17 Αυγούστου 2010

Η αλήθεια, η ψευτιά, η ζωή και ο θάνατος

ΤΟ ΤΡΕΛΟ ΝΕΡΟ
του Φώτη Κόντογλου
…Η ψευτιά καί ο πνευματικός εκφυλισμός απλώνει μέρα με την ημέρα απάνω στους Έλληνες καί τους παραμορφώνει. Έναν λαό πού ξεχωρίζει ανάμεσα σ' όλα τα έθνη καί πού είναι γεμάτος πνευματική υγεία, πάμε να τον κάνουμε εμείς, οι λογής-λογής καλαμαράδες, κ' οι άλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς πνευματικό νεύρο, χωρίς πνευματική ανδροπρέπεια, χωρίς χαρακτήρα. Οι διάφοροι φωστήρες βαστάνε από μια πατέντα στα χέρια, καί μέρα-νύχτα δουλεύουνε για να «συγχρονίσουν» την Ελλάδα, ενώ στ' αληθινά σκάβουνε τον λάκκο της. Άμυαλα νευρόσπαστα!...
 Ποιόν θα συγχρονίσετε; Αυτό πού λέτε εσείς «συγχρονισμό» καί «εξέλιξη» είναι μια άθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ' ένα βλακώδες μοντέλο, οπού κάνανε οι σαρακοστιανοί καί κάλπικοι άνθρωποι, πού τους λέγει η Γραφή «χλιαρούς», δηλαδή σαχλούς, καί για τους οποίους λέγει ο Θεός ότι «μέλλει εμέσαι εκ του στόματος αυτού, ει χλιαροί εισι, καί ούτε ζεστοί ούτε ψυχροί» (Αποκαλ. γ' 16).
Μέσα σ' αυτό το καλούπι θέλετε να βάλετε τον λαό, κ' έτσι να χαθεί από πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι αληθινής ζωής, κάθε χαρακτήρας, θέλετε, μ' άλλα λόγια, να επιβάλετε στον κόσμο ένα πνευματικό «εσπεράντο», πού να καταργήσει κάθε ζωντανή ουσία κ' έκφραση μέσα στους ανθρώπους, δηλαδή έναν πνευματικό θάνατο, ή μια πνευματική παραλυσία. Αυτό το λέτε «συγχρονισμό» καί «εξέλιξη»! Ανόητοι κι αναίσθητοι! «Συγχρονισμένο» καί «εξελιγμένο» είναι ό,τι είναι ζωντανό, καί μοναχά ό,τι είναι πνευματικά πεθαμένο, όπως είσαστε εσείς, αυτό δε μπορεί να 'ναι ούτε συγχρονισμένο ούτε εξελιγμένο, αφού δεν είναι ζωντανό. Ο συγχρονισμός ο αληθινός είναι κάποια ενέργεια, πού γίνεται μόνη της μέσα σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Λοιπόν, ποια Ελλάδα καί ποιόν λαό θα «συγχρονίσετε», αφού η Ελλάδα είναι ολοζώντανη κι ο λαός της είναι αείζωος; Θα ζωντανέψετε εσείς τη ζωή, εσείς οι πεθαμένοι καί θαμμένοι; Θαρρείτε, πως με τις υστερικές φωνές καί με τις θεατρικές σκηνοθεσίες φανερώνεται η ζωή; Μα, ίσια-ίσια, εκεί πού παίρνει τη θέση της ζωής η νεκρή καί ψεύτικη απομίμησή της, δηλαδή το είδωλό της, με άλλα λόγια κάποια φτιαχτή σκηνοθεσία της ζωής, εκεί βέβαια δεν υπάρχει αληθινά η Ζωή. Να, αυτή η άψυχη σκηνοθεσία, αυτή είναι η «εξέλιξη» κι ο «συγχρονισμός» σας. Αυτός είναι ο θάνατος της ψυχής, γιατί η ψευτιά είναι θάνατος κ' η ζωή αλήθεια. Γι' αυτό κ' εσείς, με όλες τις φωνές πού βάζετε, καί μ' όλες τις δραστηριότητες, καί με όλα τα υστερικά ξετινάγματα, έχετε απάνω σας τη μπόχα του θανάτου. Κι αντί να πάτε κοντά στον λαό, πού είναι πηγή ζωής, για να πάρετε λίγη ζωή κι αλήθεια, εσείς θέλετε να τον κάνετε ζωντανόν, εκείνον εσείς οι πεθαμένοι να ζωντανέψετε τη ζωή, οι ψεύτες να φανερώσετε την αλήθεια, οι βρουκολάκοι να δώσετε δύναμη καί νεύρα στον αντρειωμένον!
