαν ἐκείνην ὅσα ὀνόματα εἶχεν ἀαθᾳμένα, οὗ μόνον τὰ ἰδικά του καὶ τῶν ἐλθόντων πανηγυριστῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐνοριτῶν του, οὗ μόνον ὅσα εἶχε γραπτά, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐκ μνήμης ἐγνωριζεν ἐγνώριζε δ᾿ ἐκ μνήμης ὅλα τὰ ὀνόματα τῆς πολίχνης, ἀαθᾳμένα καὶ ζωντανά. Ἐδεήθη καὶ ὑπὲρ διασώσεως τοῦ κινδυνεύοντος πλοίου, περὶ οὔ, χωρὶς νὰ ζητήσῃ ἐξήγησιν, ἀμέσως εἶχεν ἐννοήσει τὰ συμβάντα.
Τέλος, αἱ κραυγαι μικρὸν κατὰ μικρὸν ἔπαυσαν, ἡσυχία ἐπῆλθεν. Ἐφάνη ὅτι βωβὴ συμφορὰ εἶχεν ἐνσκήψει ἡ ὅτι ἡ δυσχέρεια ἔλαβε πέρας. Δυὸ ἄλλοι ἄνδρες ἀνησυχησαντες ἐξηλθον ἕως τὴν Ἅγιαν Κυριακήν, πέραν τῆς ξύλινης γέφυρας, μὲ δυὸ πυρσοὺς εἰς τὰς χεῖρας.
Παρῆλθεν ὀλίγη ὥρα· ὁ ἱερεὺς ἀργὰ ἀργὰ ἐμβῆκεν εἰς τὴν λειτουργίαν, ἐλπίζων νὰ ἤρχοντο ἐν τῷ μεταξὺ καὶ οἱ ἀπόντες. Ἀλλ᾿ ἡ λειτουργία προυχώρει καὶ ψυχὴ δὲν ἐφαινετο. Τέλος, εἰς τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», ἐπέστρεψαν πρῶτοι οἱ τελευταῖοι ἐξελθοντες πρὸς ἐπισκόπησιν, εἶτα εἰσῆλθεν ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ καταβάντες εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ μετ᾿ αὐτὸν τρεῖς ἄγνωστοι μὲ ναυτικὰ ἐνδύματα καὶ μὲ κηρωτοὺς ἐπενδύτας. Ἔφθασαν ὅλοι ἀκριβῶς ὅπως ἀσπασθῶσι τὰς εἰκόνας καὶ λάβωσι τὸ ἀντίδωρον.
Ἐνῷ ὁ κυρ-Ἀλεξανδρὴς ἀνεγίνωσκε τὸ «Εὐλογήσω τὸν Κύριον», οἱ ἄνδρες ἐξηγοῦντο ταπεινῇ τῇ φωνῇ τὰ συμβάντα. Τὸ ἐξοκεῖλαν πλοῖον ἦτο τὸ γολεττὶ τοῦ καπετὰν Κωσταντῆ τοῦ Λημνιαραίου, αὐτοπροσώπως παρόντος ἐκεῖ. Ὁ ἴδιος, ἀνὴρ μεσῆλιξ, βραχὺς τὸ σῶμα, μὲ ἁδρὸν μύστακα, διηγεῖτο τὰ ἑξῆς: Πρὸ δυὸ ἡμερῶν ἦτο προσορμισμένος εἰς τὴν Δάφνην, τὸν μεσημβρινὸν ὅρμον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλ᾿ ὁ βορειᾶς τὸν ἐζούριασε, αἱ ἁλυσίδες τῶν ἀγκυρῶν του ἐκόπησαν ὑπὸ τῆς βίας τοῦ ἀνέμου, καὶ παρεσύρθη διὰ μιᾶς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις του νὰ προσεγγίσῃ εἰς τὸν Κωφόν, τὸν γνωστὸν ὅρμον τῆς Συκιᾶς, τοῦ μεσαίου λαιμοῦ τῆς Χαλκιδικης, ὅπου ἅμα εἰσπλεύσῃ τις, δὲν βλέπει πλέον πόθεν εἰσέπλευσεν, ἀλλ᾿ ὅπου δυσκολως εἰσπλέει τις. Ὁ ὅρμος ὁμοιάζει μὲ λίμνην μεσόγειον, μὴ ἔχουσαν ὁρατὸν στόμιον, τόσον εἶναι ἀσφαλής. Καὶ τὸ γολεττι, ζυλαρμενον, μετὰ ματαιας προσπαθείας, παρεσύρθη ὑπὸ τῆς τρικυμίας πρὸς τὰς νήσους, ὅπου, τὴν νύκτα ἐκείνην τῶν Χριστουγέννων, οἱ ἀγωνιῶντες ναυβαται εἶδον ἔξαφνα φῶς, ὡς φάρον ὁδηγοῦντα αὐτούς, τοὺς πυρσούς, οὖς εἶχον ἀνάψει ἔμπροσθεν τοῦ ναΐσκου τοῦ Χριστοῦ οἱ τραχεῖς αἰπόλοι. Ὁ πυρσὸς ἐκεῖνος ἐφάνη πρὸς αὐτοὺς ὡς θεῖον πράγματι θαῦμα, ὡς νὰ ἐθερμαίνοντο περὶ αὐτὸν ἀγραυλοῦντες οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι, οἱ ἀκούσαντες τὸ «Δόξα ἐν ὑψιστοις». Ἐπλησίασαν, φερόμενοι μᾶλλον ἡ πλέοντες, πρὸς τὸ μέρος τοῦτο, καὶ τότε ἐκινδύνευσαν νὰ κατασυντριβωσιν εἰς τοὺς βράχους τοῦ Κουρουπη. Εὐτυχῶς, δι᾿ ἐπιτήδειου χειρισμοῦ ἀπεφυγον τὴν καταστροφὴν κι ἐκαθισαν τὸ σκάφος εἰς τὰ ρηχά, ἐπὶ τῆς ἄμμου, ὅπου τόσον καλὰ ἦτο ἐξησφαλισμενον, ὅσον δὲν ἠδυνατο νὰ εἶναι μὲ τὰς δυὸ ἄγκυράς του, τὰς μεινασας ὡς ὁμήρους εἰς τὸν βυθὸν τοῦ ὅρμου τῆς Δάφνης.