Όποιος δεν ζει σύμφωνα με το φυσικό του φτιάξιμο καί με τα φυσικά κτίσματα πού υπάρχουνε γύρω του, αυτός δεν έχει αληθινή ζωή μέσα του, ούτε φυσική ούτε πνευματική. Όπως ζούνε οι Έλληνες σήμερα, δεν είναι η αληθινή ζωή τους. Το νοιώθουνε κ' οι ίδιοι, κι ας μην το λένε. Λαχταράνε να βρούνε τον εαυτό τους πού τον έχουν χαμένον (εκτός από κάποιους, πού θαρρούνε πώς ζωή είναι μοναχά το φαγοπότι καί το «κομφόρ», δίχως κανέναν βαθύν πόθο, χωρίς κανέναν καημό), Καί ‘κείνος, ακόμα, πού δεν έχει συναίσθηση τί είναι αληθινό, έρχεται στιγμή πού καταλαβαίνει, πως η ζωή του είναι ψεύτικη, πως δεν έχει κανέναν αληθινό δεσμό ούτε με τον τόπο του, ούτε με τους προγόνους του, ούτε με τις ντόπιες συνήθειες πού βγήκανε από την αγάπη κι από τον πόνο, καί πώς είναι ορφανός καί ξένος μέσα στον ίδιο τον τόπο του, σαν τον άσωτο γυιό, καί πως, με όλο πού θαρρεί πως τρώγει καλά καί νόστιμα φαγητά, στ’ αληθινά μασά ξυλοκέρατα, φερμένα από ξένους τόπους, όπου είναι αλλιώτικοι από τον δικό μας.
Πολλοί λένε πώς είμαι ένας φανατικός, ένας ζηλωτής πού βρίσκεται «εκτός της πραγματικότητας», ένας μονομανής, πού θέλει κάποια πράγματα πού δεν γίνουνται καί πού τα παρακάνει καί τα παραλέγει. Έχουνε δίκιο να λένε, πως είμαι φανατικός καί ζηλωτής. Μα όποιος είναι ζηλωτής από αγάπη για την αλήθεια, είναι συγχωρημένος. Φωνάζω καί στεναχωριέμαι, γιατί η φυλή μας χάνει τα αληθινά πράγματα καί παίρνει τα ψεύτικα, κ' έτσι δεν χαίρεται τα τόσα πνευματικά πλούτη που κληρονόμησε, καί δεν θρέφεται από το αντρειωμένο καί ζωογόνο ελληνικό γάλα, που έθρεψε κι αγρίμια ακόμα καί τα 'κανε ανθρώπους. Αυτό το γάλα δεν είναι της δικής μου μάνας, μα της μάνας ολονών μας, πού τ' αρνηθήκανε όσοι σας δίνουνε να πιείτε αντί για γάλα το φαρμάκι της ψευτιάς πού τη λένε «πρόοδο», «εξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μοντερνισμό» κτλ. Εγώ στενοχωριέμαι για σας, όχι για μένα, γιατί εγώ έχω αυτό πού δεν έχετε, μα αυτό δεν είναι δικό μου μοναχά, αλλά δικό μας. Καί γιατί, τάχα, θα υπόφερνα, αν δεν αγαπούσα τ’ αδέλφια μου, καί δεν φοβόμουνα μην χάσουνε τον θησαυρό; Οι γενεές πού έρχουνται από πίσω μας, σαν θάλασσες από το πέλαγο, γιατί να ζήσουνε με την ψευτιά καί να μην ζήσουνε αληθινά, γιατί να είναι πεθαμένοι-ζωντανοί, αφού η ζωή με την ψευτιά δεν συνταιριάζουνται;
Λένε πώς τα παραλέγω. Μακάρι να τα παράλεγα κι ας έβγαινα γελασμένος. Μα βλέπω καθαρά, πως μέρα με τη μέρα το πνευματικό αίμα φεύγει από την όψη της φυλής μας, το βλέπω καί πικραίνουμαι, όπως βλέπει η μάνα το παιδί της πού μαραζώνει. Τί παρακάνω καί τί παραλέγω; Δεν βλέπετε πώς παραπατάμε, σαν ζαλισμένοι, καί δεν ξέρουμε που πάμε; Η ξενομανία μας έδερνε πάντα, αφού κι ο Παυσανίας γράφει: «Έλληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ' αλλότρια ή τα οικεία». Μα τώρα σαν να χάσαμε ολότελα τα φρένα μας, λες κ' ήπιαμε το Τρελό Νερό, πού λέγει ένας μύθος ανατολίτικος, καί λέμε το ψεύτικο αληθινό, το νόστιμο άνοστο, το μαύρο άσπρο. Καί με όλο πού πάθαμε αυτή την ξενομανιακή τρέλα, ωστόσο, επειδή αγαπάμε τον τόπο μας, το αίμα μας καί τα δικά μας, θέλουμε να συμβιβάσουμε αυτή την αγάπη μας με την τρέλα μας (δηλαδή με τη ματαιοδοξία μας), καί πάμε σαν το καράβι πού δεν έχει τιμόνι, μα πού θέλει σώνει καί καλά να ισάρει όλα τα πανιά του, για να τσακισθεί πιο γλήγορα απάνω στις ξέρες! Είμαστε σαν τους παλιούς Εβραίους, πού αρνηθήκανε τον Θεό τους καί προσκυνούσαν τον Βάαλ, μα πού φοβόντανε κιόλας μην τους παιδέψει ο Ιεχωβά, κι ο προφήτης Ηλίας τους μάλωνε καί τους έλεγε: «Έως πότε υμείς χωλανείτε επ' αμφοτέραις ταις ιγνύαις;» — «ως πότε θα κουτσαίνετε πότε από το 'να το ποδάρι καί πότε από τ' άλλο; Αν είναι θεός ο Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, αν είναι ο θεός ο Ιεχωβά πηγαίνετε ξοπίσω απ' αυτόν». Έτσι κ' εμείς θέλουμε να τα συμβιβάσουμε τα αταίριαστα καί το χάλι μας είναι ελεεινό. Αγαπάμε την Ελλάδα, πονάμε τον τόπο μας, δίνουμε γι' αυτόν τη ζωή μας, κι από την άλλη μεριά σιχαινόμαστε τα δικά μας πράγματα, τα πράγματα της Ελλάδας, είτε φυσικά είναι είτε τεχνητά, είτε συνήθειες, είτε τραγούδια, είτε ψαλμωδίες, είτε εικονίσματα, καί θέλουμε τα ξενοφερμένα. Είμαστε, λοιπόν, στα συγκαλά μας; Ρωτώ να μάθω.
Έχουμε τέτοιο φως, τέτοιον γαλανόν ουρανό, πού τον καυχιόμαστε, καί μολαταύτα βάζουμε μαύρα γυαλιά σαν να 'χουμε πονόματο, καί καταδικάζουμε τον εαυτό μας να βλέπουμε ολοένα συννεφιασμένον, σταχτύν ουρανό, τα δέντρα αντί πράσινα να τα βλέπουμε καφετιά, τη γαλανή θάλασσα να τη βλέπουμε θολή καί λερωμένη, μόνο καί μόνο γιατί τα μαύρα τα γυαλιά είναι μοντέρνα. Οι γυναίκες μας κάνουνε χίλια-δυο για να γίνουνε πιο έμορφα τα μάτια τους, κ' ύστερα βάζουνε μπροστά τους ολόκληρες τζαμαρίες, πού φράζουνε όχι μονάχα τα μάτια τους μα καί τα μαγουλά τους, σαν να 'ναι βουτηχτάδες, κι αντίς έμορφα πρόσωπα με αγνά καί καθαρά μάτια, βλέπεις νεκροκεφαλές με μαύρες ματότρυπες, μόνο καί μόνο γιατί οι νεκροκεφαλές είναι πιο μοντέρνες από τα ζωντανά πρόσωπα με τα έμορφα μάτια. Στό ζαχαροπλαστείο τραβά η όρεξη τους ένα κανταΐφι ή έναν μπακλαβα ή κανένα ριζόγαλο, καί μολαταύτα παραγγέλνουνε κάποιο γλυκό με ξενικό όνομα, κι όσο πιο ασυνήθιστο είναι τ' όνομα, τόσο πιο καλά, κι ας μην κατεβαίνει, φτάνει πού κοιτάζουνε οι διπλανοί, «οπισθοδρομημένοι» με απορία για το παράξενο γλυκό πού τρώνε! Στή μουσική, όχι μοναχά είναι της μόδας τα ξένα τραγούδια, αλλά καί τα τελειοποιούμε. Εδώ τα ιταλιάνικα γίνονται πιο ιταλιάνικα, τα γαλλικά πιο γαλλικά, τα μεξικάνικα, οι χαβάγιες, τα τυρολέζικα ουά-ουά, τα σπανιόλικα. Κι αυτοί πού τα τελειοποιούνε είναι κάποιοι παπαγάλοι, πού «μιμούνται θαυμάσια» το κάθε τι, καί ονομάζονται «καλλιτέχναι καί καλλιτέχνιδες του άσματος». Μάλιστα, έχουμε καί κάποιους βαρυσήμαντους, πού κάνουνε καί εισαγωγή σ' αυτά τα βαθιά καί μεγάλα έργα «ενδελεχώς καί εμπεριστατωμένως». Κακόμοιρη Ελλάδα! Λέμε κάπου-κάπου καί κανένα ελληνικό, ως επί το πλείστον όμως «ενορχηστρωμένον», δηλ. «λεβαντινισμένο» από κάποιον αισθηματίαν ανόητον, πού δεν έχει ιδέα ούτε από Ελλάδα, ούτε από λαό, ούτε από χωριό, ούτε από τίποτα! Αυτός ο υστερισμός έχει πιάσει τον κόσμο, κι αν δεν είσαι τέτοιος «μοντέρνος», σε βλέπουνε με λύπη καί με καταφρόνηση. Η δεσποινίδα πού λέγει «κάθομαι εις την οδός τάδε» καί πώς στο σπίτι της έχει «κομφλόρ» καί «τελέφωνο» κλπ., χορεύει «σάμπα», μαδά τα φρύδια της για να μοιάσει με τη σπανή «σταρ», πού βλέπει στο «σινεμά», μιλά σαν να μην ξέρει να μιλήσει ελληνικά, κι ο νεαρός Έλλην τρελαίνεται γι' αυτά τα μοντέρνα χαρίσματα καί περιφρονά την αδερφή του που 'ναι το πρόσωπο της σαν της Παναγίας, καί που είναι νοικοκυρούλα, σεμνή, φρόνιμη Ελληνοπούλα.
Πάντα οι Έλληνες προτιμούσανε τα ξένα από τα δικά τους, τώρα όμως τα μισούνε κιόλας τα δικά τους, μισούνε κι όποιον τα αγαπά καί τα κρατά. Τυχαίνει να βρεθεί στο τραμ μια μοντέρνα, καί κοντά της να κάθεται καμιά χωριατοπούλα με το τσεμπέρι, κ' η κακομοίρα κάθεται φοβισμένη, σταυροχεριασμένη, αυτή πού γέννησε τον Θανάση Διάκο καί τον Νικηταρά, καί κοιτάζει την άλλη που χλιμιντρά καί ξετινάζει τα κίτρινα μαλλιά της, κ' είναι ένα κανάτι μπογιατισμένο, χωρίς ψυχή, χωρίς πόνο, χωρίς αγνή χαρά, χωρίς τίποτα. Ναί, μπροστά σ’ αυτά τα ξόανα κάθεται η Ελλάδα, η αληθινή κ' η βασανισμένη, σταυροχεριασμένη, βουβή, σαν να 'ναι φταίχτρα!
Αλλά πάμε καί παραπέρα: Στις εκκλησιές, καί κει μοντερνισμός, καί μάλιστα πιο σιχαμερός. Παπάδες, ψάλτες, νεωκόροι, καντηλανάφτες, όλοι κοιτάζουνε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον στον μοντερνισμό. Θέλουνε ξανθιούς Χριστούς, μαντόνες κοκκινομάγουλες καί σπανές, άγιους χαμογελαστούς, με κείνο το φαρισαϊκό μειδίαμα που έχουνε οι μοντέρνοι θεατρίνοι, αδιάφοροι για την Ορθοδοξία, νεωτεριστές πού δεν θέλουνε το ράσο πού φορούσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μήτε το καλυμμαύχι, μήτε το τυπικό της εκκλησίας, μήτε την κατανυκτική ψαλμωδία της, γιατί τους κάνει να νοιώσουνε το χάλι πού βρίσκεται η ψυχή τους. Άξεστοι κι αμόρφωτοι από αληθινή θρησκευτική γνώση, μιλάνε ολοένα για νεωτερισμούς, για μεγάφωνα, για «αίθουσας διαλέξεων», για «ορατόρια», για «αλτάρια» κλπ. Κοντά τους στέκονται καί κάποιοι μουσικοσυνθέτες πού «ενορχηστρώνουν» τους εκκλησιαστικούς ύμνους μας, χωρίς να έχουνε ιδέα τί είναι εκκλησία, τί είναι ο πνευματικός της χαρακτήρας, τί είναι η ελληνική ψυχή, καί με επιπολαιότητα λεβαντίνικη φτιάνουνε κάποιες μουσικές χωρίς σύσταση, πολύφωνες χορωδίες με υστερικά ξεφωνητά από κάποια γυναικάρια καί με χοντροφωνάρες, ξένες για τ' αυτιά μας, ξένες για την καρδιά μας, ξένες για την ψυχή μας, καί οι ίδιες ανούσιες καί βλακώδεις για κάθε άνθρωπο πού δεν τον έχει παραλύσει η ψευτιά.
Όλοι αυτοί έχουνε την ιδέα πώς είναι οι κλειδοκράτορες «της προόδου καί της ζωής του έθνους», ενώ εμείς είμαστε «καθυστερημένοι», στρείδια κολλημένα στο βράχο της παράδοσης, «εχθροί της προόδου», «στοιχεία άχρηστα καί πεθαμένα για την μεγάλην αποστολήν του έθνους μας».
Αυτό με κάνει να θυμηθώ τον ανατολίτικο μύθο που είπα στην αρχή: «Μια φορά, λέγει ο μύθος, ήτανε ένας σουλτάνος, καλός και δίκιος, κ' είχε έναν βεζύρη, πού ήτανε κι αυτός καλός καί δίκιος, κ' ήτανε κι αστρολόγος. Μια μέρα ο βεζύρης λέγει του σουλτάνου, πώς είδε κάποια σημάδια στον ουρανό πώς θα βρέξει στον κόσμο ένα νερό τρελό, καί πως όποιος το πιει αυτό το νερό, θα τρελαίνεται. Καί πώς όλοι οι άνθρωποι πού ζούνε στην επικράτειά τους θα το πιούνε καί θα χάσουνε τα λογικά τους, καί δεν θα νοιώθουνε πια τίποτα, μήτε τί είναι σωστό καί τί είναι ψεύτικο, μήτε τί είναι καλό καί τί είναι κακό, μήτε τί είναι νόστιμο καί τί είναι άνοστο, μήτε τί είναι δίκιο καί τί είναι άδικο. Σαν τ' άκουσε αυτά τα λόγια ο Σουλτάνος, γυρίζει καί λέγει στον βεζύρη: "Αφού θα τρελαθεί όλος ο κόσμος, πρέπει να κοιτάξουμε να μην τρελαθούμε κ' εμείς, γιατί αλλιώς πώς θα τους κρίνουμε με δικαιοσύνη;" Του λέγει ο βεζύρης πως ο λόγος του είναι σωστός καί πως θα 'πρεπε να προστάξει να μαζέψουνε από το καλό νερό πού πίνανε, καί να το φυλάξουνε μέσα στις στέρνες, για να μην πίνουνε από το χαλασμένο καί κρίνουνε παλαβά κι άδικα, μα δίκια, όπως έχουνε χρέος. Έτσι κ' έγινε. Σέ λίγον καιρό έβρεξε στ’ αλήθεια, καί το νερό ήτανε νερό τρελό, καί τρελαθήκανε όλοι οι άνθρωποι, καί δεν γνωρίζανε οι καημένοι τί τους γίνεται, κ' είχανε το ψεύτικο για αληθινό, το κακό για καλό, το άδικο για δίκιο. Μα ο σουλτάνος κι ο βεζύρης πίνανε από το καλό νερό πού είχανε φυλαγμένο, καί δεν τρελαθήκανε, αλλά κρίνανε τον κόσμο με δικαιοσύνη. Μα ο κόσμος τα ’βλέπε ανάποδα, καί δεν ήτανε ευχαριστημένος από την κρίση του σουλτάνου καί του βεζύρη, καί φωνάζανε πως τους «αδικούνε, καί κοντεύανε να σηκώσουνε επανάσταση. Μετά καιρό, σαν είδανε κι αποείδανε, ο σουλτάνος κι ο βεζύρης, χάσανε το κουράγιο τους, καί λέγει ο σουλτάνος στο βεζύρη: "Τούτοι οι φουκαράδες αληθινά χάσανε τα φρένα τους, καί τα βλέπουνε όλα ανάποδα κι όπως πάμε, μπορεί καί να μας σκοτώσουνε επειδή θέλουμε να τους κρίνουμε με δικαιοσύνη για να ευτυχήσουνε. Το λοιπόν, βεζύρ εφέντη, άιντε να χύσουμε το καλό νερό από τις στέρνες, καί να πιάσουμε να πίνουμε κ' εμείς από το τρελό νερό, να γίνουμε σαν κι αυτούς, καί τότε θα μας καταλαβαίνουνε καί θα μας αγαπάνε". Έτσι κ' έγινε. Ήπιανε κι αυτοί από το παλαβό νερό καί τρελαθήκανε, καί κρίνανε τρελά κι άδικα, κι ο κόσμος απόμενε ευχαριστημένος καί πολυχρονίζανε τον σουλτάνο».
Θαρρώ πως κάτι παρόμοιο γίνεται καί σήμερα στον τόπο μας. Εμείς, όμως, δε θα χύσουμε το λίγο νερό πού είναι ακόμα φυλαγμένο μέσα στη στέρνα της παράδοσης. Μα θα πίνουμε απ’ αυτό το καλό νερό, καί θα καλούμε να πιούνε κ' οι άλλοι Έλληνες, πού τους ξεραίνει ο λίβας της ξενομανίας. Να πιούνε καί να δροσισθούνε από το νερό που βγαίνει από την πέτρα, από το καλό καί τ' αθάνατο νερό μας, από «το ύδωρ το ζών».
(Από το βιβλίο: "Ευλογημένο καταφύγιο" του Φώτη Κόντογλου - Εκδ. Ακρίτας

1 σχόλιο:

Παναγιώτης Τελεβάντος είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο.

Ευχαριστούμε για την επισήμανση και την ανάρτηση.

Εϊναι τόσο εύγλωττο για την ξενομανία που έχει καταλάβει τον Ελληνισμό.

Καταστρέφουμε μόνοι μας την πιο πολύτιμη κληρονομιά του κόσμου και είμαστε έτοιμοι να υιοθετήσουμε ότι χειρότερο υπάρχει από τη Δύση.

Είμαστε πρόθυμοι να ενστερνιστούμε όλες τις κακίες και τα ελαττώματα των ξένων ενώ στεκόμαστε τυφλοί μπροστά στις αρετές τους.