Ἔφεξεν ὁ Θεὸς τὴν χαρμόσυνον ἡμέραν, καὶ οἱ αἰπόλοι ἐφιλοτιμηθησαν νὰ σφαξωσι καὶ ψησωσι δυὸ τρυφερὰ ἐρίφια, ἐνῷ οἱ δυὸ ὑλοτόμοι εἶχαν φέρει ἀπὸ τὸ βουνὸν πολλὰς δωδεκάδας κοσσύφια ἀλατισμένα· καὶ ὁ καπετὰν Κωσταντὴς ἀνεβίβασεν ἀπὸ τὸ γολεττί, τὸ ὁποῖον οὐδένα κίνδυνον διετρεχεν ὅπως ἦτο καθισμένον, ἂν δὲν ἔπνεε νότος ἀπὸ τῆς ξηρᾶς νὰ τὸ ἀπώθηση πρὸς τὸ πέλαγος, ἀνεβιβασε δυὸ ἀσκοὺς γενναίου οἴνου καὶ ἐν καλαθῶν μὲ αὐγὰ καὶ κχσκχβαλι τῆς Αἴνου, καὶ ἡμισείαν δωδεκάδα Ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία. Καὶ ἐφαγον πάντες καὶ ηὐφρανθησαν, ἑορτάσαντες τὰ Χριστούγεννα μετὰ σπανίας μεγαλοπρέπειας ἐπὶ τοῦ ἐρήμου ἐκείνου βράχου. Τὴν νύκτα ἐκοιμήθησαν ἐν μέσῳ ἀφθόνων πυρῶν, μὲ ἀρκετὰ δὲ σκεπάσματα καὶ καπποτες, ὅσα καὶ οἱ ἐκ τῆς πολίχνης πανηγυρισται εἶχαν φέρει μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ οἱ αἰγοβοσκοὶ εἶχαν εἰς τὸ Κάστρον, καὶ ὁ ἐκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης ἐκομισεν ἀπὸ τὸ πλοῖον του.
Τὴν ἐπαύριον ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, τὸ ψῦχος ἠλαττώθη πολύ, καὶ ἐπωφελούμενοι τὴν ἀνακωχὴν τοῦ χειμῶνος, ἀπεφασισαν ν᾿ ἀπέλθωσιν. Ὁ μπαρμπα-Στεφανὴς καὶ ὁ υἱός του μετὰ δυὸ ἄλλων βοηθῶν ἐπανῆλθον εἰς τὴν μικρὰν ἀμμουδιὰν ὑπὸ τὰ Μποστάνια, καθείλκυσαν τὴν λέμβον, ἐπέβησαν αὐτῆς, καὶ κάμψαντες τὸ Κάστρον, τὴν ἔφεραν ἀπὸ σοφρὰν εἰς τὸ βορειοανατολικὸν μέρος. Τὴ βοήθεια τῆς δυνατῆς βάρκας τοῦ μπαρμπα-Στεφανῆ καὶ τῆς μικρᾶς φελούκας τοῦ Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δὲν ἐβραδυναν νὰ ξεκαθισωσιν ἀπὸ τὴν ἄμμον τὸ γολέττι, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχε πάθει τίποτε, ἀλλ᾿ ἐφαινετο ὡς μαλακῶς πλαγιασμένον καὶ ἀναπαυόμενον κατόπιν πολλῶν κοπῶν. Καὶ ἀποχαιρετισαντες τοὺς αἰπόλους, ἐπεβιβάσθησαν οἱ μὲν εἰς τὸ γολεττι, οἱ δὲ εἰς τὴν βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκοῦσαν, καὶ μὲ ἱστία καὶ μὲ κωπας πλέοντες, διὰ τῆς βορειανατολικης ὁδοῦ τὴν φορᾶν ταύτην, ὡς συντομωτερας καὶ εὐπλοώτερας εἰς τὴν κάθοδον, ἔφθασαν αἰσίως εἰς τὴν πολίχνην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου